Ο Ντέιβιντ Λίντλεϊ έφυγε πριν από λίγες ημέρες από τη ζωή, σε ηλικία 79 ετών. Το όνομά του φιγουράρει δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της αμερικανικής μουσικής. Η δουλειά του περιλαμβάνει ηχογραφήσεις με τον Μπομπ Ντίλαν, τον Λέοναρντ Κοέν, τον Ίγκι Ποπ, τον Μπρους Σπρίνγκστιν, τον Ντέιβιντ Κρόσμπι, τον Ράι Κούντερ. Ο ήχος της κιθάρας στο στούντιο είχε πάντα τη δική του υπογραφή.
Υπάρχει μία ζωντανή εμφάνιση που θα θυμίζει για πάντα ότι ο Λίντλεϊ ήταν κάτι περισσότερο από ένας σπουδαίος κιθαρίστας. Είναι Ιούνιος του 1990 και ο Ράι Κούντερ, δημιουργός -μεταξύ άλλων- του σάουντρακ της ταινίας «Paris – Texas», αποφασίζει να συστηθεί στο κοινό χωρίς μπάντα. Μαζί του έχει μόνο έναν κιθαρίστα. Είναι ο Ντέβιντ Λίντλεϊ, τον οποίο ο φακός απαθανατίζει με ένα ζευγάρι φαβορίτες, τεράστιες ακόμη και για τα στάνταρντ της ροκ, να πλαισιώνουν το πρόσωπό του. Στα χέρια του κρατάει ένα μπουζούκι.
Γεννημένος τον Μάρτιο του 1944 στον Λος Άντζελες, ο Ντέιβιντ Πέρι Λίντλεϊ κληρονόμησε την αγάπη του για τα έγχορδα από τον πατέρα του που, αν και δικηγόρος στο επάγγελμα, είχε γεμίσει την οικογενειακή εστία με ήχους που ακούγονταν τουλάχιστον εξωτικοί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Από εκείνον γνώρισε ο Ντέιβιντ και το μπουζούκι και το σιτάρ και το μπάντζο και το μαντολίνο και το γιουκαλίλι και ένα πλήθος έγχορδων ακόμη. Ήταν μόλις έξι ετών και, όπως θα θυμόταν σε μία συνέντευξή του χρόνια αργότερα, ήταν τέτοιο το πάθος του για τα έγχορδα που θα άνοιγε ακόμη και την ουρά του πιάνου στο σπίτι του για να φτάσει στις χορδές του.
Ο Ντέιβιντ Λίντλεϊ είχε την τύχη να βρει από πολύ νωρίς τον δρόμο του. Είχε προικιστεί και με ένα εξαιρετικό ταλέντο. Ήταν ακόμη έφηβος όταν κέρδισε για πρώτη φορά τον ετήσιο διαγωνισμό μπάντζο που φιλοξενείτο στο Τοπάνγκα Κάνυον. Μετά την πέμπτη συνεχόμενη νίκη του απλώς σταμάτησε να συμμετέχει. Λίγο αργότερα θα έφτιαχνε τη δική του μπάντα παίζοντας σε κλαμπ στο Λος Άντζελες και στη Ντίσνεϊλαντ. Αλλά όταν ένας άτζεντης, που τον άκουσε ένα βράδυ, θα του υποσχόταν «φήμη και χρήμα», εκείνος θα τον έστελνε στην «κόλαση».
«Ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχος μουσικούς», έγραψε γι’ αυτόν, αποχαιρετώντας τον, ο Γκράχαμ Νας. «Ήταν πραγματικά ο μουσικός των μουσικών», πρόσθεσε.
Ήταν και ένας μουσικός που ποτέ δεν έπαψε να γοητεύεται από τις μουσικές του κόσμου και να τις υπηρετεί. Στο βιογραφικό του βρίσκει κανείς ηχογραφήσεις με μουσικούς από τη Μαγαδασκάρη, τη Χαβάη, την Ιορδανία, τη Νορβηγία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στο Κλάρεμοντ της Καλιφόρνια. Αλλά σε ένα σπίτι που δεν διέφερε πολύ από το πατρικό του. Ήταν, κι αυτό, πλημμυρισμένο από έγχορδα.