Πώς γίνεται να τσακώνεται κάποιος με τις λέξεις; Μα, ο τρόπος αντανακλάται καθημερινώς στις αλληλεπιδράσεις με τους συνανθρώπους μας.
Σε ένα πρώτο στάδιο, να ξεκαθαρίσουμε πως αυτό που ακολουθεί δεν είναι κάποιο ψυχολογικό άρθρο, το οποίο επιχειρηματολογεί με αποδείξεις και αδιάψευστα στοιχεία εγκεκριμένα από την επιστήμη, αλλά πηγάζει από την εμπειρία και την παρατήρηση.
Εν ολίγοις γινόμαστε για λίγο “εμπειριστές” (με την πιο ελαφριά έννοια αυτής της λέξης, καθώς ο εμπειρισμός αποτελεί ολόκληρο κλάδο της Φιλοσοφίας, τον οποίο τυχαία ξεφυλλίσαμε, μυρίσαμε και διαβάσαμε κατά την διάρκεια των φοιτητικών μας ετών).
Οι “γνώσεις” μας, λοιπόν, προέρχονται από την εμπειρία η οποία αποκτάται μέσω των αισθήσεών μας. Τι συμβαίνει λοιπόν με κάποιες λέξεις και δεν λέμε να τις συμπαθήσουμε;
Με κάποιον τρόπο, λίγο-πολύ, αν όχι όλοι, τουλάχιστον μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων έχουμε βρεθεί σε περιβάλλοντα που δεν μας ταίριαξαν ή συνεχίζουν να μη μας ταιριάζουν. Χωρίς να προβούμε σε άμετρες κριτικές χαρακτηρίζοντάς τα ως “άσχημα” ή “όμορφα”, προχωράμε απλώς σε κάποιες παρατηρήσεις οι οποίες μας οδηγούν και σε αντίστοιχα συμπεράσματα.
“Κανείς δεν θα σου πει μπράβο”
Ενδεχομένως αυτή να ήταν η πρώτη έκφραση που άκουσα όταν απομακρύνθηκα από τις αυλές των σχολικών και πανεπιστημιακών περιβαλλόντων και γεμάτη αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία και χαρά (σαν παγόνι που φουσκώνει από περηφάνια) μπήκα με το δεξί πόδι στον χώρο εργασίας.
Η επιβράβευση είναι κάτι που εισέπραξα μάλλον για τελευταία φορά από τις δασκάλες του δημοτικού, οι οποίες συνήθιζαν με κόκκινο στυλό να εκφράζουν γραπτώς το “μπράβο”, αλλά και λεκτικώς όταν κάποιος έλεγε το μάθημα της ιστορίας άριστα.
Η έννοια της επιβράβευσης με τα χρόνια άρχισε να εξασθενεί, μέχρι που εξαφανίστηκε, καθώς όντως ελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν να λένε “μπράβο”, να αναγνωρίζουν την προσπάθεια και να γνωρίζουν τι σημαίνει η λέξη “κίνητρο”.
Η ενθάρρυνση άρχισε να γίνεται στην κυριολεξία ένα ατομικό συναίσθημα. Θα βρεθούν εδώ εκείνοι που θα πουν ότι ο μόνος που μπορεί να αναγνωρίσει την αξία που έχει κάποιος είναι τελικά… ο ίδιος του ο εαυτός. Ωστόσο, είναι περίεργο να είμαστε τσακωμένοι με τη λέξη “μπράβο” και ειδικά όταν χρειάζεται να την πούμε, εμείς απλώς να αδιαφορούμε.
Τα μέτρια λόγια καμιά φορά έως και τα αρνητικά, ενδεχομένως να αποφέρουν μέτριους καρπούς. Δεν αναζητούμε τα “μπράβο”, απλώς αναρωτιόμαστε γιατί δεν λέγονται συχνά και ειδικά όταν οι καρποί μίας προσπάθειας αναζωογονούν πολλά αμπέλια.
“Από τότε που βγήκε το συγγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο”
Μάλλον η ανωτέρω έκφραση δεν έχει και τόσο μεγάλη ισχύ πια.
Η λέξη “συγγνώμη” δεν λέγεται δα και τόσο συχνά, όσο θα περίμενε κανείς. Οι τοίχοι άμυνας και μη αποδοχής ότι κάναμε λάθος, δεν επιτρέπουν σε πολλούς να ξεστομίσουν με το αυθεντικό συναίσθημα της μετάνοιας την λέξη “συγγνώμη”.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, πως αρκετές αψιμαχίες -από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο μεγάλες- στην πραγματικότητα δεν καταφέρνουν ποτέ να φτάσουν στο στάδιο της ειλικρινούς συναίνεσης, με τον μεν αλλά και τον δε να αντιλαμβάνονται “το λάθος”.
Και σε αυτήν την περίπτωση δεν παρακαλάμε για “συγγνώμες”, απλώς αναρωτιόμαστε γιατί είναι τόσο δύσκολο να ειπωθούν, όταν κινδυνεύουν να λήξουν ανθρώπινες σχέσεις και συνεργασίες.
Ενδεχομένως τελικά, η απουσία συγγνώμης σε τέτοιες σχέσεις, φιλικές, ερωτικές ή επαγγελματικές, να δείχνει ότι δεν ήταν καλό να ξεκινήσουν από την αρχή, αλλά όπως και να έχει η λέξη “συγγνώμη” και η έννοιά της, φαίνεται να μην έχουν χώρο στο λεξιλόγιό μας.
Μετά από τις διαφωνίες συνήθως “τα λέμε” με τους άλλους ή δεν “τα λέμε” ποτέ.
“Ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα”
“Ἓν οἶδα ὅτι ουδὲν οἶδα”. Μάλλον χρειάζεται να έχει κανείς πολλά κάκαλα για να πει αυτό που είπε ο Σωκράτης στην Απολογία του, να παραδεχτεί δηλαδή ότι οι γνώσεις του έχουν όρια (τι πιο φυσικό;!).
Δεν ήταν ούτε συνεχίζουν να είναι λίγες οι φορές που ακούω ανθρώπους να μην παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν κάτι, αξιώνοντας την ημιμάθεια ή την πλήρη αμάθεια σε γνώση και έγκυρη πληροφορία.
Για κάποιον μυστικό λόγο, το να πει κάποιος “δεν ξέρω” ή “δε γνωρίζω”, αυτομάτως για κάποιους εγκεφάλους θεωρείται ντροπής πράγμα.
Ειλικρινά, όμως, σε μια σφαίρα απόλυτης ειλικρίνειας, πώς είναι δυνατόν κάποιος άνθρωπος να γνωρίζει με απόλυτη εγκυρότητα και υπευθυνότητα τα πάντα, αναλαμβάνοντας με πραγματική ευθύνη την διεξαγωγή κάποιας εργασίας, ή ακόμη να προχωρά σε άμετρους χαρακτηρισμούς και κριτικές για μία κατάσταση ή για ανθρώπους, μένοντας απομακρυσμένος από προκαταλήψεις και προσωπικές πεποιθήσεις;
Γνώμες και απόψεις υπάρχουν πολλές, αλλά τα αληθινά “αγαθά κόποις κτώνται” και όχι από τύχη. Μάλλον.
Δεν είναι ότι θέλουμε σε ό,τι πούμε η απάντηση να είναι “δεν ξέρω”, αλλά καμιά φορά είναι καλό να παραδεχόμαστε ότι πραγματικά δεν γνωρίζουμε. Τουλάχιστον, όχι τα πάντα. Έτσι δεν είναι;