Ένας αγαπημένος δάσκαλος, ο Καθηγητής Αναστάσιος Σταλίκας, συνηθίζει να λέει γελώντας όταν βρίσκεται μπροστά σε νέους μαθητές:
«Βρε! Πώς γίνεται εσείς να μεγαλώνετε τόσο πολύ, ενώ εγώ δεν μεγαλώνω!».
Γελώ κι εγώ γλυκόπικρα όποτε τον ακούω να το λέει αυτό, γιατί συμμερίζομαι αυτό που αισθάνεται.
Νιώθω πάντοτε ένα δέος μπροστά στο μεγάλωμα του νεαρού ατόμου: από βρέφος σε νήπιο, από νήπιο σε παιδί, από παιδί σε έφηβο και από έφηβο σε γυναίκα ή άντρα.
Σαν αυτό το μεγάλωμα να λειτουργεί όπως ένας καθρέφτης, που βλέπω μέσα σε αυτόν (και) κάτι δικό μου. Και οι καθρέφτες δείχνουν και πράγματα που δεν μας αρέσουν και τόσο.
Οι αλλαγές στα παιδιά είναι εμφανείς, ραγδαίες, απροκάλυπτες, σχεδόν σου επιβάλλονται, ειδικά εκείνα τα καλοκαίρια που τον Ιούνιο παίρνεις άλλο παιδί από το σχολείο και τον Σεπτέμβρη επιστρέφεις με ένα άλλο παιδί.
Οι αλλαγές στους ενήλικες δεν είναι τόσο εμφανείς ούτε τόσο απότομες και εκκωφαντικές.
Κάτι που μας δημιουργεί μια «επίφαση» σταθερότητας –εμείς μένουμε ίδιοι.
Ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να νομίζουμε.
Γιατί κατά βάθος όλοι μας ξέρουμε ότι κι εμείς αλλάζουμε.
Κι εμείς μεγαλώνουμε, καθώς ακολουθούμε αναπόδραστα τον ρυθμό του αδάμαστου χρόνου.
«Μεγαλώνεις παιδί μου. Κι ενώ μεγαλώνεις εσύ, μου ζητάς να μεγαλώσω κι εγώ.
Να πάψω να είμαι η μητέρα που σε φρόντιζε, σε τάϊζε, σε προσέτρεχε, σε ήξερε.
Να πάψω να ξέρω εγώ τι είναι καλύτερο για σένα.
Να μην έχω τις προσδοκίες που είχα.
Να μην με αφορούν οι δραστηριότητες σου.
Σίγουρα, όμως, μου ζητάς να εξακολουθούν όλα αυτά να με ενδιαφέρουν.
Να εξακολουθούν να με νοιάζουν και να θέλω μέσα σε όλα αυτά να χαίρεσαι.
Μα τι μου ζητάς;
Κάποτε ήταν η μητέρα μου που μου ζητούσε να μεγαλώσω.
«Είσαι μεγάλη πια!», έλεγε ο πατέρας μου.
Και οι δάσκαλοι, επίσης «Ελάτε τώρα είστε μεγάλα παιδιά πια!».
Αυτά πέρασαν.
Και τώρα έρχεσαι εσύ, ο πιο μικρός από όλους, ο πιο αγαπημένος και μου ζητάς τώρα εσύ, που είσαι μικρότερος και από εμένα την ίδια, να μεγαλώσω;»
Το να μεγαλώσουμε όταν ήμασταν παιδιά, σήμαινε πως προοδευτικά έπρεπε να διαφοροποιηθούμε και να αποχωριστούμε από τους γονείς μας.
Το να μεγαλώσουμε ως γονείς, σημαίνει πως προοδευτικά πρέπει να επιτρέψουμε στο δικό μας παιδί να διαφοροποιηθεί και να αποχωριστεί από εμάς.
Κι αν ο αποχωρισμός από τους γονείς μας είναι μία φορά δύσκολος, ο αποχωρισμός από το παιδί μας είναι δύο φορές πιο δύσκολος.
Ποια είναι εκείνη η στιγμή που η μητέρα θα βρει το θάρρος και την αρετή να πει στο παιδί της «Δεν με χρειάζεσαι», χαρίζοντας του έτσι την ελευθερία;
Και πώς θα το πει, με ποιο τρόπο, ώστε αυτό το «δεν με χρειάζεσαι» να μην σημαίνει «δεν με έχεις ανάγκη»;
Πώς θα καταφέρει να βρει αυτή τη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στο «και μόνος και μαζί»;
«Δεν με χρειάζεσαι για να ταϊστείς»,
«Δεν με χρειάζεσαι για να πλυθείς»,
«Δεν με χρειάζεσαι για να κάνεις ποδήλατο»,
«Δεν με χρειάζεσαι για να διαβάσεις»,
«Δεν με χρειάζεσαι για να κάνεις φίλους»….
Αλλά, παρ’ όλα αυτά, με έχεις ανάγκη.
Είμαι, δηλαδή, αναγκαία συνθήκη στη ζωή σου.
Αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι απαραίτητη.
Με έχεις ανάγκη να σε κατανοώ, να σε ακούω, να σε βοηθάω όταν το ζητάς, να ενισχύω τις προσπάθειες σου, να προσφέρω ευκαιρίες για εξέλιξη, να αντέχω τα ξεσπάσματά σου και την απογοήτευσή σου όταν κουράζεσαι ή φοβάσαι, να γελώ και να παίζω μαζί, να θέτω όρια, και κυρίως με έχεις ανάγκη να σε αγαπώ, να σε εμπιστεύομαι, να σε αποδέχομαι και να σε καμαρώνω.
Αν το να νιώσουμε ως παιδιά για τους γονείς μας ότι είναι αναγκαίοι, αλλά όχι απαραίτητοι, υπήρξε μια σκληρή και επίπονη διαδικασία, τώρα το να νιώσουμε ως γονείς εμείς οι ίδιοι για τα παιδιά μας ότι τους είμαστε αναγκαίοι, αλλά όχι απαραίτητοι, είναι δύο φορές πιο σκληρό και επίπονο.
Κι ευτυχώς νιώθουμε αυτή τη σκληρότητα, γιατί αλλοίμονο αν περνάμε κατευθείαν στο «δεν σου είμαι απαραίτητος», χωρίς πρώτα να έχει εγκαθιδρυθεί το «είμαστε αναγκαίοι ο ένας στον άλλον».
Γιατί φυσικά και οι γονείς έχουν ανάγκη τα παιδιά τους, με τρόπο βέβαια διαφορετικό απ’ ό,τι τα παιδιά τους γονείς, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε.
Οι δάσκαλοι μάς μαθαίνουν πρώτα πρόσθεση και μετά αφαίρεση.
Έτσι, και όταν μεγαλώνουμε, και τα παιδιά μας και εμείς: πρώτα λειτουργούμε ως πρόσθεση, μαζί, συν-παρουσία, άθροισμα και σύνολο συνάμα, κι ύστερα μαθαίνουμε να λειτουργούμε ως αφαίρεση, ο καθένας διαφορετικός, αυτόνομος και ανεξάρτητος, αυτάρκης αλλά μαζί και μέρος ενός συνόλου, κομμάτι μιας προηγούμενης ενότητας που αν και αποσπάστηκε από αυτή, παραμένει το αποτέλεσμα μιας πράξης αφαίρεσης.
Το παιδί μας μεγαλώνει.
Μεγαλώνουμε κι εμείς.
Κι όταν κοιτάζουμε τον καθρέφτη αυτής της αλλαγής, μεγαλώνοντας, βλέπουμε αυτή την αφαίρεση ολοένα και περισσότερο.
Η αφαίρεση, όπως και ο αποχωρισμός, είναι δύσκολες πράξεις.
Μόνο όμως μέσα από αυτές τις πράξεις, προοδευτικά, το παιδί μας (αλλά και εμείς) θα μπορέσει να «πολλαπλασιαστεί» και να «διαιρεθεί» σε νέες ενότητες, μαζί και με άλλους ανθρώπους, στη ζωή.
Γράφει η Δρ. Βασιλική Γιωτσίδη