Όταν βαλαντώνεις, να ξέρεις ότι έχεις μεγάλη στενοχώρια και ίσως νιώθεις και σωματική εξάντληση.
Βαλαντώνω σημαίνει κουράζομαι, εξαντλούμαι, θλίβομαι, στενοχωριέμαι (αλλά και στενοχωρώ), μαραζώνω.
Άδειο βαλλάντιον = βαλάντωμα
Το ρήμα βαλαντώνω μάλλον προέρχεται από το αρχαίο βαλλάντιον, που ήταν το πορτοφόλι των προγόνων μας. Όπως πιθανολογεί ο Γ. Μπαμπινιώτης: «Η σημασιολογική μεταβολή της λέξης οφείλεται στη στενοχώρια που προκαλούν οι οικονομικές δυσχέρειες, δηλαδή η έλλειψη βαλλαντίου».