Το πρόβλημα των ελλείψεων φαρμάκων στη χώρα μας δεν είναι χθεσινό. Όσο θυμάμαι να ασχολούμαι με το ρεπορτάζ Υγείας -αλλά και ακόμα παλιότερα- κατά καιρούς, οι φαρμακευτικοί σύλλογοι -και τα τελευταία χρόνια και οι ενώσεις ασθενών- διαμαρτύρονται ή/και κρούουν των «κώδωνα» του κινδύνου.
Στις αιτίες της τυχαιότητας, των αποσύρσεων, των (ανήθικων αλλά νόμιμων) παράλληλων εξαγωγών, ήρθαν να προστεθούν και οι «παρενέργειες» της πανδημίας και του πολέμου. Η έξαρση των ιώσεων τον τελευταίο χρόνο, η μειωμένη παραγωγή λόγω του ενεργειακού κόστους, η διακράτηση φαρμάκων από τις χώρες της Ασίας -που είναι χώρες παραγωγής πολλών δραστικών ουσιών- για να καλύψουν τους δικούς τους πληθυσμούς είναι κάποιοι από τους λόγους.
Το ότι η Ελλάδα αυτό το πρόβλημα το αντιμετωπίζει σε μικρότερο βαθμό, απ’ ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γιατί έχουμε ελληνική φαρμακοβιομηχανία, που ήδη στρέφεται και στην κατεύθυνση παραγωγής πρώτων υλών (και μπράβο μας και μπράβο τους) δεν πάει να είναι πρόβλημα! Αφενός γιατί κάτι τέτοιο δεν θα γίνει «αύριο» και αφετέρου, αν σκεφτούμε ότι κάποια απαραίτητα και κρίσιμα φάρμακα έχουν πρόβλημα «επιβίωσης» τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας λόγω της χαμηλής τιμής τους.
Όπως είναι γνωστό, οι υποχρεωτικές επιστροφές (rebate & clawback συνδυαστικά) μειώνουν ουσιαστικά τις τιμές στο τέλος της ημέρας (όταν δηλ. η φαρμακευτική εταιρεία κάνει ταμείο) κατά ποσοστό που φτάνει κατά μέσο όρο το 50% και σε κάποια προϊόντα να φτάνει και το 70%! Όπως λέει και ο ΣΦΕΕ εδώ και καιρό ένα στα δύο φάρμακα στα νοσοκομεία, το πληρώνει η φαρμακοβιομηχανία!
Κάτι λοιπόν οι κρίσεις, (εξωγενές δισεπίλυτο πρόβλημα) κάτι οι τιμές (ενδογενές άλυτο πρόβλημα) φτάσαμε να μας λείπουν ηπαρίνες κι η ενέσιμη φουροσεμίδη, αντιβιώσεις και αναλγητικά, κορτιζόνες και γ- σφαιρίνες και άλλα. Κι αν αντιβιώσεις και αναλγητικά μπορούν να υποκατασταθούν με άλλα σε κάποιο βαθμό και πια δεν έχουμε το πρόβλημα των τελευταίων μηνών, για τα υπόλοιπα δεν είναι απλά τα πράγματα. Και δεν αναφέρω καν την ιστορία με το γνωστό φάρμακο για τους διαβητικούς (και για την παχυσαρκία) που η προσέγγιση life style (να χάσουμε κανά κιλό) από «ασθενείς» το στερεί από όσους το έχουν πραγματικά ανάγκη, μειώνοντας διαθεσιμότητα και επάρκεια.
Όπως διαβάζω ο ΙΦΕΤ έψαξε, βρήκε, αγόρασε και θα συνεχίσει να ψάχνει να αγοράσει τα απαραίτητα και αναμένεται σταδιακή ομαλοποίηση τις επόμενες ημέρες. Πρώτα θα υπάρξει κάλυψη για ηπαρίνη και φουροσεμίδη, για τις οποίες εκτιμάται ότι με τις ποσότητες που εισήχθησαν, θα καλυφθούν οι ανάγκες για τουλάχιστον δύο μήνες. Και μετά;
Πέρα από το πιθανότερο «φτου κι απ’ την αρχή», οι αγορές του ΙΦΕΤ καταδεικνύουν έναν φοβερό παραλογισμό.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την ηπαρίνη, αν και λίγο πολύ, το ίδιο ισχύει για αρκετά σκευάσματα. Η πολιτεία δια μέσου του ΙΦΕΤ, αγοράζει ηπαρίνες από το εξωτερικό για να καλύψει τις ανάγκες και σύμφωνα με πληροφορίες τις αγοράζει προς 140 € περίπου τη συσκευασία 10 φιαλιδίων. Τιμή ηπαρίνης σήμερα στην Ελλάδα; 30 € περίπου, που με τα rebate και clawback υποδιπλασιάζεται. Τιμή που θα έπρεπε να είχε σύμφωνα με τις δύο χαμηλότερες τιμές στην Ευρώπη; 80€! Κάποιοι θεωρούν λογικό λοιπόν να αγοράζουν μέσω ΙΦΕΤ σε πολλαπλάσιες τιμές (πενταπλάσιες ή δεκαπλάσιες αν υπολογιστούν οι επιστροφές) αντί να διορθωθεί το πρόβλημα στη βάση του και με το δεδομένο ότι οι εταιρείες έχουν ενημερώσει ότι τα αποθέματα τελειώνουν και δυσκολεύονται να συνεχίσουν να τροφοδοτούν αποδεχόμενες την παράταση της «χασούρας». Και φυσικά ανάλογα ισχύουν και για άλλα σκευάσματα.
Ειδικά για την ηπαρίνη – αντιθρομβωτική πολύτιμη ουσία και στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων του ΠΟΥ- η προβληματική κατάσταση διαιωνίζεται από το 2019-2020 και την επιδημία της αφρικανικής πανώλης των χοίρων από τους οποίους προέρχεται η πρώτη ύλη. Όταν στην Κίνα χώρα με το 90% της παραγωγής έγινε σφαγιασμός άνω του 50% του πληθυσμού των χοίρων, για να προστατευτεί το υπόλοιπο μέρος, οι ποσότητες παραγωγής μειώθηκαν θεαματικά, η ζήτηση δεν ικανοποιείται, οι τιμές εκτοξεύτηκαν και οι ελλείψεις παρουσιάζονται διεθνώς. Εδώ προκύπτει μια παράλειψη, μια παρατεταμένη ολιγωρία του συστήματος υγείας να λύσει δραστικά το πρόβλημα.
Τις προηγούμενες ημέρες το υπουργείο Υγείας ζήτησε από την Επιτροπή Διαπραγμάτευσης ένα κλειστό προϋπολογισμό για την αποζημίωση των ηπαρινών, εκείνη κάλεσε τις εταιρείες που τις διαθέτουν για διαπραγμάτευση της τιμής, αλλά όπως μαθεύτηκε οι εταιρείες αποχώρησαν καθώς η αρχική προσέγγιση της Επιτροπή ήταν μία από τα ίδια, με την τιμή στα 30€. Όταν υπάρχει ακόμα και ανταγωνισμός κρατών για να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες για τους ασθενείς τους ποσότητες και τα 30€ είναι μια τιμή ήδη κάτω από το κόστος κάτι δεν πάει καλά.
Έτσι ο παραλογισμός παραμένει κραταιός και τέλος θα αναρωτιόμαστε τι πάει στραβά όταν το κόστος του να διορθωθεί πχ. η τιμή της κλασικής ηπαρίνης και να εξαιρεθεί από το clawback για όλο το έτος που θα ήταν και δίκαιο, θα είναι μικρότερο από την δαπάνη του ΙΦΕΤ για 2 μήνες.
Ο παραλογισμός επεκτείνεται και στη σφαίρα της ηθικής καθώς είναι βέβαιο ότι σκευάσματα με χαμηλή τιμή όπως η ηπαρίνη, προκαλεί κάποιες φαρμακαποθήκες να οδηγούνται σε παράλληλες εξαγωγές. Προς το παρόν είμαστε σε καθεστώς απαγόρευσης εξαγωγών, από τον ΕΟΦ, αλλά το πρόβλημα είναι στο …»προς το παρόν», καθώς οι απαγορεύσεις αυτές θεωρούνται προσωρινό μέτρο, οπότε θα αναμένουμε να λυθεί το πρόβλημα (μακάρι) και μετά πάλι … «φτου κι από την αρχή!»
Σε πρόσφατο άρθρο του στο healthview, ο πρώην υπουργός υγείας Ανδρέας Ξανθός, σημείωνε: «το κρίσιμο δίλημμα της φαρμακευτικής πολιτικής “στο τέλος της μέρας”, είναι: έλεγχος της δαπάνης ή κάλυψη των αναγκών;» Και ενώ ο κ. Ξανθός υπονοούσε σαφώς ότι το βάρος δίνεται πάντα στο δεύτερο σκέλος, συνυπολογίζοντας φυσικά το πρώτο, κάτι που θα έκρινε και την αξιοπιστία των θεσμών, εδώ το δίλημμα έχει χάσει το νόημά του.
Οι ανάγκες ελπίζουμε να καλυφθούν, αλλά πετώντας λεφτά από το «παράθυρο» του ΙΦΕΤ.