Έχει τη μοναδική ικανότητα να αναγεννάται από μόνο του
Μαγνήτης αποτελεί το σπήλαιο του ποταμού Αγγίτη στον δήμο Προσοτσάνης της Δράμας, καθώς σημείωσε σημαντική αύξηση επισκεψιμότητας που φτάνει το 15%. Όπως σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο διευθυντής της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου Προσοτσάνης, που διαχειρίζεται το σπήλαιο, Κυριάκος Παπαδόπουλος, είναι η μεγαλύτερη αύξηση που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Ο κ. Παπαδόπουλος υπογραμμίζει ότι από το 2010 μέχρι και το 2014, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, η επισκεψιμότητα του σπηλαίου είχε μειωθεί σημαντικά λόγω ακριβώς της κρίσης και των περιορισμών που είχαν θέσει πολλοί άνθρωποι στις μετακινήσεις τους, σε μια προσπάθεια περιστολής των εξόδων τους, «ωστόσο τη σεζόν που ήδη διανύουμε περισσότεροι από 20.000 επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να περιηγηθούν στο σπήλαιο και να θαυμάσουν τις ομορφιές του».
Το 75% των επισκεπτών είναι κυρίως Έλληνες και ακολουθούν οι Βούλγαροι, οι Κύπριοι και οι Γερμανοί. Το σπήλαιο βρίσκεται 23 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Δράμας, στην Τοπική Κοινότητα Κοκκινογείων του δήμου Προσοτσάνης και είναι το μόνο εκμεταλλεύσιμο ποτάμιο σπήλαιο στην Ελλάδα. Το φυσικό περιβάλλον εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, ενώ οι καταρράχτες που σχηματίζονται μέσα στο φαράγγι δημιουργούν μια μοναδικής φυσικής ομορφιάς ατμόσφαιρα.
Το σπήλαιο δημιουργήθηκε από τη διάβρωση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του Φαλακρού Όρους. Σ’ ένα ταξίδι 12 χλμ., που αρχίζει εδώ και χιλιάδες χρόνια από τις καταβόθρες της κλειστής λεκάνης του Νευροκοπίου, όπου συγκεντρώνεται το νερό από τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές, μεταφέρεται ο υγρός θησαυρός μέχρι την δραμινή πεδιάδα.
Μόλις το 1978, Έλληνες και Γάλλοι σπηλαιολόγοι καταδύθηκαν στο νερό και προχώρησαν στα πρώτα 500 μέτρα. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν εξερευνηθεί περίπου 12 χλμ. και έχουν χαρτογραφηθεί 10 χλμ. διαδρομής. Από το 2000, που ξεκίνησε η λειτουργία του Σπηλαίου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τα πρώτα 500μ. του μοναδικού αυτού φαινομένου.
Μνημείο της φύσης
Το σπήλαιο του ποταμού Αγγίτη ποταμού είναι καθ’ ομολογία ένα εντυπωσιακό μνημείο της φύσης. Ο επισκέπτης κινείται σ’ ένα διάδρομο πάνω από το ποτάμι και ενάντια στη ροή του νερού, παρακολουθώντας τη φυσική διακόσμηση του σπηλαίου η οποία κυριαρχείται από εντυπωσιακούς λευκούς και κόκκινους σταλακτίτες διαφόρων μορφών.
Η μεγαλοπρεπής «αίθουσα του τροχού», η οποία συνδέεται μέχρι και σήμερα με την κύρια περιοχή του σπηλαίου μ’ έναν διάδρομο, οφείλει το όνομά της στην παρουσία ενός μεγάλου ξύλινου υδραυλικού τροχού διαμέτρου οκτώ μέτρων, ο οποίος κάλυπτε τη παροχή νερού και τις αρδευτικές ανάγκες της περιοχής από την οθωμανική εποχή.
Το σπήλαιο στάθηκε πέρασμα ή καταφύγιο ζώων και ανθρώπων σε διάφορες εποχές. Κοντά στην σημερινή είσοδο για τους επισκέπτες, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά ευρήματα, τα οποία βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνουν τα οστά, πριν από 30.000 χρόνια, άλογα, δασύμαλλοι ρινόκεροι, μαμούθ, ελάφια, άρκτοι των σπηλαίων, παγιδεύτηκαν στη θέση που βρέθηκαν. Ανθρώπινη παρουσία στο χώρο του σπηλαίου είναι γνωστή ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην «αίθουσα του τροχού», το μόνο προσβάσιμο τμήμα μέχρι το 1978, βρέθηκαν τέσσερις εστίες προϊστορικών κτηνοτρόφων, υπολείμματα από πήλινα οικιακά σκεύη, εργαλεία και κοσμήματα από θαλασσινά κοχύλια χρονολογημένα την 4η π.Χ. χιλιετία.
Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το τοξωτό άνοιγμα όπου ξεχειλίζουν με ορμή τα νερά στον κάμπο δημιουργώντας μια όαση δροσιάς με δέντρα, λεύκες και ιτιές στο περιβάλλον του σπηλαίου, ιδανικό για τη χαλάρωση των επισκεπτών. Μέσα στο σπήλαιο φιλοξενούνται ευκαιριακά ή ζουν μόνιμα 37 είδη ζώων, κυρίως μικροπανίδα, εκ των οποίων έξι είδη έγιναν για πρώτη φορά γνωστά στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Ο επισκέπτης θα συναντήσει επίσης ψάρια, νυχτερίδες και κάποια μεγαλύτερα θηλαστικά, όπως βύδρα και μυοκάστορες.
Ένα ζωντανό σπήλαιο
Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο και προσβάσιμο κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους, ωστόσο στην καρδιά του χειμώνα, από τον Δεκέμβριο μέχρι και τις αρχές Μαρτίου, παραμένει κλειστό καθώς η στάθμη των νερών του ποταμού ανεβαίνει πολύ με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η πρόσβασή του σε αυτό.
Ο κ. Παπαδόπουλος τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν καθοριστικά την πρόσβαση στο ποτάμιο σπήλαιο. Συνήθως είναι ανοιχτό εννέα με δέκα μήνες το χρόνο. Υπήρχε βέβαια και μια χρονιά που το σπήλαιο έμεινε κλειστό εφτά ολόκληρους μήνες, καθώς οι βροχοπτώσεις ήταν τόσες πολλές με αποτέλεσμα να μην έχει κατέβει για πολύ καιρό η στάθμη του ποταμού. Επιπλέον και οι χιονοπτώσεις επηρεάζουν το σπήλαιο, αφού με το λιώσιμο του χιονιού σχηματίζονται μεγάλες ποσότητες νερού που το διαπερνούν βρίσκοντας διέξοδο στο κάμπο.
Στο πλαίσιο αναβάθμισης και αισθητικής βελτίωσης του σπηλαίου η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση θα ενταχθεί σ’ ένα διασυνοριακό ευρωπαϊκό πρόγραμμα INTERREG μαζί με το σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών και σπήλαια της Βουλγαρίας. Ο κ. Παπαδόπουλος υπογραμμίζει ότι λόγω της μορφολογίας και της ιδιαιτερότητάς του είναι δύσκολο να γίνουν εκτεταμένες παρεμβάσεις. «Η παρουσία του κόσμου», επισημαίνει, «είναι επόμενο ότι επιβαρύνει τη λειτουργία του. Είναι κάτι που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Είναι σημαντικό όμως ότι το σπήλαιο έχει τη μοναδική ικανότητα να αναγεννάται από μόνο του. Το γεγονός ότι κάποιους μήνες το χρόνο είναι κλειστό και δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη παρουσία ή παρέμβαση διατηρεί τη φυσική ισορροπία του».
Το σπήλαιο του Αγγίτη ποταμού, χιλιάδες χρονιά μετά, παραμένει ένα ενεργό και δραστήριο σπήλαιο. Ο επισκέπτης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της δημιουργίας ενός σταλαχτίτη, ζώντας από κοντά το μεγαλείο της φύσης.