Φιλίννιον και Μαχάτης. Έζησαν στην Αμφίπολη στα χρόνια του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Ερωτεύτηκαν παράφορα, αλλά τους χώρισε ένα προξενιό. Η κοπέλα πέθανε από τον καημό της, αλλά όταν ο αγαπημένος της εμφανίστηκε σπίτι της οι θεοί την ζωντάνεψαν για να ξανασυναντηθούν. Έτσι δημιουργήθηκε ο θρύλος της γυναίκας βρυκόλακα που βγήκε από το τάφο της.
Τα γεγονότα διαδραματίζονται στην Αμφίπολη τον 4ο αι. π.Χ., κατά τη βασιλεία του Φιλίππου Β’ στη Μακεδονία. Η ηρωίδα είναι η Φιλίννιον, ο εραστής της ο Μαχάτης. Το ερωτικό δράμα κατέγραψε ο Φλέγων Τραλλιανός (απελεύθερος δούλος του αυτοκράτορα Αδριανού) στο βιβλίο του «Περί θαυμασίων» κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Οι αναφορές του ότι η Φιλίννιον υπήρξε ο θηλυκός βρικόλακας της αρχαίας Ελλάδας προκαλούν εντύπωση. Για την παράξενη αυτή υπόθεση η αρχαιολόγος Βασιλική Χριστοπούλου έγραψε στην ιστοσελίδα Ανασκαφή, ότι υπάρχει αναφορά και από τον φιλόσοφο Πρόκλο (5ος αι. μ.Χ.) στα πλατωνικά του σχόλια, συμπληρώνοντας κάποια από τα κενά της ιστορίας. Όπως αναφέρει η διήγηση βασίζεται σε μια παλιότερη (χαμένη) σειρά επιστολών, εκ των οποίων κάποιες έγραψε ο Ίππαρχος και άλλες ο Αρριδαίος, ο ετεροθαλής αδελφός του Μ. Αλεξάνδρου.
Η όμορφη Φιλίννιον ήταν κόρη του εμπόρου Δημόστρατου και της Χαριτώς.
Μία μέρα η Φιλίννιον είχε πάει στον ποταμό Στρυμόνα με τις υπηρέτριες του σπιτιού για να πλύνουν τα ρούχα. Για ώρες έπλεναν κάτω από τον ήλιο. Η κοπέλα είχε βραχεί από τα νερά του ποταμού και από τον ιδρώτα. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο πατέρας της με έναν ξένο. Ήταν ο Μαχάτης, ένας φίλος του από την Πέλλα.
Ο Δημόστρατος θα τον φιλοξενούσε για ένα διάστημα στο σπίτι του, μέχρι να κάνει μερικές δουλειές. Η κοπέλα ντράπηκε και προσπάθησε να κρύψει το σώμα της που διαγραφόταν μέσα από τα βρεγμένα ρούχα. Εκείνος χαμογέλασε και είπε ότι έμοιαζε με νεράιδα. Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα.
Ο απαγορευμένος έρωτας
Για το επόμενο διάστημα όποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία βρίσκονταν στα κρυφά. Ο Μαχάτης προφασιζόταν ότι πάει να πάρει κάτι από το δωμάτιο του για να τη συναντήσει έστω και για λίγα λεπτά. Πήγαιναν στο ποτάμι μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Τα βράδια, όταν όλοι είχαν αποκοιμηθεί, ο Μαχάτης πήγαινε στο δωμάτιο της κοπέλας για να βρεθούν.
Οι δυο νέοι έκρυβαν τόσο καλά τον έρωτά τους που δεν είχε αντιληφθεί κανείς τίποτα. Όμως, ο Μαχάτης είχε μείνει πολύ καιρό στο ξένο σπίτι. Έπρεπε να φύγει. Δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί άλλο τη φιλοξενία του Δημόστρατου. Πριν να φύγει όμως, έδωσε υπόσχεση στην αγαπημένη του ότι θα επέστρεφε σύντομα για να την παντρευτεί.
Το προξενιό
Η Φιλίννιον τον περίμενε, όμως αυτός δεν εμφανιζόταν. Η αναμονή της έφτασε σε αδιέξοδο όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε ότι θα την πάντρευε με τον Κρατερό. Ο υποψήφιος γαμπρός έγινε στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου και τον είχε σώσει από ένα ατύχημα μέσα στο δάσος, ενώ κυνηγούσαν. Ο Δημόστρατος θεωρούσε πως ένας τέτοιος γάμος θα ευνοούσε όλη την οικογένεια.
Η κοπέλα λιποθύμησε από το σοκ. Έκλαιγε για μέρες. Σταμάτησε να τρώει. Παρακαλούσε τον πατέρα της γονατιστή. Όμως, ο Δημόστρατος ήταν αποφασισμένος. «Κορασίδας κακομαθημένης παραξενιές», έλεγε.
Η διάλυση του γάμου για λόγους παρθενίας
Η Φιλίννιον δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τον έμπιστο του βασιλιά και να τον ακολουθήσει. Όταν ο Κρατερός κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτός ο πρώτος άνδρας στη ζωή της θύμωσε και την έστειλε πίσω στο πατρικό της. Οι γονείς της για να μην δημιουργηθεί σκάνδαλο στην τοπική κοινωνία, διέδωσαν ότι η Φιλίννιον ήταν άρρωστη και επέστρεψε για να τη φροντίσει η μητέρα της. Στη συνέχεια έστειλαν στον Κρατερό ένα σεντούκι με χρυσά για να τον ηρεμήσουν και να τον πείσουν να δεχτεί πίσω την «ατιμασμένη» κόρη τους.
Η Φιλίννιον ήταν για μέρες κλειδωμένη στο δωμάτιό της. Σκεφτόταν ότι ο αγαπημένος της Μαχάτης την είχε εγκαταλείψει και ότι της είχε πει ψέματα. Από το μαράζι της αρρώστησε πραγματικά και έξι μήνες αργότερα ξεψύχησε.
Οι γονείς της την έντυσαν με τα καλά της ρούχα, την στόλισαν με κοσμήματα και την έθαψαν στον οικογενειακό τάφο στο νεκροταφείο της Αμφίπολης. Μέσα στον τάφο της έβαλαν χτένες από ελεφαντοστό, καθρέπτες, αγγεία και ειδώλια.
Η επιστροφή του αγαπημένου
Περίπου έξι μήνες μετά τον θάνατο της κοπέλας, ο Μαχάτης επανεμφανίστηκε στην Αμφίπολη και ζήτησε από τον Δημόστρατο να τον φιλοξενήσει για μια ακόμη φορά. Όμως, δεν του αποκάλυψε ότι η κόρη του είχε πεθάνει για να μην τον στεναχωρήσει.
Όπως έγραψε ο Τραλλιανός στο βιβλίο του, η κοπέλα επισκεπτόταν κάθε βράδυ τον Μαχάτη στο δωμάτιό του, όπως παλιά. Οι θεοί την είχαν επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών. Μόλις ξημέρωνε, εξαφανιζόταν.
Κανείς δεν έπρεπε να μάθει ότι ζούσε γιατί θα αναγκαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι του άνδρα που είχε εξαναγκαστεί να παντρευτεί.
Ένα βράδυ μία από τις υπηρέτριες του σπιτιού, η Θρασσώ, ξύπνησε και άκουσε ψιθύρους από το δωμάτιο των ξένων. Πλησίασε και είδε τον Μαχάτη αγκαλιά με μια κοπέλα. Μετά από λίγο κατάλαβε ότι η κοπέλα ήταν η Φιλίννιον. Η Θρασσώ τα έχασε και πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο για να το πει στους αφέντες της.
Ξύπνησε την κυρά της, την Χαριτώ και της είπε τι είχε δει. Όμως, η Χαριτώ δεν την πίστεψε. Της έλεγε ότι είναι αδύνατον να έχει συμβεί κάτι τέτοιο και πως μάλλον ο Μαχάτης ήταν αγκαλιά με κάποια από τις δούλες του σπιτιού.
Η αποκάλυψη
Η Θρασσώ την παρακάλεσε να πάει να δει με τα μάτια της ότι η Φιλίννιον ήταν ζωντανή και αν έλεγε ψέματα να την μαστίγωνε για να την τιμωρήσει. Η Χαριτώ δέχτηκε και όταν πήγε έξω από το δωμάτιο των ξένων είδε την κόρη της. Όμως, αρνούνταν να το πιστέψει.
Το επόμενο πρωί η Φιλίννιον είχε και πάλι εξαφανιστεί. Η μητέρα αποκάλυψε στον Μαχάτη ότι η κόρη της είχε πεθάνει, αλλά αυτός επέμεινε ότι βρίσκονται κάθε βράδυ. Για να την πείσει της έδειξε τα εσώρουχα και ένα δαχτυλίδι που είχε αφήσει η Φιλίννιον στο δωμάτιο του. Μόλις τα είδε η μητέρα της, κατέρρευσε γιατί με αυτά τα αντικείμενα την είχαν θάψει.
Οι γονείς της σοκαρισμένοι αποφάσισαν να περιμένουν μέχρι το βράδυ για να δουν εάν θα εμφανιστεί η κόρη τους. Πράγματι η κοπέλα επισκέφτηκε τον αγαπημένο της. Τότε ο Δημόστρατος και η Χαριτώ άνοιξαν την πόρτα και εισέβαλαν μέσα στο δωμάτιο. Η Φιλίννιον πάγωσε ολόκληρη και όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Τραλλιανός, επέστρεψε στον κόσμο των πεθαμένων.
Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα στην Αμφίπολη και οι κάτοικοι άνοιξαν τον τάφο της για να δουν αν υπήρχε το νεκρό σώμα της που είχαν θάψει πριν από λίγους μήνες. Μόλις συνειδητοποίησαν ότι ο τάφος ήταν κενός, τρόμαξαν. Άρχισαν να φωνάζουν ότι η Φιλίννιον δεν ήταν άνθρωπος, άλλα Λάμια, ένα μυθικό τέρας και πιστή ακόλουθος της θεάς του Κάτω Κόσμου, Εκάτης.
Οι Λάμιες ήταν θηλυκοί βρικόλακες
Έπαιρναν τη μορφή όμορφων γυναικών για να σαγηνεύουν τους άνδρες που έμπαιναν στον δρόμο τους. Μόλις έπεφταν στην παγίδα τους, τους απομόνωναν, έπιναν το αίμα τους και έτρωγαν τα εντόσθιά τους. Οι κάτοικοι απαίτησαν το σώμα της να καεί σε φωτιά έξω από την πόλη, ώστε να μην επιστρέψει ποτέ ξανά και να φύγει το «κακό» από την Αμφίπολη. Όπως ο Ρωμαίος, έτσι και ο Μαχάτης δεν άντεξε τον θάνατο της αγαπημένης του και αυτοκτόνησε την επόμενη μέρα. Στον τάφο του έγραψαν ότι πέθανε από τον καημό του.