Μπορεί τα φυτικά “γαλακτοκομικά” προϊόντα να αποτελέσουν τη νέα cash cow για τις γαλακτοβιομηχανίες; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πολύ νωρίς να δοθεί. Ωστόσο το γεγονός ότι ήδη αρκετές παραδοσιακές γαλακτοβιομηχανίες εισέρχονται σε αυτή τη νέα κατηγορία –σ.σ. πλέον πρόσφατο παράδειγμα αυτό της Chobani, market leader στην αγορά του ελληνικού τύπου γιαουρτιού στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού -, επιβεβαιώνει πως αν μη τι άλλο υπάρχει ζήτηση.
Ακόμη μικρή, μόλις 6% της κατανάλωσης στις ΗΠΑ, σύμφωνα με σχετικές μελέτες. Αλλά και προ 10ετίας το ελληνικού τύπου γιαούρτι ήλεγχε μόλις το 1% της αγοράς και σήμερα 5 στους 10 καταναλωτές το προτιμούν, όπως αναφέρουν άλλες μελέτες.
Οπότε, δεν αποκλείεται αυτή η νέα κατηγορία προϊόντων, τα vegan, non dairy ή φυτικά “γαλακτοκομικά” όπως ονομάζονται, να αποτελέσουν το νέο “Άγιο Δισκοπότηρο” για τις γαλακτοβιομηχανίες, που αναζητούν τρόπους να ενισχύσουν τα μεγέθη τους, να μειώσουν τα κόστη τους, και να καλύψουν τις ανάγκες των καταναλωτών τους.
Αν επιβεβαιωθούν και οι μελέτες που προβλέπουν πως η αξία της παγκόσμιας αγοράς φυτικών “γαλακτοκομικών” εναλλακτικών προϊόντων θα ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια τα 40 δισ. δολάρια, τότε δεν θα έχουν κάνει λάθος.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους και στην Ελλάδα
Μέχρι στιγμής οι αριθμοί δεν τους διαψεύδουν. Αντιθέτως υπάρχει σαφής μετατόπιση καταναλωτών αλλά και εταιρειών σε αυτή τη νέα αγορά. Χαρακτηριστική η περίπτωση της αμερικανικής εταιρείας Elmhurst η οποία μετά από 92 χρόνια στην παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, το 2016, στράφηκε αποκλειστικά στην παραγωγή “γάλακτος” φυτικής προέλευσης.
Στην Ελλάδα, μια μικρή αγορά, η οποία έχει κτυπηθεί από την κρίση, η κατανάλωση φυτικών ροφημάτων, η μέση τιμή των οποίων κυμαίνεται στα 3 ευρώ όταν η τιμή στο ράφι του αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται στο 1,3 ευρώ το λίτρο, εμφανίζει υψηλά διψήφια ποσοστά ανάπτυξης, εν αντίθεσει με την αγορά γάλακτος η οποία συνεχίζει να πιέζεται, όπως και η βιομηχανία αλλά και οι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, από τις εταιρείες μέτρησης της κατανάλωσης για τις πωλήσεις εντός των αλυσίδων σούπερ μάρκετ, οι πωλήσεις vegan “γαλακτοκομικών” εμφάνισαν στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου ανάπτυξη πωλήσεων 57% σε αξία και 64% σε όγκο, όταν η παραδοσιακή αγορά γάλακτος το ίδιο διάστημα εμφάνισε μεικτή εικόνα. Οριακή αύξηση πωλήσεων σε αξία της τάξεως του 2% και αντίστοιχη ποσοστιαία πτώση του όγκου των πωλήσεων.
Σήμερα στην αγορά των ροφημάτων αμυγδάλου, καρύδας κ.λπ., βασικοί παίκτες είναι η Alpro και η Όλυμπος που ελέγχουν αθροιστικά πάνω από το 60% της κατηγορίας και ακολουθούν οι εταιρείες: Mona, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, η ΔΕΛΤΑ, η FYTRO, η Granarolo, η BIOKARPOS, η RISO.SCOTTI και η FLAVOUR Factory.
Στις χωματερές 115 εκατ. τόνοι γάλακτος
Η στροφή του καταναλωτικού κοινού σε άλλες προτάσεις, πέραν του αγελαδινού γάλακτος, έχει άμεσες επιπτώσεις στην κτηνοτροφία. Αν και μέχρι στιγμής η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος παραμένει ανοδική, -σ.σ. πέρυσι αυξήθηκε 5% στην ΕΕ- η υπερπαραγωγή, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές, οι οποίες σύμφωνα με το European Milk Board έχουν υποχωρήσει την τελευταία 4ετία κατά 10 λεπτά το λίτρο, δηλαδή στα 28 λεπτά.
Στην Ελλάδα, με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ (Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός Δήμητρα), η ποσότητα που παραδόθηκε από τους 2.353 αγελαδοτρόφους τον Οκτώβριο ήταν 49.58.094 λίτρα γάλακτος, και το εύρος τιμής από 0,1636 ευρώ στα Δωδεκάνησα έως 0,5693 ευρώ το λίτρο στη Σάμο. Η επικρατούσα μέση τιμή στις γαλακτοπαραγωγικές ζώνες της χώρας, ήταν 0,38 ευρώ το λίτρο στις Σέρρες, 0,4 ευρώ στη Λάρισα και 0,4003 ευρώ στη Θεσσαλονίκη.
Τον αντίστοιχο μήνα του 2017, οι παραγωγοί που παρέδωσαν γάλα ήταν περισσότεροι, συνολικά 2.494, και η ποσότητα λιγότερη 48.4548.622 τόνοι. Σε ότι αφορά το εύρος τιμής, είχε κυμανθεί από 0,3687 ευρώ στον Έβρο, έως 0,5742 ευρώ το λίτρο στη Σάμο ενώ η επικρατούσα μέση τιμή στις γαλακτοπαραγωγικές ζώνες της χώρας είχε διαμορφωθεί στα 0,3903 ευρώ το λίτρο στις Σέρρες, 0,4189 ευρώ στη Λάρισα και 0,4008 ευρώ στη Θεσσαλονίκη.
Την ίδια στιγμή πάντως, 116 εκατομμύρια τόνοι γάλακτος χάνονται ή απορρίπτονται ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστήμιου του Εδιμβούργου που δημοσιεύθηκε στον Guardian, οι λιανοπωλητές, οι διανομείς και οι καταναλωτές ευθύνονται για το ήμισυ αυτών των χαμένων ποσοτήτων, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες χάνονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής και της διανομής προς τη βιομηχανία.
Της Αλεξάνδρας Γκίτση