Οι χειρότερες φυλακές είναι οι σκέψεις μας!
της Ιωάννας Χαρμπέα (κοινωνιολόγου/εγκληματολόγου/συγγραφέα)
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στο κρεβάτι του πόνου μια καρκινοπαθής παλεύει. Μια κυρία 55 ετών και μητέρα τριών παιδιών. Η ζωή της φέρθηκε πολύ καλά! Παράπονο δεν έχει. Θεωρεί ότι είχε ένα πετυχημένο και ευτυχισμένο γάμο και τρία πετυχημένα , αξιέπαινα παιδιά! Και παρόλη την τόση ευτυχία που νόμιζε ότι είχε η αληθινή ευτυχία ήρθε όταν έμαθε για την αρρώστια της! Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται γιατί αυτή η γυναίκα δε ζούσε ως τώρα , ζούσε μόνο για τους άλλους για τα αγαπημένα της άτομα. Ο κόσμος ήταν ο μικρόκοσμος του σπιτιού της. Το μικρό της βασίλειο, η κουζίνα του. Οι εκδηλώσεις ήταν οι εκδηλώσεις των παιδιών σε σχολεία, φροντιστήρια, οι χοροί και οι κοινωνικές υποχρεώσεις. Μια ζωή ζώντας για τους άλλους. Μια πορεία ζωής υπηρετώντας τους άλλους.
Μια μικρή ηρωίδα που δεν αρρώσταινε ποτέ, δεν πονούσε ποτέ, δεν έκλαιγε ποτέ –έτσι, τουλάχιστον, άφηνε τους άλλους να πιστεύουν και πράγματι το κατάφερνε αυτό! Και περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες οι μήνες τα χρόνια και αυτή καμάρωνε που έβλεπε την οικογένειά της να ζει ευτυχισμένη. Τα παιδιά μεγάλωσαν , παντρεύτηκαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες έφυγαν μακριά της …μα αυτή πάντα εκεί κοντά τους, έτοιμη πάντα να προσφέρει και σαν γιαγιά πλέον για τα εγγόνια. Ήταν αετός που ποτέ δεν τη λυγούσε τίποτα. Ποτέ δεν αρρώσταινε…. ποτέ δεν υπήρχε λόγος να πάει σε γιατρό και νόμιζε ότι όταν υπήρχε τον κοίμιζε. Τον απωθούσε προκειμένου να μη λείψει στιγμή από τις υποχρεώσεις και τις δουλειές του σπιτιού. Εκεί…πάντα εκεί φρουρός! Πάντα δυνατή και χαμογελαστή έτοιμη να βοηθήσει , έτοιμη να προσφέρει κομμάτια του εαυτού της. Στα παιδιά, στον σύζυγο, στα εγγόνια. Δεν ζούσε, παρά μόνο για τους άλλους. Δε ζούσε παρά μόνο από τις ζωές , τις επιτυχίες των δικών της ανθρώπων. Αυτή ήταν η χαρά και ο έπαινός της. Τρεφόταν μέσα από τη ζωές των άλλων.
Είχε χτίσει μια ωραία φυλακή και είχε μπει μέσα σε αυτή, ήταν ταυτόχρονα η υπηρέτρια και η βασίλισσα, αλλά μια δυστυχισμένη στην ουσία βασίλισσα, που κανείς δεν καταλάβαινε ότι και αυτή δεν ήταν αλώβητη, ήταν άνθρωπος πάνω από όλα. Ήθελε να ‘χει κάποιο προσωπικό της χρόνο και κάποιον να εκτιμήσει την προσφορά της στην οικογένεια και όχι να τη θεωρούν δεδομένη. Και κάπου εκεί στην ηλικία των 54, ο καρκίνος χτύπησε την πόρτα της φυλακής. Και κατά περίεργο τρόπο την απελευθέρωσε από τις ενοχές ότι αυτή θα είναι εκείνη που πρέπει πάντα να προσφέρει. Οι όροι αντιστράφηκαν. Τώρα εκείνη ήταν το κέντρο της προσοχής.
Εκείνη ήταν αυτή που είχε ανάγκη την προσοχή και τη φροντίδα. Τώρα μπορούσε, επιτέλους, να νιώσει άνθρωπος, μπορούσε να κλάψει, να παραπονεθεί να μαγειρέψει κάποιος άλλος για αυτή. Τώρα πλέον ήταν όντως μια βασίλισσα, βασίλισσα στις καρδιές των δικών της ατόμων. Γκρέμισε τους τοίχους της φυλακής που είχε δημιουργήσει, έκανε δικές της φίλες πραγματικές και όχι λόγω κοινωνικών υποχρεώσεων. Η πραγματική ευτυχία ήρθε μαζί με τη χειρότερη αρρώστια. Κάνει χημειοθεραπείες κάθε εβδομάδα… Δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί η αρρώστια, αλλά νιώθει τόσο σίγουρη ότι θα τη νικήσει. Γκρέμισε τα τείχη της φυλακής της και αυτό της δίνει δύναμη και κουράγιο να παλέψει. Έγινε αδύναμη για να μπορέσει να νιώσει δυνατή! Πόσο μυστήρια είναι η ζωή, τελικά… Πώς είναι δυνατόν τα χειρότερα συμβάντα να δίνουν ωραία συναισθήματα;
Τη φυλακή ο καθένας τη χτίζει μόνος του. Φυλακή δεν είναι μόνοι οι περιορισμοί των άλλων ή της κοινωνίας. Χειρότερη μορφή φυλακής δεν αυτή που είναι χτισμένη από τούβλα αλλά εκείνη που είναι χτισμένη από ιδέες. Απαλλαχτείτε από τη φυλακή του μυαλού σας , ή φυλακίστε τις σκέψεις σας, μη δίνεστε γιατί θα ‘ρθεί κάποια μέρα που θα καταλάβετε ότι οι δυνατοί και χαρούμενοι άνθρωποι είναι οι πιο δυστυχισμένοι. Ίσως, τελικά είναι στη φύση του ανθρώπου να θέλει και λίγο ντάντεμα , να χει λίγο την προσοχή των άλλων. Βρείτε χρόνο για το Εγώ σας , για τον εαυτό σας… Μη δίνεστε απλόχερα…Φυλακή είναι όταν δεν έχεις χρόνο για τον εαυτό σου. Μη χτίζετε, λοιπόν, λιθαράκι λιθαράκι το δικό σας μπουντρούμι. Βάλτε όρια ακόμα και στις μεγάλες αδυναμίες σας. Δείξτε στους άλλους ότι είστε άνθρωποι και εσείς και όχι το ρομπότ για όλες τις δουλειές.
Την κοιτούσα και έδειχνε τόσο ευτυχισμένη, αλλά αδυνατισμένη και χωρίς μαλλιά της. Είχαν πέσει από τη χημειοθεραπεία και όμως αυτό δεν την απασχολούσε καθόλου. Η αρρώστια ήταν εκείνη που γκρέμιζε τους ψηλούς τοίχους της φυλακής που έχτιζε τόσα χρόνια. Τώρα μέσα από την αγάπη των δικών της είναι αποφασισμένη να εξολοθρεύσει τον καρκίνο. Θλίψη με γέμισε η ιστορία της αλλά και αισιοδοξία! Τη θεώρησα τόσο διδακτική που θέλησα να τη μοιραστώ μαζί σας. Ο καθένας ας αναλογιστεί. Έχτισα τη φυλακή μου ένα ωραίο μέρος που έβαλα μέσα όλα τα υλικά αγαθά ,όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τις ανάγκες τα θέλω τους, τις ζωές τους, ήμουν και εγώ εκεί και ζούσαμε όλοι ευτυχισμένοι. Ξέχασα, όμως, να βάλω τα δικά μου θέλω… το κατάλαβα όταν η φυλακή γκρεμίστηκε … το σώμα το αποδυνάμωσε ο καρκίνος και η ψυχή ζήτησε προστασία. Αυτά ήταν τα λόγια της.
Οι χειρότερες φυλακές, φίλοι μου, βρίσκονται στις σκέψεις μας! Οι βασανιστικές ιδέες ,τα κατάλοιπα, οι ενοχές, η τελειομανία φυλακίζουν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Γκρεμίστε τις, λοιπόν, χωρίς ενδοιασμούς. Ζήστε ελεύθεροι από τους ψυχαναγκασμούς των καθημερινών υποχρεώσεων και φυλακίστε μόνο τις ωραίες στιγμές! Βρείτε χρόνο και για εσάς!
Αληθινές ιστορίες (Δεύτερη) – Συμφιλιώσου με το χρόνο!
Η Μαρία κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου της πριν κατέβει. Το έντονο φως της ηλιόλουστης μέρας φώτιζε τις ρυτίδες στο πρόσωπό της -δεν το είχε προσέξει, αλλά ο χρόνος άφησε τα σημάδια του.
Γερνάω, σκέφτηκε… πόσο θα ήθελε να αλλάξει, να γυρίσει το χρόνο τουλάχιστον δέκα χρόνια πίσω, να επέμβει στη φύση… Όχι δε μπορούσε να συμβιβαστεί με την εικόνα του εαυτού της. Τα μπότοξ ή μια πλαστική προσώπου ήταν ιδανική λύση! Δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα, δεν την ενδιέφερε αν θα ήταν επώδυνο… την ενδιέφερε μόνο το αποτέλεσμα. Την ενδιέφερε να βλέπει ότι οι φωτογραφίες του χτες είναι πανομοιότυπες με το σήμερα. Να πάγωνε το χρόνο… Να έμενε στο παρελθόν…
Ναι, το είχε πάρει απόφαση θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να μη μεγαλώσει… Δε μπορούσε να δεχτεί ότι οι άνθρωποι αλλάζουν… Φοβόταν για το αύριο, φοβόταν ότι βρίσκεται κάπου στα μισά του δρόμου που λέγεται ζωή… και το χειρότερο την ενοχλούσε που κάθε χτες, φεύγοντας, άφηνε και μια ρυτίδα στο πρόσωπο –πιστοποιώντας, έτσι, το πέρασμά του. Αυτά σκεφτόταν όταν έφτασε στο διαμέρισμα που έμενε η κόρη της με τη μικρή της εγγονή. Πάτησε με νευρικότητα και δύναμη το κουδούνι. Πήγαινε για καφέ στην κόρη της, ευκαιρία να δει και τη μικρή της εγγονή, που τόσο είχε επιθυμήσει. Βλέπετε ήταν γιαγιά στα 50 της.
Η πόρτα ανοίγει και η μικρή τρέχει να την αγκαλιάσει φωνάζοντας: Γιαγιά!!! Άλλη μια λέξη που τη φόβιζε… Κάθεται βιαστικά στον καναπέ, προσπαθεί να διώξει από τη σκέψη της ότι έχει γεράσει και αρχίζει να συζητά με την κόρη της. Παρόλα αυτά, όμως, η απόφαση να δείχνει νέα τριγυρνά στο μυαλό της σαν έμμονη ιδέα! Και κάπου εκεί κάπου ανάμεσα στην κουβέντα ανακοινώνει στην κόρη της την απόφαση της για πλαστική.
Καλά! Της απαντά η κόρη αφοσιωμένη στην ετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, και συνεχίζει λέγοντας: Κράτησε λίγο τη μικρή για να κάνω κάποια ψώνια που θέλω από το σούπερ μάρκετ.
Ενώ, λοιπόν, ήταν ακόμα βυθισμένη στις σκέψεις της ανανέωσης της και συγχρόνως έπαιζε με την εγγονή της, η μικρή της λέει: Γιαγιά, σε βλέπω στενοχωρημένη, να σου πω ένα παραμύθι να χαρείς; Φυσικά μικρή μου… είμαι όλη αυτιά! Λοιπόν άκου… το παραμύθι είναι για τον χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει…
Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού, χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος.
Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του —μια φούντα θυμαριού — το είχε χάσει. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό, κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στον χιονάνθρωπο.
Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τελείωνε ο χειμώνας, θα ερχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα έλιωνε.
«Πού να πάω για να σωθώ;» ρώτησε ο χιονάνθρωπος τον αετό.
Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευγάρι παλιά, ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον είδανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους. «Δες τα μάτια του!» φώναξε η Κατερίνα.
«Τι αστεία χέρια που έχει!» γέλασε ο Νίκος.
Κι ο Κωστής του κόλλησε ένα καπάκι από Κόκα Κόλα για στόμα.
Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του. Σα νύχτωσε, λοιπόν, κι άδειασε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.
«Από εδώ πάνε για το βοριά;» ρώτησε ένα λεωφορείο.
«Πήγαινε στο λιμάνι και τα καράβια θα σου πούνε!» του απάντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τα αραγμένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέρουν πώς πάνε στα βορινά. «Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε» τον απογοήτεψαν τα καράβια.
«Και τώρα τι θα κάνω;» δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το καπάκι της Κόκα Κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα –ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ- τη λέγανε.
«Άντε να σε πάω εγώ!» του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρηκε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, «κριτς!» ράγισε το σκαρί. Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρχαρίας που όρμηξε και «χαπ!» κόβει ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου. Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το ‘βαλε στα πόδια ο καρχαρίας.
Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κοχύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει. «Βοήθεια!» φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στον βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος.
Πέρασαν πολλές μέρες, πέρασαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέθηκε σε άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βράχια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί. Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανασηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ουρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύννεφο, το έφερε πάνω από το βουνό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιονάνθρωπος είχε ξεκινήσει κι εκεί το σύννεφο έπεσε σα χιόνι πάνω στην κορυφή.
Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρχισαν τον χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.
Μα αυτό δεν στενοχώρησε τον χιονάνθρωπο. . Ήταν τόσο χαρούμενος, που δεν χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανιασμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψάρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του. Ήταν ξανά εκεί… Βέβαια ήταν διαφορετικός και λίγο μικρότερος, ένα μικρό χιοναθρωπάκι που θα γέμιζε και θα μεγάλωνε όσο περισσότερο θα χιόνιζε, αλλά είχε τα ίδια συστατικά από τον παλιό.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της 50χρονης, ένιωθε σα τον χιονάνθρωπο που δεν ήθελε να λιώσει. Η μικρή της εγγονή της έδωσε ένα καλό μάθημα..
Γιατί κλαις γιαγιά μου; Είσαι τόσο όμορφη! Μην κλαις και χαλάς τα ωραία σου μάτια. Ναι, ήταν! Ήταν όμορφη… η μικρή και όσοι την αγαπούν δεν βλέπουν τις εμφανείς ρυτίδες! Έπρεπε να αφήσει τον εαυτό της να ακολουθήσει την πορεία που είχε ο χιονάνθρωπος… γιατί και οι άνθρωποι χιονάνθρωποι είμαστε!
Νομίζουμε ότι όλα μπορούν να μείνουν ίδια, ότι μπορούμε να νικήσουμε το χρόνο παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης και ξεγελώντας το χρόνο και όμως είμαστε τόσο αδύναμοι μπροστά του.
Το μόνο που μας μένει είναι να συμφιλιωθούμε μαζί του… να γίνουμε φίλοι του και, όταν κάποτε μας διαλύσει και μας κάνει κάτι άλλο που δε θα μοιάζει και πολύ με τα νιάτα μας, μην του κρατήσουμε κακία, γιατί ό,τι ακμάζει παρακμάζει…
Αυτό είναι νόμος της φύσης και δεν αλλάζει. Ο χιονάνθρωπος έγινε νερό, μετά υδρατμοί, σύννεφο, χιόνι… για να ξαναδημιουργηθεί ένας νέος, καινούριος χιονάνθρωπος -που και αυτός, όμως, με τη σειρά του θα ακολουθήσει την πορεία του παλιού…
Πολλοί άνθρωποι νιώθουν όπως ο χιονάνθρωπος. Δε θέλουν να λιώσουν. Θέλουν να παγώσουν το χρόνο στις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής τους. Δε θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα και κάνουν το πάντα για να παραμείνουν ως έχουν. Και, όμως, η νομοτέλεια της φύσης αλλάζει τα πράγματα, αλλάζει και τους ανθρώπους. Ό,τι αρχίζει κάποτε τελειώνει, ό,τι ακμάζει παρακμάζει, τίποτα δε μένει αέναο και αμετάκλητο στο πέρασμα του χρόνου.
Ο χρόνος, αδυσώπητος εχθρός διαλύει, αλλοιώνει, καταστρέφει. Η αρχή και το τέλος οι δυο αρχές της νομοτελειακής ύπαρξης των άψυχων και των έμψυχων. Οι φωτογραφίες παγώνουν τις στιγμές της ύπαρξης και όταν το αύριο ακυρώνει την ύπαρξη οι ίδιες φωτογραφίες είναι πειστήρια. Όλα μεταβάλλονται, τα πράγματα καταστρέφονται για τον ίδιο πάλι σκοπό, για να ξαναδημιουργηθούν.
Μην έχετε το άγχος του χιονάνθρωπου. Σταγόνες είμαστε και εμείς που κάποτε ήμασταν χιονάνθρωποι. Και οι άνθρωποι χιονάνθρωποι είναι, που θέλουν να μείνουν για πάντα ίδιοι αλλά δεν το καταφέρνουν. Όταν γύρισε η κόρη και ρώτησε τη μητέρα της πότε σκέφτεται να πάει στον πλαστικό χειρούργο εκείνη απάντησε με περίσσια έπαρση: Δεν έχω χρόνο για τέτοια… Θέλω να ασχοληθώ με το μικρό χιονανθρωπάκι μου! Η μικρή χαμογέλασε… έτρεξε προς το μέρος της γιαγιάς της και τη φίλησε. Χωρίς να το καταλάβει είχε διδάξει στη γιαγιά της το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης!