Μίζα: Από πού προέρχεται η λέξη;


Η νόμιμη, ή μη, αμοιβή κάποιου για τη μεσολάβησή του σε μια μεγάλη αγοραπωλησία, ονομάζεται μίζα, από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας – ένας ευγενέστατος ορισμός, να παρατηρήσω. Μίζα, δηλαδή ζεστό χρήμα, νόμιμο ή μη, που όπως τραγουδούσε στο αξέχαστο «Καμπαρέ» η Λίζα Μινέλι, «makes the world go round», κάνει δηλαδή τη Γη να γυρίζει, και άνευ τούτου δεν κουνιέται φύλλο. Λοιπόν, η μίζα, ελληνιστί «προμήθεια», παράγεται από το γαλλικό «mise», μετοχή του ρήματος «mettre», δηλαδή «βάζω, θέτω». Το ίδιο ισχύει, λέει το λεξικό, και με τη μίζα του αυτοκινήτου, η οποία θέτει σε κίνηση τον κινητήρα.

Η μίζα, λοιπόν θέτει σε κίνηση τα οχήματα, αλλά και τα δημόσια πράγματα. Δηλαδή, γιατί να μπει στον κόπο ο δημόσιος μηχανισμός να φτιάξει δρόμους, νοσοκομεία, σχολεία ή μαιευτήρια, όπως με τον κινηματογραφικό Μαυρογιαλούρο, εάν δεν υπάρχει το προσωπικό όφελος των υπευθύνων, που θα πάρουν τη μίζα τους, για να σπρώξουν τα πράγματα;

Προφανώς υπάρχουν και οι νόμιμες μίζες, που καταβάλλονται στους νόμιμους μεσάζοντες, αλλά στην Ελλάδα, ανθεί και θάλλει η παράνομη μίζα, που αφορά είτε την εκτέλεση ενός δημόσιου έργου, ή την αγορά ακριβών αντικειμένων, όπως τα οπλικά συστήματα – εδώ μιλάμε για χοντρές μίζες. Που αναλογούν ακριβώς στην υπερτιμολόγηση, και στην χαμηλότερη ποιότητα των δημοσίων αγαθών.

Εννοώ πως εάν δεν έπαιρνε κανείς μίζα, θα είχαμε περισσότερα, καλύτερα και φτηνότερα δημόσια έργα. Όμως η μίζα είναι θεσμός στην πατρίδα μας, τόσο, που εάν κάποιος αρνηθεί να την εισπράξει, θεωρείται πως χαλάει την πιάτσα. Τώρα, το ότι ελάχιστοι πρωτοκλασάτοι δημόσιοι λειτουργοί συλλαμβάνονται ως αποδέκτες μιζών, αυτό μαρτυρεί όχι το ότι δεν υπάρχουν μίζες, αλλά το πόσο βλάκες ήταν αυτοί που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν γιατί τις έπαιρναν.


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ