Πράξη Πρώτη
Αν όντως κρατώ τον κόσμο στα χέρια μου, κάποιες στιγμές, ίσως και τώρα, αισθάνομαι τη φάση του ακραίου μουδιάσματος που ανεβοκατεβαίνει στα χέρια σαν ρεύμα και στα επόμενα δευτερόλεπτα θα καταλήξει στην παράλυση.
Τότε η ολοστρόγγυλη σφαίρα με το αλλόκοτο ανάγλυφο θα σπάσει σε μικρά-μικρά θρύψαλα βγάζοντας εκείνον το λυτρωτικό και απολαυστικό ήχο που έκαναν τα τζάμια των παλιών εγκαταλελειμμένων σπιτιών όταν τα πετυχαίναμε με τις πέτρες που πετούσαμε μικροί. Μεταξύ άλλων κάνουμε και λογοτεχνία…
Πράξη Δεύτερη
Τελευταία αγοράζω και διαβάζω περισσότερο αυτοβιογραφίες, συνεντεύξεις. Μακάρι κάποιος συγγραφέας να κρατούσε σοβαρά ημερολόγιο και κάποιος σοβαρός εκδοτικός να μας το χάριζε. Δες τις ‘’Μέρες’’ του Σεφέρη. Το ημερολόγιο είναι το πιο έξυπνο, το πιο συναρπαστικό είδος και τσαλίμι λογοτεχνικής γραφής. Το πιο πληρέστερο και ατρόμητο εγκεφαλογράφημα του κατόχου. Άλλο, όμως, το τι γράφει μέσα κι αν αξίζει τον κόπο, είπε ένας φίλος που ξεφύλλισε του πατέρα του.
Πράξη Τρίτη
-Έχεις καθίσει ποτέ όλη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιό σου;
-Δεν μπορώ τη μυρωδιά του θανάτου.
Πράξη Τέταρτη
Έλεος. Σήμερα ντράπηκα μέχρι και την ηλικιωμένη με τα ψώνια από την απέναντι πολυκατοικία. Τι θα της έλεγα; Και αν με παρεξηγούσε; Αν με περνούσε για κουτοπόνηρο κλέφτη, που έψαχνε ένα τρόπο να εισβάλει αναίμακτα στο σπίτι της; Τέλος πάντων. Της έπεσαν τα χέρια εξαιτίας μου. Ίσως την άλλη βδομάδα κάνω την κίνηση.
Πράξη Πέμπτη
Ξέρω πολλούς άνδρες. Έναν που οι κόρες των ματιών θυμίζουν μηλαράκια, πορτοκάλια και κερασάκια. Έναν άλλον που έχει μονίμως στολισμένο στο σαλόνι ένα xχριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι έναν που πάει και φιλάει το μάρμαρο του τάφου της γυναίκας του, κάθε φορά που παίρνει άδεια από τη φυλακή.
Πράξη Έκτη
Οι ηθοποιοί έχουν ένα μεγάλο προνόμιο. Ζουν αρκετές ζωές πεντακάθαρα και σαφώς διαχωρισμένες μεταξύ τους. Ίσως όχι μεταξύ τους αν ανεβάζουν το έργο του ίδιου συγγραφέα, αλλά σίγουρα διαχωρισμένες από τη δική τους ζωή. Ερωτεύονται, μαλώνουν, φεύγουν, αγαπιούνται και μισιούνται σε μια προκαθορισμένη διάρκεια που αναγράφεται σε φυλλάδιο και όταν υποκλιθούν δις και ο κόσμος χειροκροτήσει παρατεταμένα, όλα τελειώνουν. Με μια εμείς και μπερδεύουμε τα μπούτια μας.
Μου αρέσουν τα θέατρα. Πηγαίνω πάντα μόνος, δεν φτάνω ποτέ τελευταίος και σπάνια φεύγω πρώτος. Πριν την παράσταση ανάβω τσιγάρο στο πεζοδρόμιο, το ίδιο και στο διάλειμμα. Μου τη δίνουν οι θεατές που βλέπουν το θέατρο ως στέμμα κάποιας ύστατης πολιτισμικής αναγνώρισης και κάθε παράσταση ως τελετή της στέψης. Βλέπω ανέκφραστα τους πιο συγκινητικούς διαλόγους και τους πληκτρολογώ δυο και τρεις φορές σε υποτιθέμενα πλήκτρα. Χειροκροτώ ακόμη κι αν μερικοί το θεωρούν χαζό. Βγαίνω έξω χαμογελώντας στην ταξιθέτρια. Στρώνω το σακάκι μου και βγαίνω έξω. Ανάβω τσιγάρο στα λευκά και παγωμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Εκεί. Μετά από κάθε παράσταση σε συναντώ.
Πράξη Έβδομη
Έχει και τη γιαγιά του να λέει ότι την ενοχλούν οι δάφνες στην αυλή. Θα μπορούσε λέει να έχει φυτέψει ορχιδέες, κυκλάμινα και χρυσάνθεμα. Κάθε φορά, όμως, που κάνει φακές ρίχνει και ένα φύλλο δάφνης στην κατσαρόλα, εδώ και είκοσι δυο χρόνια.
Πράξη Όγδοη
Ένας γηρασμένος άνδρας ανηφορίζει προς το σπίτι του. Παραδόξως έχει το γνήσιο κομπολόι και δεν χρησιμοποίει ως υποκατάστατο τα κλειδιά κατά το λαϊκό άσμα. Είναι χαμογελαστός μέσα στο παλαιομοδίτικο σταυρωτό σακάκι του και την αλλόκοτη γραβάτα του. Συγκρούσεις και τυχαία κουνήματα πορτοκαλοδιάφανων χαντρών σημάνουν το τέλος ενός βήματος και την αρχή ενός άλλου. Θα έχει ακουστεί αρκετές φορές ο ήχος και θα ακουστεί κι άλλες μέχρι να φτάσει. Σκύβει και κόβει ένα λουλούδι. Πρέπει να είναι μιμόζα. Τι κίτρινο. Τι αισιοδοξία. Σαν σταγόνα μελιού, που έστειλε ο συγγενής που νόμιζες σε ξέχασε, κάτω από τον ήλιο. Άνοιξη.
Πράξη Ένατη
Στην ταράτσα μιας μικρής πολυκατοικίας μια μητέρα απλώνει ρούχα. Παιδικά σορτς, αγορίστικα βρακάκια και τα σουτιέν της. Ο αέρας φέρνει τη μυρωδιά μέχρι το δρόμο. Δεν ξέρω αν είναι το μαλακτικό ή το άρωμα γυναίκας.
Πράξη Δέκατη
Στο μπαρ. Πέντε φοιτήτριες πίνουν τα ποτά τους. Η μια έχει βγει έξω να μιλήσει στο τηλέφωνο. Το στριφτό περιμένει στα παγωμένα της δάχτυλα, το ίδιο και το κινητό της.
Πράξη Ενδέκατη
Πάλι μπαρ. Έχω παρατηρήσει έναν τύπο που κάθεται τρεις θέσεις παραδίπλα από μένα στην μπάρα. Όταν βγαίνει πίνει. Ρουφάει μέχρι τον πάτο τζιν τόνικ με τον χαρακτηριστικό παιδικό ήχο και καίει τη γλώσσα με ουίσκι, σκέτο, χωρίς παγό και πάντα ιρλανδέζικο. Όταν είναι με παρέα στο δεύτερο ποτό κοιτάζει δεξιά και αριστερά σε άλλα τραπέζια μπας και δει τίποτα πιο ενδιαφέρον, μπας και σε βρει. Ποτέ δεν ξέρεις. Στο πέμπτο σε ψάχνει στ’ αλήθεια.
Πράξη Δωδέκατη
Μετά από πέντε μήνες θα επέστρεφε από το εξωτερικό. Εκείνη τον περίμενε στις αφίξεις του αεροδρομίου. Τυλιγμένη στο χοντρό παλτό της και ζωσμένη με τη λεπτή της ζαρτιέρα. Τον αγκάλιασε σφιχτά και έπειτα πολύ διακριτικά άνοιξε το παλτό της.
Κι εσύ δεν έστειλες ούτε για χρόνια πολλά…
Πράξη Δέκατη Τρίτη
Κάθε απόγευμα σε βλέπω να βγαίνεις από το μπάνιο με την πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά σου. Σουφρώνεις τα μάτια από τον ήλιο που σε τυφλώνει. Το πύρινο, βαθύ πορτοκαλί της δύσης βάφει το πρόσωπό σου. Τότε λες και πυροδοτούνται τα αρώματα, ο τόπος μυρίζει γάλα, μπισκότο και μύρο.
Πράξη Δέκατη Τέταρτη
Στην ερώτηση ‘’πώς είσαι’’, όσοι τη θεωρούμε τυπική και κοινότοπη, αν συγκινηθούμε και την απαντήσουμε συνήθως λειτουργούμε από τη δεύτερη φορά. Στην πρώτη όλοι είμαστε καλά. Αλλά ο κόσμος δεν παίρνει μπρος με την πρώτη.
-Πώς είσαι;
-Καλά
-Ωραία. Πώς είσαι;
-Σαν κουφός που ακούει ραδιόφωνο. Συχνά χορεύω.
*Η σειρά είναι εντελώς τυχαία.
Γράφει ο Χρήστος Ωραιόπουλος