«Τίποτα στη Βιολογία δεν έχει νόημα, παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης» – Theodosius Dobzhansky
Στην επιστήμη της Βιολογίας, με τον όρο εξέλιξη εννοούμε την αλλαγή που παρατηρείται στους πληθυσμούς οργανισμών με το πέρασμα του χρόνου και από γενιά σε γενιά. Οι απόγονοι διαφέρουν από τους γονείς τους με διάφορους τρόπους. Όταν αυτές οι διαφορές είναι χρήσιμες, ο απόγονος έχει μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής και καθιστά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του ποιο κοινά στην επόμενη γενιά.
Με αυτό τον τρόπο, οι διαφορές μπορούν να συσσωρευτούν κατά τη διάρκεια του χρόνου, ένα γεγονός που οδηγεί σε σημαντικές αλλαγές σε έναν πληθυσμό ή ακόμα και στη δημιουργία νέων διακριτών ειδών (ειδογένεση).
Εξελικτικές θεωρούνται ειδικά οι αλλαγές που κληροδοτούνται μέσω του γενετικού υλικού από γενιά σε γενιά, και διακρίνονται από άλλες όπως η οντογένεση ή γενικά η ανάπτυξη ενός οργανισμού ατομικά. Η εξέλιξη αποτελεί φαινόμενο που υλοποιείται σταδιακά και σε μεγάλο βάθος χρόνου. Με λίγες εξαιρέσεις, απαιτείται το πέρασμα αρκετών γενεών για εξελικτικές αλλαγές μεγάλης κλίμακας, όπως για παράδειγμα η εξέλιξη των πτηνών από τα ερπετά. Λαμβάνει επίσης χώρα με διαφορετικούς ρυθμούς ανάλογα με το είδος και το περιβάλλον του.
Όλοι οι οργανισμοί που ζουν σήμερα κατάγονται από έναν και μοναδικό πρόγονο, από τον οποίο κληρονόμησαν ένα σχεδόν πανομοιότυπο γενετικό λεξικό και στις 64 λέξεις του DNA. Πολυάριθμες διαδικασίες, όπως οι μεταλλάξεις, η γονιδιακή ροή με μεταφορά γονιδίων ανάμεσα στους πληθυσμούς και ο γενετικός ανασυνδυασμός, συμβάλλουν σε γενετικές αλλαγές και έχουν οδηγήσει στις πολλές διαφορετικές μορφές ζωής που υπάρχουν πάνω στη Γη. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι όλες αυτές οι διαδικασίες δεν επιβάλλονται από κάποιο “σκοπό” ή “σχέδιο”, αλλά ότι η πολυπλοκότητα προκύπτει “αυθόρμητα” με την επιλεκτική συσσώρευση αλλαγών σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η γνώση του μηχανισμού που διέπει τη διαδικασία της εξέλιξης οφείλεται στο έργο του Κάρολου Δαρβίνου και του Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας. Αν και ο Δαρβίνος δεν ήταν ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα της εξέλιξης, με αφετηρία την περίφημη μελέτη “Περί της καταγωγής των ειδών” (1859), προσέφερε μια ολοκληρωμένη σύνθεση της θεωρίας της φυσικής επιλογής που αποτέλεσε επανάσταση για την ανθρώπινη σκέψη. Κατά τη δεκαετία του 1930, η φυσική επιλογή συνδυάστηκε με τη θεωρία του Μέντελ για την κληρονομικότητα και δημιούργησαν την σύγχρονη θεωρία της εξέλιξης, γνωστή και ως “Εξελικτική Σύνθεση” ή Νεο-Δαρβινισμός, όπου οι “μονάδες” της εξέλιξης (γονίδια) συνδυάστηκαν με τον “μηχανισμό” της (φυσική επιλογή).
Η σύγχρονη συνθετική θεωρία, ως ένας γενικά αποδεκτός τρόπος προσέγγισης των προβλημάτων της εξέλιξης, γεννήθηκε ουσιαστικά το 1937 με τη δημοσίευση του βιβλίου «Η γενετική και η καταγωγή των ειδών» του μεγάλου πληθυσμιακού γενετιστή Theodosius Dobzhansky. Η θεωρία αυτή έχει δύο βασικά σημεία:
Η πηγή ποικιλότητας είναι η μετάλλαξη και η εξελικτική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα της τροποποίησης των γονιδιακών συχνοτήτων σε έναν πληθυσμό.
Η κατεύθυνση της εξελικτικής αλλαγής καθορίζεται από τη δράση της φυσικής επιλογής πάνω στη γενετική ποικιλότητα (στις μεταλλάξεις) με την επιβίωση του καταλληλότερου, σε δοσμένο περιβάλλον, φορέα της ποικιλότητας (ατόμου).
darwin 256×300
Η εμφάνιση της ζωής στην Γη
Αν και η προέλευση της ζωής είναι ένα από τα μεγάλα μυστήρια στον κόσμο, δεν πρέπει να συγχέεται με την θεωρία της εξέλιξης, η οποία μελετά τον τρόπο που μεταβάλλονται οι ζωντανοί οργανισμοί στον χρόνο. Αφήνοντας κατά μέρος τη μακρινή πιθανότητα η ζωή να έφθασε στη Γη με ένα μετεωρίτη από κάπου αλλού μέσα στον Γαλαξία (πανσπερμία), στη δεκαετία του 1920 οι Oparin & Haldane πρότειναν ότι η ζωή ξεκίνησε στη Γη μετά από μια περίοδο μακροχρόνιας αβιοτικής χημικής εξέλιξης (αβιογένεση).
Σύμφωνα με την θεωρία της αβιογένεσης, η ζωή δημιουργήθηκε από τις όποιες φυσικές και χημικές συνθήκες επικρατούσαν στον πλανήτη κατά τη νεαρή ηλικία του. Η ανακάλυψη αυτών των συνθηκών είναι δύσκολη, κυρίως επειδή η Γη στην οποία ζούμε σήμερα δεν διατηρεί σχεδόν κανένα ίχνος από εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά, το 1953 οι Stanley Miller και Harold Urey προσομοίωσαν τη υπόθεση των Oparin & Haldane, διοχετεύοντας ηλεκτρικό ρεύμα μέσα σε ένα θάλαμο που περιείχε έναν συνδυασμό μεθανίου, αμμωνίας, υδρογόνου και νερού. Μετά από μια εβδομάδα συνεχούς λειτουργίας, παρατήρησαν ότι το 10-15% του άνθρακα στο σύστημα είχε σχηματίσει οργανικές ενώσεις, από τις οποίες το 2% ήταν αμινοξέα, τα οποία είναι απαραίτητα για την παρασκευή πρωτεϊνών στα ζωντανά κύτταρα.
Το διάσημο πείραμα των Miller & Urey προσέφερε σημαντικές ενδείξεις υπέρ της αβιογένεσης, αλλά δεν έδωσε όλες τις απαντήσεις. Τι ακριβώς συνέβηκε και ήρθαν σε επαφή ανόργανα χημικά στοιχεία μαζί, ώστε να σχηματίσουν ζωντανούς οργανισμούς; Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή του αβγού και της κότας: για να λειτουργήσει το DΝΑ χρειάζεται πρωτεΐνες, ωστόσο τα προγράμματα για τη σύνθεση αυτών των πρωτεϊνών δίνονται από το DΝΑ. Ποιο δημιουργήθηκε λοιπόν πρώτο;
Η ανακάλυψη στη δεκαετία του 1960 ότι το RNA (στενός εξάδελφος του DNA) θα μπορούσε να αναδιπλωθεί, όπως μια πρωτεΐνη, αν και όχι σε τέτοιες πολύπλοκες δομές, υπέδειξε μια απάντηση στο πρόβλημα. Αν το RNA θα μπορούσε να καταλύσει αντιδράσεις καθώς επίσης και να αποθηκεύσει πληροφορίες, μερικά μόρια RNA θα μπορούν να είναι σε θέση να φτιάξουν περισσότερα μόρια RNA. Και αν αυτό συνέβαινε, οι RNA αντιγραφείς δεν θα είχαν καμία ανάγκη τις πρωτεΐνες. Θα μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους τα πάντα.
Φυσικά, παραμένουν πολλά ερωτήματα. Από πού προέκυψαν οι πρώτοι αντιγραφείς; Με τι έμοιαζε η πρώτη ζωή; Πώς έγινε η μετάβαση στο DNA και τις πρωτεΐνες, και πώς συνέβη η ανάπτυξη του γενετικού κώδικα; Ποτέ κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα, αλλά διερευνώνται νέες λεωφόροι πολλά υποσχόμενες. Οι περισσότεροι βιολόγοι πιστεύουν πως πρέπει να υπήρχε κάτι σαν ένα κύτταρο από την αρχή, για να περιέχει τον αντιγραφέα-πολλαπλασιαστή και να διατηρεί μαζί τα μέρη που το απαρτίζουν. Με αυτόν τον τρόπο, τα άτομα μπορούν να ανταγωνίζονται για τους πόρους και να εξελίσσονται με διαφορετικούς τρόπους.
Η γέννηση των ειδών
Για πολλά χρόνια μετά την επιστημονική επανάσταση του Δαρβίνου, οι επιστήμονες πίστευαν ότι τα βιολογικά είδη της Γης γεννήθηκαν από την αργή αλλαγή των γενετικών εφοδίων: μια ύπαρξη μεταμορφωνόταν σιγά σιγά σε μια άλλη. Αργότερα, επιστήμονες της γενετικής, όπως ο Theodosius Dobzhansky και ο Ernst Mayr, διατύπωσαν μια νέα σημαντική υπόθεση. Υποστήριξαν ότι για τη δημιουργία ενός νέου είδους θα έπρεπε προηγουμένως να έχει μεσολαβήσει μια μεγάλη περίοδος γεωγραφικής απομόνωσης.
Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί ως εξής: ένα τμήμα από τον πληθυσμό κάποιου είδους απομονώνεται εξαιτίας των γεωγραφικών εμποδίων, όταν, για παράδειγμα, η εισβολή της θάλασσας μετατρέπει σε νησιά κάποια μέρη της ξηράς ή όταν δημιουργούνται βουνά και έρημοι. Ο αποκομμένος πληθυσμός εξακολουθεί φυσικά να εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, αυτή τη φορά όμως προς διαφορετική βιολογική κατεύθυνση. Πρώτα απ’ όλα γιατί οι συνθήκες στο νέο περιβάλλον είναι διαφορετικές, κυρίως όμως γιατί έχει αλλάξει το γενετικό υλικό. Όταν χωρίζονται δύο τμήματα του ίδιου πληθυσμού, χωρίζονται αυτόματα και τα γονίδιά τους. Για να ολοκληρωθεί η γέννηση ενός νέου είδους χρειάζονται 20.000 – 50.000 χρόνια. Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, η ζωή του νέου είδους δε διαρκεί περισσότερο από εφτά με οχτώ εκατομμύρια χρόνια.
Το ζήτημα της εμφάνισης νέων ειδών (ειδογένεση) έχει προκαλέσει διαμάχες μεταξύ παλαιοντολόγων και γενετιστών ως προς τον βηματισμό της εξέλιξης, αν γίνεται δηλαδή με άλματα και όχι βαθμιαία. Το 1993 οι Eldredge & Gould δημοσίευσαν την θεωρία της “εστιγμένης ισορροπίας”, όπου υποστήριξαν ότι η εξέλιξη συνέβη κατά τη διάρκεια σύντομων περιόδων μεγάλων αλλαγών (πχ. καταστροφές όπως η πτώση ενός μετεωρίτη) με ενδιάμεσες μεγάλες περιόδους σταθερότητας. Αυτό εξηγεί την απουσία ενδιαμέσων μορφών από το απολιθωματικό αρχείο. Οι ενδιάμεσες μορφές εμφανίστηκαν για τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε η πιθανότητα να μετατραπούν σε απολιθώματα ήταν πολύ χαμηλή.
Ο στόχος της φυσικής επιλογής
Ποια είναι όμως πραγματικά η μονάδα ή ο στόχος της φυσικής επιλογής το γονίδιο, το άτομο ή ο πληθυσμός; Ο Δαρβίνος θεωρούσε ότι η φυσική επιλογή επιδρά επάνω στα άτομα, αν και είχε πλήρη συναίσθηση ότι η αλτρουιστική συμπεριφορά αποτελούσε ένα αγκάθι στη θεωρία του. Πώς εξηγείται λοιπόν η αυτοθυσία ορισμένων προκειμένου να σωθούν οι υπόλοιποι; Πώς εξηγείται η συμπεριφορά του μικρού σκίουρου που βγάζει μια κραυγή και ενώ ενημερώνει τους υπόλοιπους για τον απειλητικό θηρευτή, ταυτόχρονα προδίδει τη θέση του; Και ακόμη περισσότερο, πώς εξηγείται το γεγονός ότι στα κοινωνικά έντομα (μέλισσες, σφήκες, τερμίτες) οι εργάτριες δεν αποκτούν ποτέ απογόνους αλλά φροντίζουν με αυταπάρνηση τις αδελφές τους;
Μεγάλη συμβολή στην επίλυση του προβλήματος του αλτρουισμού είχε ο William Hamilton με τις εργασίες του για την εγκλείουσα αρμοστικότητα, αυτό που αργότερα ονομάσθηκε επιλογή συγγενών. Με απλά λόγια, το άτομο με αλτρουιστική συμπεριφορά ευνοεί την αναπαραγωγή άλλων ατόμων εις βάρος του. Αν τα άλλα αυτά άτομα είναι συγγενείς του, τότε διά μέσου αυτών τα γονίδιά του (και εκείνα που τον τρέπουν στην αλτρουιστική συμπεριφορά) αναπαράγονται όχι μόνο μέσω των άμεσων απογόνων του αλλά εμμέσως με την αναπαραγωγή των βιολογικά συγγενών του που φέρουν ως έναν βαθμό όμοια με αυτό γονίδια.
Μερικοί εξελικτικοί επιστήμονες πρότειναν ότι η επιλογή μπορεί να ενεργήσει επίσης και σε πιο υψηλά επίπεδα: στους πληθυσμούς (επιλογή ομάδας), ή ακόμα και στα ίδια τα είδη (επιλογή ειδών). Η σχετική σημασία του ατόμου εναντίον αυτών των υψηλότερων τάξεων επιλογής αποτελεί σήμερα αντικείμενο μεγάλης αμφισβήτησης.
Το 1976 ο Richard Dawkins με το “Εγωιστικό Γονίδιο” τεκμηρίωσε την γονιδιο-κεντρική άποψη για την εξέλιξη και σηματοδότησε την είσοδο της εξελικτικής βιολογίας στην πολιτισμική ανάλυση. Ο ίδιος γράφει: “Η ζωική συμπεριφορά, είτε αλτρουιστική είτε εγωιστική, βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των γονιδίων μόνο υπό μια έμμεση, αλλά και πάλι πολύ ισχυρή, έννοια. Υπαγορεύοντας τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται οι μηχανές επιβίωσης και τα νευρικά τους συστήματα, τα γονίδια ασκούν την ύστατη εξουσία πάνω στη συμπεριφορά. Όμως οι λεπτό προς λεπτό αποφάσεις δράσης λαμβάνονται από το νευρικό σύστημα. Τα γονίδια είναι οι πρωτογενείς σχεδιαστές πολιτικής, οι εγκέφαλοι τα επιτελικά στελέχη…”
Εξέλιξη εκτός της φυσικής επιλογής
Εκτός της φυσικής επιλογής, που δεν αμφισβητείται ως βασικός μηχανισμός της εξέλιξης, έχουν προταθεί και αναγνωριστεί και άλλοι μηχανισμοί εξέλιξης που δεν την περιλαμβάνουν. Συνήθως, αυτό που αποτελεί αντικείμενο διαμάχης είναι η βαρύτητα που έχουν αυτοί οι μηχανισμοί, στο συνολικό φαινόμενο της εξέλιξης. Ας γνωρίσουμε μερικούς από αυτούς.
Η “γενετική παρέκκλιση” αφορά την τυχαία σχετική αλλαγή της γονιδιακής συχνότητας, δηλαδή της συχνότητας με την οποία εμφανίζεται ένα αλληλόμορφο γονίδιο σε έναν πληθυσμό. Με τον όρο τυχαία, εννοούμε την αλλαγή που δεν οφείλεται σε φυσική επιλογή. Αποτελεί σημαντική εξελικτική διαδικασία που οδηγεί σε τυχαία αύξηση ή ελάττωση των αλληλόμορφων γονιδίων από γενιά σε γενιά, στην τυχαία εγκαθίδρυση ή και απώλειά τους. Είναι εντονότερη όσο μικρότεροι είναι οι πληθυσμοί. (Σημ. Αλληλόμορφαείναι τα γονίδια που δρουν για το ίδιο γνώρισμα αλλά με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα αν υπάρχουν δύο διαφορετικά γονίδια που ελέγχουν το χρώμα του άνθους ενός φυτού, τότε μεταξύ τους είναι αλληλόμορφα.)
Η “γονιδιακή ροή” αφορά την ανταλλαγή αλληλόμορφων γονιδίων ανάμεσα σε γειτονικούς πληθυσμούς. Η ροή λαμβάνει χώρα είτε με μετακίνηση ατόμων μεταξύ δύο πληθυσμών μέσω της μετανάστευσης, είτε με μεταφορά γαμετών. Αποτελεί συντηρητικό παράγοντα που αποτρέπει την απόκλιση μερικώς απομονωμένων πληθυσμών και συμβάλει σημαντικά στη σταθερότητα των διαδεδομένων ειδών. Διαφέρει ανάλογα με τον πληθυσμό και το είδος και μειώνει τις διαφορές των γενετικών δεξαμενών.
Η “συνεξέλιξη” ή “συμβίωση” αφορά την ταυτόχρονη εξέλιξη μη συγγενών οργανισμών λόγω κάποιου ιδιαίτερου δεσμού που υπάρχει μεταξύ τους. Για παράδειγμα άνθη και έντομα, που τα πρώτα γονιμοποιούνται από τα δεύτερα και τα δεύτερα τρέφονται από τα πρώτα, παράσιτα και ξενιστές, στις περιπτώσεις εκείνες της αναγκαίας συμβίωσης, καθώς και οποιαδήποτε άτομα (οργανισμοί) μιας συμβιωτικής σχέσης.
Εξέλιξη και συμπεριφορά
Ένας τομέας που αναπτύσσεται ιδιαίτερα γρήγορα και στον οποίο η δαρβινική επιλογή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, είναι η οικολογία της συμπεριφοράς και η εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων στις στρατηγικές συμπεριφοράς. Οι βέλτιστοι τρόποι συμπεριφοράς, και ειδικότερα οι μακράς διάρκειας, έχουν γίνει γνωστές ως “Εξελικτικά Σταθερές Στρατηγικές”, μια έννοια που εισήγαγε πρώτος ο John Maynard Smith για τις στρατηγικές που αν υιοθετηθούν από τα περισσότερα μέλη ενός πληθυσμού δεν μπορούν να υπερνικηθούν από κάποια εναλλακτική στρατηγική.
Ένας από τους επιστήμονες που εντυπωσιάστηκαν από την θεωρία των παιγνίων και το “Δίλημμα του Φυλακισμένου” στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν ο μαθηματικός και πολιτικός επιστήμονας Robert Axelrod. Ο Axelrod βρήκε στο Δίλημμα του Φυλακισμένου μία πιθανή απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολούσε: υπό ποιες συνθήκες δύο θεμελιωδώς εγωιστικά όντα μπορούν να επιλέξουν να συνεργαστούν;
Για να απαντήσει στο ερώτημα δημιούργησε το “Επαναλαμβανόμενο Δίλημμα του Φυλακισμένου”, όπου το παίγνιο δεν παίζεται μια φορά αλλά πολλές. Σε αυτή την παραλλαγή οι παίκτες έχουν τη δυνατότητα να μάθουν από τα λάθη τους και να επανορθώσουν, ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο στην αμοιβαία συνεργασία. Το 1979 κάλεσε τους σημαντικότερους θεωρητικούς των παιγνίων να υποβάλλουν στρατηγικές, υπό τη μορφή προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Υποβλήθηκαν 14 στρατηγικές από ψυχολόγους, μαθηματικούς, κοινωνιολόγους και πολιτικούς επιστήμονες.
O Axelrod έβαλε τις διάφορες στρατηγικές να αναμετρηθούν μεταξύ τους. Νικητής του διαγωνισμού αναδείχθηκε ο μαθηματικός και ψυχολόγος Anatol Rapoport με τη στρατηγική “Tit for Tat” ή αλλιώς “Μία Σου και Μία Μου”. Η στρατηγική αυτή είναι πολύ απλή: Ο παίκτης ξεκινά συνεργαζόμενος με τον αντίπαλο και κατόπιν πράττει ότι έπραξε και ο αντίπαλος στον προηγούμενο γύρο. Συνεργάστηκε, θα συνεργαστεί. Πρόδωσε, θα τον προδώσει κι εκείνος στον επόμενο γύρο.
Το 1981 ο Axelrod μαζί με τον εξελικτικό βιολόγο William Hamilton δημοσίευσαν ένα άρθρο στο περιοδικό Science για την εξέλιξη της συνεργασίας. Σε αυτό απέδειξαν ότι η συνεργασία είναι μια εξελικτικά σταθερή στρατηγική, δηλαδή μια συμπεριφορά που επιτρέπει να διαχυθούν τα χαρακτηριστικά που κάνουν ένα είδος να επικρατήσει και να επιβιώσει. Οι ζωντανοί οργανισμοί που συνεργάζονται μεταξύ τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπαραχθούν και επομένως να περάσουν τα γονίδιά τους στην επόμενη γενιά.
Κοινωνιοβιολογία
Η σύνδεση της βιολογίας με την κοινωνιολογία και συγκεκριμένα η υπαγωγή της δεύτερης στην πρώτη, ήταν πρόταση του E.O. Wilson στο βιβλίο του “Κοινωνιοβολογία: Η Νέα Σύνθεση” (1975). Ο Wilson υποστηρίζει ότι πολλά καθολικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς των ζώων αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς (ειδικά η σεξουαλική συμπεριφορά), καθώς επίσης και οι διαφορές μεταξύ των ατόμων και μεταξύ των εθνικών ομάδων, έχουν μια γενετική βάση. Αυτά τα γνωρίσματα και οι διαφορές πρέπει να έχουν εξελιχθεί στους προγόνους μας μέσω της φυσικής επιλογής.
Το βιβλίο ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων. Ιδιαίτερα εχθρικοί ήταν οι αριστερών πεποιθήσεων συνάδελφοι του Wilson στο Χάρβαρντ, καθώς θεώρησαν ότι το πόνημά του στηρίζει τον γενετικό ντετερμινισμό. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν όμως η κοινωνιοβιολογία βρήκε τη θέση της στο επιστημονικό γίγνεσθαι και σήμερα αποτελεί έναν από τους περισσότερα υποσχόμενους κλάδους της επιστημονικής σκέψης.
Γήρανση και θάνατος
Η γήρανση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εκφυλιστικό φαινόμενο, που αρχίζει μετά το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας. Η εξήγηση αυτού του φαινόμενου είναι ότι τα γονίδια και οι μηχανισμοί που προκαλούν τον σωματικό εκφυλισμό ξεφεύγουν από τη δράση της φυσικής επιλογής, αφού έχουν ήδη μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά με την αναπαραγωγή. Κάθε ζωντανός οργανισμός επενδύει περισσότερη ενέργεια για την αναπαραγωγή του παρά για τη διατήρηση του σώματός του, το οποίο εγκαταλείπει η φυσική επιλογή μόλις κλείσει το αναπαραγωγικό παράθυρό του (από την εφηβεία ως την παύση της έμμηνης ρήσης στις γυναίκες).
Για παράδειγμα, η χορεία του Huntington είναι μια εκφυλιστική ασθένεια που εκδηλώνεται σε άτομα μεταξύ περίπου 30 και 50 ετών συνήθως και οδηγεί στο θάνατο. Η υπεύθυνη γονιδιακή παραλλαγή μπορεί λοιπόν να μεταβιβαστεί έγκαιρα. Το γιατί το γονίδιο αυτό διατηρείται στους πληθυσμούς δεν οφείλεται μόνο στο ότι εκδηλώνεται αφότου έχει αναπαραχθεί ο φορέας του, αλλά ίσως στο ότι στην αρχή της ζωής προσφέρει και κάποιο πλεονέκτημα και τελικά υποκρύπτει κάποια εξελικτική χρησιμότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εξέλιξη επηρεάζει την επιβίωση των αντιγράφων των γονιδίων μας και όχι την μακροβιότητα ή την αθανασία μας.
Αν υπάρχει κάτι “αθάνατο” πάνω στη Γη αυτό είναι τα γονίδια. Εμφανίστηκαν πριν 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια και είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν και μετά την εξαφάνισή μας ως είδος, γιατί “η ζωή βρίσκει πάντοτε τον δρόμο” (Jurassic Park).
Επιμελείται ο Χρήστος Μαυρόπουλος