Ο κορυφαίος της γαλλικής λογοτεχνίας ήταν εθισμένος στο σ..ξ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι Γάλλοι τον αποθέωσαν.
Όπως ο ίδιος έλεγε στο ποίημά του Lettre à une femme (Γράμμα σε μία γυναίκα) «Je ne sais plus mon nom, je m’appelle Patrie!» (Δε γνωρίζω πλέον το όνομά μου, ονομάζομαι Πατρίς). Το έθνος τον ταύτισε με την ίδια τη Γαλλία και εν πολλοίς, συνεχίζει ακόμη.
Όμως, ο Βικτώρ Ουγκό (1802 – 1885), ο συγγραφέας της Παναγίας των Παρισίων (1831) και των Αθλίων (1862), ο ποιητής, ο φιλόσοφος, ο φιλομοναρχικός που μεταλλάχθηκε σε ριζοσπάστη δημοκρατικό, ο άνθρωπος που υπερασπίστηκε τη δημόσια εκπαίδευση, στάθηκε στο πλευρό των οικονομικά ασθενέστερων και ζήτησε την κατάργηση της θανατικής ποινής, ήταν, εκτός των άλλων, εθισμένος στο σεξ.
Με αφορμή τη νέα σειρά του BBC «Les Misérables» (Οι Άθλιοι), ο Guardian καταγράφει γνωστές και λιγότερο γνωστές πλευρές της εκκεντρικής προσωπικότητας του διάσημου συγγραφέα.
Το πλέον χαρακτηριστικό και γνωστό γεγονός ήταν ότι, όταν ο Ουγκό πέθανε τα πορνεία στο Παρίσι έκλεισαν μία μέρα σε ένδειξη πένθους, δίνοντας τη δυνατότητα στις γυναίκες να αποχαιρετήσουν τον διάσημο πελάτη τους.
Ο κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και εκδότης Εντμόν ντε Γκονκούρ ισχυρίστηκε μάλιστα ότι ένας αστυνομικός του είχε πει ότι οι εργάτριες του σεξ φόρεσαν για εσώρουχο ένα κομμάτι μαύρο κρεπ ύφασμα σε ένδειξη σεβασμού.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Ουγκό υπήρξε πιθανότητα ο πιο δραστήριος sex addict του 19ου αιώνα.
Για παράδειγμα, έλεγε ότι τη γαμήλια νύχτα έκανε σεξ με τη σύζυγο του Αντέλ Φουσέ εννέα φορές. Και μπορεί να έχασε σύντομα το ενδιαφέρον του για την Φουσέ -ούτως ή άλλως, ήταν ένας δυσαρμονικός γάμος- όμως, το Παρίσι ήταν γεμάτο οίκους ανοχής, που κρατούσαν το ενδιαφέρον του Ουγκό «ζωντανό» πρωί, μεσημέρι και βράδυ.
Λέγεται ότι, κάθε βράδυ δειπνούσε με τριάντα άτομα και ότι του άρεσε να κάνει ένα «τρικ» για να κρατήσει ζωηρό το ενδιαφέρον των συνδαιτυμόνων του: Έβαζε ένα ολόκληρο πορτοκάλι στο στόμα και μετά γέμιζε τα μάγουλα του με όσο το δυνατόν περισσότερους κύβους ζάχαρης. Έπινε δύο ποτήρια κιρς και κατάπινε το πορτοκάλι.
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο ακόμη και η κηδεία του κατέληξε σε… πάρτι, ενώ ένας άλλος μύθος λέει, ότι το Παρίσι εννέα μήνες αργότερα έζησε ένα μίνι baby boom.
Ωστόσο, ο υπερασπιστής των φτωχών δεν υπήρξε ποτέ φτωχός.
Όταν διαπραγματευόταν με τον εκδότη του την αμοιβή για τους Αθλίους ζήτησε περισσότερα χρήματα από όσα είχε λάβει ποτέ συγγραφέας.
Ο βιογράφος του Ντέιβιντ Μπέλος υποστηρίζει ότι τα 300.000 γαλλικά φράγκα -με σημερινές τιμές, 3.800.000 δολάρια- παραμένει μέχρι τις μέρες μας η υψηλότερη αμοιβή για λογοτεχνικό έργο.
Ευτυχώς για τον εκδότη η επένδυση απέδωσε: Ήταν τόσο μεγάλη η ανυπομονησία για το βιβλίο ώστε όταν κυκλοφόρησε οι εργάτες στο Παρίσι έκαναν ουρές έξω από τα βιβλιοπωλεία περιμένοντας να γεμίσουν τα καροτσάκια τους με αντίτυπα του βιβλίου τα οποία στη συνέχεια πουλούσαν στους συναδέλφους τους -με το αζημίωτο βεβαίως.
Επίσης, ο Ουγκό έγραφε γυμνός. Όταν έγραφε (και υπήρξε παραγωγικός) έμενε κλειδωμένος στο δωμάτιο του μόνο με τα χαρτιά και την πένα του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, έδινε τα ρούχα του στους υπηρέτες με την αυστηρή οδηγία να μην του τα επιστρέψουν μέχρι να τελειώσει το κεφάλαιο που έγραφε.
Στα απομνημονεύματα της, η σύζυγος του αναφέρει ότι την περίοδο που έγραφε την Παναγία των Παρισίων ο Ουγκό αγόρασε ένα «τεράστιο πλεκτό γκρι σάλι» με το οποίο τυλιγόταν από την κορυφή μέχρι τα νύχια για να μην μπει στον πειρασμό να βγει από το δωμάτιο του και να αφήσει το χειρόγραφο του μισοτελειωμένο.