Οι τελευταίες συνομιλίες της Συνόδου COP24 του ΟΗΕ υποτίθεται ότι κατέληξαν σε μία νίκη της ΕΕ και των αναπτυσσόμενων εθνών επί των πετρο-κρατών – τη Ρωσία, τις ΗΠΑ, το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία.
Αυτές οι τέσσερις χώρες, που καταδικάστηκαν ως «κλιματικοί κακοποιοί» προσπάθησαν να εμποδίσουν την υιοθέτηση μιας κρίσιμης έκθεσης της IPCC, η οποία αναλύει πόσο τρομερά ανεπαρκής είναι η σημερινή διεθνής δράση για την κλιματική αλλαγή και τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου.
Ως συνέχεια της Συνόδου Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι το 2015, η συνάντηση αυτή επικεντρώθηκε στη σύνταξη της λίστας των κανόνων με τους θα καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα μετρώνται, θα καταγράφονται και θα αξιολογούνται οι εκπομπές αερίων. Απούσα από την COP24 υπήρξε ωστόσο οποιαδήποτε πραγματική συζήτηση για το πώς θα αυξηθούν οι προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών ή για το πως θα μεγαλώσουν οι στόχοι μείωσης από το σημερινό χαμηλό επίπεδο τους. Η συζήτηση αυτή αναβλήθηκε για το 2020.
Εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς ότι και αυτή η Σύνοδος δεν διέφερε από τις προηγούμενες. Υπήρξαν αυτοί που δήλωσαν ότι «σημειώθηκε πρόοδος», υπήρξε μία ακόμη επιστημονική έκθεση που προειδοποιούσε για το πόσο λίγο χρόνο έχουμε για να δράσουμε και πόσο κακή είναι η κλιματική αλλαγή. Υπήρξαν θυελλώδεις συζητήσεις σχετικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες, μια συζήτηση σχετικά με τις αγορές άνθρακα και καμία ενέργεια σχετικά με το τι πραγματικά πρέπει να κάνουμε. Την ίδια στιγμή οδεύουμε προς μια μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς Κελσίου, δεν έχουμε περιθώριο 12 χρόνων για να κάνουμε κάτι για αυτό και όλοι υπογραμμίζουν ότι η κλιματική αλλαγή… συμβαίνει τώρα.
Θα ήταν επίσης δελεαστικό και εύκολο να κατηγορήσουμε τους ηγέτες των χωρών που δεν αναλαμβάνουν δράση για το περιβάλλον, αλλά το πρόβλημα στα αλήθεια δεν είναι οι ηγέτες αλλά το όλο σύστημα ως σύστημα. Όπως σημειώνει το «Τhe Conversation», η πραγματικότητα της είναι ότι χρειαζόμαστε ένα ριζικά διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, εάν θέλουμε να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή.
Το πραγματικό συμπέρασμα από την COP24 είναι ότι είναι ουτοπικό να τεθούν στη βάση των δράσεων για το κλίμα τα εθνικά κράτη. Στενά συνδεδεμένα με την γεωπολιτική πραγματικότητα και τον οικονομικό ανταγωνισμό, τα κράτη δεν έχουν αλλάξει τη συμπεριφορά τους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της επιστήμης του κλίματος. Και θα ήταν μη ρεαλιστικό και αφελές να ζητήσουμε να το πράξουν. Εξάλλου κάθε κράτος δεν μοιάζει με πλοίο που στο τιμόνι του έχει έναν μόνο καπετάνιο, αλλά περισσότερο σύνολο εμπλεκόμενων πλευρών του ανταγωνίζονται για πλούτο, πρόσβαση και επιρροή.
Οι πολίτες δεν πρέπει να περιμένουν από τα κράτη μια νέα πολιτική μηδενικού κόστους, αλλά έχει έρθει η ώρα να ζητήσουν από αυτά το τέλος της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό θα απαιτούσε νομοθεσία για την απο-ανάπτυξη, κάτι που όμως μετά από μία δεκαετία παγκόσμιας κρίσης και λιτότητας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκλογική αυτοκτονία. Επομένως η νομοθεσία για την απο-ανάπτυξη μπορεί να είναι η σωστή πολιτική, αλλά είναι η λάθος προσέγγιση.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Είναι πολύ σημαντικό να περάσουμε από τα «εθνικά σχέδια δράσης» στην άμεση δράση εναντίον δύο ομάδων που είναι υπεύθυνες για την αλλαγή του κλίματος. Πρόκειται για τις 100 εταιρείες που είναι υπεύθυνες για το 71% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και το 10% των πλουσίων του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνονται για το 50% των εκπομπών που προκύπτουν την κατανάλωση. Αν αυτό το 10% μείωνε την κατανάλωσή του στο επίπεδο του μέσου Ευρωπαίου, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 30% των παγκόσμιων εκπομπών.
Αν στραφούμε εναντίον των πλουσίων και των εταιριών τους θα πετύχουμε την άμεση μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό θα αποτελούσε επίσης μέρος μιας δίκαιης μετάβασης, που θα εξασφάλιζε ότι η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού δεν πρέπει να πληρώνει για την πολιτική για το κλίμα, μια σύγκρουση που έχουμε ήδη δει στους δρόμους του Παρισιού τις τελευταίες εβδομάδες στο κίνημα των «Κίτρινων γιλέκων».
Μπαίνοντας στο 2019, είναι καιρός πια να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για την κλιματική αλλαγή. Κάποια στιγμή θα χρειαστούμε κοινωνικά κινήματα ικανά να αλλάξουν τα πάντα, αλλά τώρα πρέπει να εστιάσουμε αποκλειστικά σε αυτή τη μικρή ομάδα ανθρώπων που επωφελείται από την καταστροφή του κόσμου και να μην περιμένουμε μάταια από τις κυβερνήσεις να το κάνουν για μας.