Σε «επιστήμη» είχαν αναγάγει τις απάτες τα μέλη του κυκλώματος που είχε στήσει ολόκληρο «τηλεφωνικό κέντρο» μέσα σε καταυλισμό στο Ζευγολατιό Κορινθίας, απασχολώντας καθημερινά «τηλεφωνητές» που είχαν ως αποκλειστική «δουλειά» να πραγματοποιούν εκατοντάδες κλήσεις για να αλιεύουν θύματα
Στο διαβιβαστικό της ΕΛ.ΑΣ. γίνεται λόγος για κατηγορούμενους που είχαν «άριστη γνώση της τεχνολογίας», ενώ ειδική μνεία γίνεται στα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν.
Παρατίθεται ένα από τα δημοφιλή «κόλπα» ως εξής:
«Τα μέλη της οργάνωσης έχουν άριστη γνώση της τεχνολογίας και του διαδικτύου. Έτσι πείθουν τα θύματά τους με διάφορα τεχνάσματα να τους αποκαλύψουν προσωπικές πληροφορίες από τις οποίες αποκτούν πρόσβαση στους τραπεζικούς λογαριασμούς μέσω διαδικτύου.
Στην περίπτωση που κάποιο από τα θύματα δεν ανταποκρινόταν στα τεχνάσματα, εντόπιζαν έναν απλό τρόπο για να υποκλέπτουν τα στοιχεία των ηλεκτρονικών εφαρμογών e-banking που ήταν συνδεδεμένες με τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Η… (σ.σ. αναφέρεται όνομα τράπεζας) προκειμένου να διευκολύνει τους πελάτες της έχει θέσει σε εφαρμογή μία αυτοματοποιημένη διαδικασία προκειμένου οι πελάτες να ανακτούν τον κωδικό πρόσβασης όταν τον έχουν ξεχάσει. Πιο συγκεκριμένα δίνει την δυνατότητα σε κάθε πελάτη να πληκτρολογήσει τον αριθμό οποιασδήποτε ενεργής κάρτας της οποίας είναι κάτοχος και συνδέεται με το λογαριασμό που είναι συνδεδεμένος με το e-banking. Στη συνέχεια, η… (σ.σ. αναφέρεται όνομα τράπεζας) αποστέλλει έναν κωδικό στον αριθμό τηλεφωνικής σύνδεσης που έχει δηλωθεί, προκειμένου να ταυτοποιήσει ότι ο πελάτης έχει τον έλεγχο του λογαριασμού και στη συνέχεια ξεκινάει η αυτοματοποιημένη διαδικασία για την ανάκτηση των κωδικών για την είσοδο στην εφαρμογή.
Ο κωδικός πρόσβασης μίας χρήσης, γνωστός και ως κωδικός pin μίας χρήσης, κωδικός αδείας μίας χρήσης ή δυναμικός κωδικός πρόσβασης, είναι ένας κωδικός πρόσβασης που ισχύει μόνο για μία περίοδο σύνδεσης ή συναλλαγής, σε συστήματα υπολογιστή ή άλλη ψηφιακή συσκευή.
Γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο τρόπο ανάκτησης κωδικών από την αντίστοιχη εφαρμογή, τα μέλη της οργάνωσης με την πρόφαση ότι διατηρούν λογαριασμό σε συγκεκριμένη εταιρία παροχής πληρωμών και ότι μπορούν να κάνουν μεταφορά χρημάτων προς τα υποψήφια θύματα τους, τα οποία πουλάνε κάποιο αγαθό-αντικείμενο, ζητούν τον αριθμό της κάρτας που είναι συνδεδεμένος ο λογαριασμός έτσι ώστε να τους μεταφέρουν τα χρήματα.
Εφόσον έχουν πείσει τα θύματά τους και τους έχουν στείλει ξεκινάνε τη διαδικασία ανάκτησης, προκειμένου να ξεπεράσουν την δικλείδα ασφαλείας που διαθέτει η τράπεζα με την αποστολή κωδικού πρόσβασης μίας χρήσης, ζητούν από τα θύματά τους να τους πουν τον αριθμό που δέχονται από την τράπεζα στο κινητό, με την πρόφαση ότι αποτελεί το τελικό στάδιο προκειμένου να επιβεβαιωθεί η μεταφορά χρημάτων που έχουν συμφωνήσει. Μόλις λάβουν τον σχετικό κωδικό, τα μέλη της οργάνωσης προχωρούν τις διαδικασίες για την αλλαγή των κωδικών στο e-banking των θυμάτων και παίρνουν τον πλήρη έλεγχο των τραπεζικών δεδομένων των θυμάτων».
Κωδικές ονομασίες
Αίσθηση προκαλεί η δημιουργία τηλεφωνικού κέντρου μέσα σε καταυλισμό στο Ζευγολατιό Κορινθίας από το κύκλωμα που κατηγορείται για 262 απάτες με «τζίρο» ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ.
Η «επιχειρησιακή» έδρα, από όπου γίνονταν τα τηλέφωνα στα θύματα, βρισκόταν μέσα στον καταυλισμό για να αποφεύγονται οι έλεγχοι και τα «αδιάκριτα βλέμματα», ενώ κατά καιρούς άλλαζαν για λίγο «τηλεφωνικό κέντρο» και το μετέφεραν σε διάφορα σπίτια ως «δικλείδα ασφαλείας».
Οι κλήσεις των «τηλεφωνητών» ήταν καθημερινά εκατοντάδες, μέχρι να βρεθεί ο «ευάλωτος» που θα πειθόταν από το «αφήγημά» τους. Στην πλειονότητά τους τα θύματα της συμμορίας ήταν επιχειρηματίες που προσεγγίστηκαν στο Facebook και στο Instagram μέσω ψεύτικων προφίλ.
Η δράση τους ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2021, ενώ τα στελέχη της Ασφάλειας ασχολούνται με την υπόθεση εδώ και τουλάχιστον εφτά μήνες. Μέχρι στιγμής έχουν συλληφθεί σήμερα Παρασκευή έξι μέλη της οργάνωσης, σε ταυτόχρονες επιχειρήσεις στη δυτική Αττική και στην Κόρινθο.
Οι απατεώνες παρουσιάζονταν στα θύματα ως επιχειρηματίες, ενώ για να γίνουν πιο πειστικοί έδειχναν ακόμα και πλαστές ταυτότητες για να αποδείξουν ότι είναι «επιχειρηματίες». Τα μέλη του κυκλώματος ήταν ιδιαίτερα προσεκτικά για να μην γίνονται αντιληπτά από τις Αρχές. Χρησιμοποιούσαν τη διάλεκτο των Ρομά στις συνομιλίες τους αλλά και κωδικές ονομασίες.
Τα χρήματα τα οποία κατάφερναν να αποσπάσουν από τα θύματά τους τα μετέφεραν σε τραπεζικούς λογαριασμούς ατόμων που εντόπιζαν και βρίσκονταν σε οικονομική ανάγκη, ενώ φρόντιζαν στις κάρτες να ενεργοποιούν το μέγιστο όριο ανάληψης.
Μάλιστα για κάθε έναν τέτοιο λογαριασμό υπήρχε και… τιμοκατάλογος, καθώς τα χρήματα τα οποία έδιναν ήταν από 200 έως 500 ευρώ και δίνονταν από τα μέλη της οργάνωσης με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος ήταν να αφήνουν στον λογαριασμό το ποσό που είχαν συνεννοηθεί, είτε και απευθείας.
Μόλις ολοκλήρωναν τη δράση τους, έβαζαν τους πραγματικούς δικαιούχους των λογαριασμών αυτών να δηλώσουν απώλεια ή κλοπή της κάρτας που συνδεόταν με τον λογαριασμό. Δεν δίσταζαν να χρησιμοποιούν και λογαριασμούς θυμάτων τους, που δεν είχαν χρήματα μέσα, ως ενδιάμεσους σταθμούς μεταφοράς χρημάτων από άλλες απάτες.
Κατά τις αναλήψεις των χρημάτων που έκαναν, προσπαθούσαν να κρύβουν τα χαρακτηριστικά τους και γι’ αυτό φορούσαν κουκούλες και μάσκες. Προκειμένου να μην κινούν υποψίες και αποκαλυφθεί η δράση τους, οι αναλήψεις που έκαναν έφταναν μέχρι τα 500 ευρώ την ημέρα.