Δεν είναι ότι το «Black Mirror» φοβήθηκε ποτέ να βουτήξει σε πραγματικά σκοτεινές περιοχές, ούτε ότι συνάντησε στο παρελθόν κάποιου είδους ουσιαστικό περιορισμό στον τρόπο που ανέπτυσσε κάθε φορά την ιστορία του. Ο κόσμος του Τσάρλι Μπρούκερ ήταν μόνιμα καυστικός, εκκεντρικός, χιουμοριστικός με έναν χαρακτηριστικό μακάβριο τρόπο, κάποιες φορές ακόμα και τεχνοφοβικός απέναντι σε έναν τάχιστα αναπτυσσόμενο κόσμο.
Η μετάβαση της σειράς ωστόσο από την συμβατική τηλεόραση στο Netflix προσέφερε για πρώτη φορά στο δημιουργό της (με έναν ευπρόσδεκτα ειρωνικό τρόπο) και έναν επιπλέον επίπεδο τεχνολογικής ελευθερίας, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον ανήσυχο νου του Μπρούκερ, ο οποίος εδώ και καιρό προετοίμαζε το κοινό για εκείνο το επεισόδιο του «Black Mirror» που θα έδινε τη δυνατότητα στο θεατή να επιλέγει την εξέλιξη της ιστορίας, στο πρότυπο των choose-your-own-adventure – παιδικών κυρίως – βιβλίων της δεκαετίας του 1970 και του 1980.
Και όντως, το «Bandersnatch» είναι ό,τι πιο φιλόδοξο έχει παρουσιάσει ποτέ το «Black Mirror», όχι απαραίτητα λόγω των θεματικών που αποτελούν τον κεντρικό αφηγηματικό άξονα της ιστορίας αλλά γιατί βάζει για πρώτη φορά τον θεατή τόσο ενεργά στην εξέλιξη της δράσης, δίνοντάς του την ευκαιρία να πάρει αποφάσεις για λογαριασμό του ήρωα, οι οποίες κυμαίνονται από το τι πρωινό ή τι μουσική θα επιλέξει μέχρι τον τρόπο που – γιατί όχι; – θα ξεφορτωθεί ένα πτώμα.
Για αυτό και το «Bandersnatch» είναι ένα επεισόδιο που προχωράει χωρίς να έχει μπάρα χρόνου στο κάτω μέρος της οθόνης. Η εισαγωγική σελίδα του Netflix αναφέρει ότι το επεισόδιο (πείτε το ταινία ή απλά γεγονός) διαρκεί μιάμιση ώρα, όμως εξαρτάται από τον ίδιο τον θεατή ο τρόπος με τον οποίο θα φτάσει η ιστορία στα φινάλε ή στα τελικά της credits, έπειτα από πολλαπλές περιπλανήσεις στους δαιδαλώδεις βρόχους της αφήγησης. Το «Bandersnatch» είναι απλά η είσοδος στην ύπαρξη παράλληλων, αντικρουόμενων, ενδεχομένως και αλληλένδετων αφηγήσεων και η ιδέα και μόνο της ύπαρξής του είναι ιντριγκαδόρικη και άκρως ελκυστική.
Από την φύση άλλωστε αυτής της ιδέας ξεκινά και ο αφηγηματικός σκελετός του επεισοδίου. Ο Στέφαν (ο Φιόν Γουάιτχεντ της «Δουνκέρκης») είναι ένας νεαρός προγραμματιστής, ο οποίος φιλοδοξεί να μετατρέψει σε ηλεκτρονικό παιχνίδι το ομώνυμο βιβλίο που είχε στην κατοχή της η μητέρα του. Το λογοτεχνικό «Bandersnatch» ήταν ένα τυπικό choose-your-own-adventure βιβλίο, το οποίο όμως συνόδευε η φήμη της ψυχολογικής αστάθειας του συγγραφέα του, ο οποίος κατέληξε να δολοφονήσει τη γυναίκα του, συντετριμμένος κάτω από τη συνεχή αίσθηση ότι κάποιος άλλος λάμβανε μόνιμα τις αποφάσεις για λογαριασμό του. Ο Στέφαν είναι έτοιμος να παρουσιάσει σε ένα κολοσσό κατασκευής ηλεκτρονικών παιχνιδιών την ιδέα του και όλα μοιάζουν ιδανικά στρωμένα για την εξέλιξη της ζωής του. Αρκεί να πει μόνο ένα «ναι», σωστά;
Οπως πρόκειται να συνειδητοποιήσει κανείς κάνοντας την σχετική επιλογή, το προφανές δεν είναι πάντα μονόδρομος στον κόσμο του «Black Mirror». Σε ένα γρήγορο φινάλε που λειτουργεί και ως δόλωμα για την επανεκκίνηση της ιστορίας, το «ναι» οδηγεί μια εκδοχή του παιχνιδιού πρόχειρη, βολική και τελείως «στον αυτόματο πιλότο». Το παιχνίδι είναι μια αποτυχία. Πάμε πάλι από την αρχή.
Και πραγματικά είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς την διασκέδαση που προσφέρει αυτή η πρωτόγνωρη διαδραστικότητα. Το επεισόδιο καλεί τον θεατή να κάνει τη λάθος επιλογή, να ξαναεπιστρέψει σε ένα προηγούμενο μονοπάτι, να το παίξει εκ του ασφαλούς, να τολμήσει να κάνει ακραίες επιλογές. Στο κάτω κάτω, το «Bandersnatch» είναι κομμάτι του σύμπαντος του Black Mirror (tο «Bandersnatch» είναι το όνομα του παιχνιδιού που είχαμε συναντήσει στο επεισόδιο «Playtest» της τρίτης σεζόν της σειράς) και αυτό σημαίνει πως υπάρχει μόνιμα μια κυνική χιουμοριστική ματιά η οποία κλιμακώνεται όσο η αφήγηση προχωρά (με οποιονδήποτε τρόπο) σε κάποιο (πιθανό) φινάλε.
Ποιος από τους δύο θα αυτοκτονήσει; Τι κωδικό θα καταχωρήσει ο Στέφαν στην οθόνη; Τι μήνυμα θα λάβει στον υπολογιστή; Και στην πιο meta εκδοχή της ιστορίας, με τι τρόπο θα αντιμετωπίσει την ψυχολόγο του; Το να μιλήσει κανείς για spoilers σε αυτή την περίπτωση είναι σχεδόν ανούσιο. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια σχεδόν σαδιστική αίσθηση επιλογής, ικανή να οδηγήσει την ιστορία στις πιο σουρεαλιστικές εκδοχές της.
Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, όλο το επεισόδιο εξερευνά τα όρια της ελεύθερης επιλογής (ο Γουιλ Πάουλτερ θα έκανε με τον μονόλογό του περήφανο τον Τάιλερ Ντέρντεν του «Fight Club»), αναζητά αυτό που κάνει την κάθε πραγματικότητα… αληθινή, στρέφει τον καθρέφτη στον θεατή μετατρέποντας ελεγχόμενο και ελεγκτή στο ίδιο πρόσωπο (ίσως η πιο «black mirror» θεματική ολόκληρου του επεισοδίου) και, κάποια στιγμή, αναγκάζει τον θεατή να επικοινωνήσει με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας , στο πιο έξυπνο σπάσιμο του τέταρτου τοίχου που έχουμε δει τελευταία σε ψυχαγωγικό μέσο.
Μόνο που όταν ο ενθουσιασμός κοπάσει, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πώς πίσω από τα αφηγηματικά τερτίπια του «Bandersnatch», η ουσία δεν είναι όσο αιχμηρή υπόσχεται. Το επεισόδιο, παρόλη την θεματική του σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο του «Black Mirror», επενδύει περισσότερο στο χτίσιμο ενός λαβυρινθικού σύμπαντος παρά στη σύσταση ενός στέρεου, αφηγηματικού θεμέλιου. Ουσιαστικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Μπρούκερ παρασύρεται από τον ενθουσιασμό και τις προοπτικές ενός νέου μέσου, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι στην πορεία αμβλύνει τις γωνίες της (δυνάμει) καυστικής ιστορίας του.
Γιατί όλη αυτή η συζήτηση για τη σύγκρουση τεχνολογίας και πραγματικότητας, για τον έλεγχο της μοίρας και τις προκαθορισμένες επιλογές, για το βάρος της ιστορίας και την πραγματική ανεξαρτησία, για την ελεύθερη συνείδηση και την ύπαρξη σε μια ασφυκτική, προκαθορισμένη φούσκα, είναι όλα θέματα που το «Black Mirror» όχι απλά έχει αναπτύξει ήδη επαρκώς αλλά και έχει βασίσει πάνω τους τη φήμη μερικών από τα πιο εμβληματικά επεισόδιά του (όπως το «San Junipero» ή το «Entire History of You»).
Εδώ αναπόφευκτα το βάρος πέφτει επάνω στο «κόλπο» της ιστορίας, με αποτέλεσμα τόσο χαρακτήρες όσο και πιθανοί αφηγηματικοί διάδρομοι να παραμένουν μετέωροι και ανεπαρκώς ανεπτυγμένοι. Ωστόσο, είναι προς τιμήν του Μπρούκερ που μερικές από τις πιθανές εξελίξεις της ιστορίας καταλήγουν πίσω στη πλατφόρμα του Netflix, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Είναι μια ταιριαστή προέκταση που δίνει σε αυτό το event ένα τελικό κλείσιμο του ματιού μπροστά από τον καθρέφτη, κάνοντάς το πραγματικά ανατριχιαστικό και γνήσια σκοτεινό.
Το τελικό αποτέλεσμα ωστόσο παραμένει αφύσικα ανώδυνο, κάτι που στην τελική δεν χτυπάει ανεπανόρθωτα τη σειρά αλλά επισημαίνει με τον καλύτερο τρόπο πως οι νέες τεχνολογίες δεν οδηγούν απαραίτητα και σε κάτι αυτόματα καλύτερο. Αλήθεια, πόσο «Black Mirror».