Έχοντας επιστρέψει από τις όμορφες χριστουγεννιάτικες μέρες στο χωριό μου και βλέποντας τις φωτεινές βιτρίνες της Αθήνας, μου ήρθαν στο μυαλό τα δικά μου Χριστούγεννα όταν ήμουν στην ηλικία των παιδιών μου.
Το να έχουμε πολύ χιόνι και μερικές φορές το να έχουμε αποκλειστεί δεν μας έκανε καμία απολύτως εντύπωση. Ούτε θυμάμαι ποτέ να παραπονεθήκαμε που δεν είχαμε νερό ή ρεύμα για μέρες.
Έτσι κι αλλιώς είχαμε μάθει να διαβάζουμε με τη λάμπα, να τρώμε ψωμί ψημένο στη ξυλόσομπα με τυρί και να πηγαίνουμε κανονικά στο σχολείο την επόμενη μέρα. Κανένας καιρός δε σταματούσε το πρόγραμμά μας.
Πόσω μάλλον όταν ήταν Χριστούγεννα που έπρεπε να βγούμε να πούμε τα κάλαντα, να πάμε στον μπακάλη να πάρουμε γαρύφαλλα για να κεντήσει η μαμά τον μπακλαβά, και φυσικά να βγούμε για να κάνουμε τσουλήθρα πάνω στο παγωμένο χιόνι χρησιμοποιώντας σακούλες. Σκίζονταν οι σακούλες μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της κατηφόρας, τριβόταν και το παντελόνι μας, αλλά δεν μας ένοιαζε. Ούτε το κρύο μας ενδιέφερε. Τα γάντια ήταν πολυτέλεια και το κασκόλ με το σκούφο μάς γρατζουνούσαν τον λαιμό γιατί ήταν μάλλινα. Οπότε, ούτε κι αυτά τα φορούσαμε.
Λίγο πριν την Πρωτοχρονιά ερχόταν η ώρα να γράψουμε το γράμμα στον Άι Βασίλη. Όχι με τόση επισημότητα που γράφουν τα δικά μου παιδιά αλλά σε ένα απλό χαρτάκι το οποίο δίναμε στη μαμά μας γιατί μόνο αυτή μπορούσε να πάει στο ταχυδρομείο να το στείλει.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια χρονιά που μου άρεσε πολύ μια πλαστική μπάλα που πουλούσε το ένα από τα δύο περίπτερα στην πλατεία. Όταν είπα στον μπαμπά μου να μου την πάρει, μου απάντησε να τη ζητήσω από τον Άι Βασίλη. Μου έκανε εντύπωση πως ολόκληρος Άγιος είχε συνεργασία με τον δικό μας περιπτερά αλλά η αλήθεια είναι πως μέχρι κάποια ηλικία οι γονείς έχουν εξηγήσεις για τα πάντα. Έτσι, λοιπόν, έμαθα πως τα παιχνίδια δεν υπάρχουν μόνο στα περίπτερα ή στα μαγαζιά αλλά και στον Βόρειο Πόλο. Έγραψα το γράμμα μου δίνοντας σαφείς οδηγίες για το πού είχα δει τη συγκεκριμένη μπάλα. Και πράγματι, εκείνη τη Πρωτοχρονιά έλαβα το δώρο που ζήτησα. Δεν πρόσεξα ποτέ πως ήταν η μπάλα που έλειπε απ’ το περίπτερο…
Λίγες μέρες πριν τη Πρωτοχρονιά προσπαθούσαμε να μην τσακωθούμε με την αδερφή μου. Να δείξουμε χαρακτήρα και να πείσουμε τη τελευταία στιγμή τον Άι Βασίλη πως είμαστε καλά παιδιά και πως δικαιούμαστε να πάρουμε το δώρο μας. Μερικές φορές θύμωνα που έπρεπε να βοηθήσω στις δουλειές του σπιτιού ή να πάω πάλι στον μπακάλη γιατί δεν έφτασε η ζάχαρη για τα γλυκά ή να κοιμηθώ το μεσημέρι, γιατί διαφορετικά δεν θα μου έφερνε δώρο ο Άι Βασίλης. Ήταν όμως για καλό σκοπό οπότε υποχωρούσα.
Την παραμονή το βράδυ έπρεπε να πάμε για ύπνο νωρίς γιατί αν περνούσε ο Άγιος έξω από το σπίτι μας και δεν είχαμε κοιμηθεί, θα έφευγε δίχως να αφήσει δώρο. Προσπάθησα πολλές φορές να ξενυχτήσω -όπως πολλά παιδιά φαντάζομαι- αλλά ποτέ δε κατάφερα να τον δω. Άκουγα διάφορους θορύβους μέσα στον ύπνο μου κι ήμουν σίγουρη πως ήταν Αυτός. Νομίζω πως άκουγα ακόμη και τα κουδουνάκια από τους ταράνδους. Μα σίγουρα ήταν Αυτός γιατί μετά από λίγη ώρα που σηκωνόμουν, τα δώρα ήταν εκεί. Χαιρόμουν απίστευτα όταν έβλεπα το όνομά μου σε ένα από αυτά. Τα γράμματα όμως πάντα έμοιαζαν με του μπαμπά μου… περίεργο!
Τώρα πια έχω κι εγώ να εξηγήσω στα παιδιά μου γιατί τα γράμματα του Άι Βασίλη μοιάζουν με τα δικά μου και γιατί το χαρτί περιτυλίγματος είναι από γνωστό μαγαζί παιχνιδιών. Τα ξωτικά δεν έχουν δικό τους χαρτί; Κι αφού έχουμε καλοριφέρ κι όχι τζάκι, πώς χωράει μέσα από τις σωληνώσεις δίχως να τις χαλάσει και δίχως να σφηνώνει;
Ακόμη μπορώ και δίνω εξηγήσεις. Δεν ξέρω για πόσα χρόνια ακόμη θα μπορώ αλλά θέλω να απαντήσουν μόνα τους στην ερώτηση «υπάρχει Άι Βασίλης;».
Δήμητρα Μουλαρά
συγγραφέας