Οποιοσδήποτε θεωρεί πως οι τιμές θα πρέπει να είναι δίκαιες, θα συμφωνούσε ότι η Celgene χρειάζεται εταιρική αλλαγή – όχι όμως αυτή που αναμένεται να συμβεί στην αμερικανική φαρμακευτική.
Από αυτή την άποψη η προτεινόμενη εξαγορά της έναντι 74 δισ. δολαρίων, που είχε ανακοινωθεί την περασμένη εβδομάδα, από την Bristol-Myers Squibb μοιάζει με ανταμοιβή κακής συμπεριφοράς. Για όποιον μελετάει την επιχειρηματική ηθική, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Celgene ασφαλώς δεν είναι ότι είναι υπερβολικά μικρή, αλλά υπερβολικά κερδοφόρος.
Το πιο πρόσφατο τρίμηνο το περιθώριο λειτουργικού κέρδους της εταιρείας, που ειδικεύεται σε αντικαρκινικά φάρμακα, ήταν το συγκλονιστικό 55%. Οι τιμές των φαρμάκων, που δημιουργούν τόσο υψηλή κερδοφορία για τους μετόχους, είναι σχεδόν σίγουρο πως είναι αδικαιολόγητα υψηλές. Τώρα οι επενδυτές, που είχαν ήδη πάρει γενναία ανταμοιβή, θα κερδίσουν ακόμη περισσότερο.
Η τιμή εξαγοράς της Celgene είναι σχεδόν 50% υψηλότερη από την τιμή της μετοχής, προτού ανακοινωθεί η συμφωνία. Η εμπειρία μας δείχνει πως οι μέτοχοι της Bristol-Myers Squibb θα πρέπει να ανησυχούν ότι η τιμή είναι υπερβολικά υψηλή. Επιπλέον, οι μελέτες φανερώνουν πως σε μια συγχώνευση με μεγαλύτερη εταιρεία οι μέτοχοι της εταιρείας που εξαγοράζεται είναι αυτοί που συνήθως λαμβάνουν τα μεγαλύτερα οφέλη. Ο ρητός στόχος τόσο μεγάλων εταιρικών συγχωνεύσεων είναι η αύξηση της αξίας για τους μετόχους. Αν και συχνά τέτοια κέρδη αποδεικνύεται πως δύσκολα πραγματοποιούνται, οι ζημίες που θα υποστούν όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι είναι πολύ εύκολα προβλέψιμες. Ορισμένοι εργαζόμενοι θα χάσουν τη δουλειά τους.
Οσοι παραμείνουν θα υποστούν την αναταραχή που προκαλείται, όταν συγχωνεύονται διαφορετικές διαδικασίες, υπολογιστικά συστήματα και εταιρικές κουλτούρες. Οι διαφορές σπάνια αμβλύνονται μέσω βέλτιστων πρακτικών. Πιο συχνά, το αποτέλεσμα είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής. Οι μεγάλες συγχωνεύσεις κρύβουν έναν πιο δυσδιάκριτο κίνδυνο, όταν γίνονται με κίνητρο να καταπολεμηθούν οι περιορισμένες αναπτυξιακές δυνατότητες ή η χρόνια υποαπόδοση. Η συγχώνευση μπορεί να κάνει μια μέτρια κατάσταση κακή και μια κακή ακόμη χειρότερη. Η περίπτωση της Hewlett-Packard αποτελεί αντικείμενο μελέτης.
Ορισμένες φορές, τα αφεντικά λένε πως οι καλοσχεδιασμένες και καλοεκτελεσμένες μεγάλες συγχωνεύσεις ενδέχεται να βοηθήσουν τις εταιρείες να υπερβούν στρατηγικές αδυναμίες τους. Λίγες συγχωνεύσεις είναι αρκετά λογικές και αποτελεσματικές ώστε να εξεταστεί αυτή η θέση, ωστόσο υπάρχει κάτι προβληματικό και μόνο στην προσπάθεια. Το πιο πιθανό είναι πως θα πληγεί η οικονομία, όταν χρησιμοποιούνται υγιείς επιχειρήσεις για να υποστηριχθούν προβληματικές.
Το κοινό καλό εξυπηρετείται καλύτερα εάν επιτραπεί στις επιτυχημένες εταιρείες να αναπτύξουν τη δική τους κουλτούρα. Ασχέτως του αν θα πάνε καλά οι συγχωνευμένες εταιρείες, η αύξηση της κλίμακας ενδέχεται να αποβεί κοινωνικά επιζήμια. Οι εξαγορές συχνά απομακρύνουν τους ανταγωνιστές από την αγορά και δίνουν σε μεγάλες εταιρείες υπερβολική δύναμη κατά τον καθορισμό των τιμών, απέναντι σε κανονιστικές αρχές και σε πολιτικούς. Συνήθως αυτή η εξουσία είναι προς το συμφέρον των μετόχων, αλλά εις βάρος όλων των υπολοίπων. Αυτό ενθαρρύνει την οικονομική ανισότητα, καθώς η υψηλότερη απόδοση, που λαμβάνουν οι μέτοχοι, ισοδυναμεί με μεταφορά μετρητών από γενικά πιο φτωχούς πελάτες και εργαζομένους σε ήδη πλούσιους μετόχους. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν είναι αναπόφευκτη. Οι κανονιστικές αρχές θα μπορούσαν να απαιτήσουν η Bristol-Myers Squibb να μετατρέψει την όποια μείωση του λειτουργικού κόστους πετύχει από τη συμφωνία με την Celgene σε μείωση της τιμής των φαρμάκων για τους καρκινοπαθείς. Οι εταιρείες υποστηρίζονται από το σύνολο της κοινωνίας με αμέτρητους τρόπους. Συνεπώς, είναι σωστό αυτές να θέσουν ως πρωταρχικό τους στόχο την προσφορά υπηρεσιών για το κοινό καλό αντί για τη δημιουργία αξίας για τους μετόχους.
EDWARD HADAS / REUTERS BREAKINGVIEWS