Τελικά ο διακόπτης έπεσε και και μαζί του έριξε και τους τίτλους τέλους για τη Χαλυβουργική.
Μια ιστορικής εταιρείας που δεν μπόρεσε, όπως χιλιάδες άλλες, να αντέξει στον χρόνο αλλά και στην αυξημένη πίεση της οικονομικής κρίσης. Πλέον η διακοπή της ηλεκτροδότησης της ιστορικής βιομηχανίας και έλαβε τέλος, ολοκληρώνοντας μία καθοδική πορεία που ξεκίνησε το 2015 όταν είχε σταματήσει η παραγωγική διαδικασία.
Πολλοί, εκείνη την περίοδο, είχαν προεξοφλήσει το τέλος της εταιρείας, ενώ μετά τη διακοπή της ηλεκτροδότησης αβέβαιο είναι το μέλλον για τους περίπου 200 εργαζόμενους της Χαλυβουργικής, που απασχολούνταν εκ περιτροπής στη συντήρηση της μονάδας.
Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις της ηγεσίας της ΔΕΗ, ο διακόπτης “κατέβηκε” τα μεσάνυχτα της Δευτέρας από τον ΑΔΜΗ, αφού δεν ήταν δυνατή η εξεύρεση μίας συμβιβαστικής λύσης για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους 31,8 εκατ. ευρώ της Χαλυβουργικής προς τη ΔΕΗ. Με αυτό τον άδοξο τρόπο έπεσαν μαζί και οι τίτλοι τέλους για την επιχείρηση που σύνδεσε το όνομά της με την ανασυγκρότηση της χώρας και με μία σειρά εμβληματικών έργων όπως το ΟΑΚΑ, η Αττική Οδός, το ΣΕΦ, η εθνική οδός Αθηνών – Κορίνθου, το «Ελευθέριος Βενιζέλος», η Εγνατία και οι γέφυρες Ρίου – Αντιρρίου και Χαλκίδας.
Η ιστορία της βιομηχανίας
Το 1925, οι ιδρυτές της Θ. Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης, ξεκίνησαν να ασκούν εμπόριο ειδών σιδήρου. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους Άγγελος, ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ως καθηγητής των οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1932 εγκαθιστούν ένα εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας, στην οδό Πειραιώς 197, με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί και περνούν έτσι στον κλάδο της μεταποίησης. Τα παραγόμενα σύρματα αποτελούν και την πρώτη ύλη για να παραχθούν γαλβανισμένα συρματοπλέγματα, καρφιά και πεταλόκαρφα.
Η δραστηριότητα συνεχίζεται στην ίδια περιοχή μέχρι το 1938. Τότε εγκαθίστανται μικροί ηλεκτρικοί κλίβανοι των 6-8 τόννων οι οποίοι παράγουν χάλυβα, ο οποίος στη συνέχεια διαμορφώνεται στις τότε εγκαταστάσεις ελάστρων σε χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος. Η προσπάθεια αυτή σταματά με τον πόλεμο και την Κατοχή. Μετά την απελευθέρωση αρχίζει νέα επιχειρηματική δραστηριοποίηση με την σύσταση Ανωνύμου Εταιρείας, η οποία είναι από τότε γνωστή ως ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ A.E.. Το 1951 οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα και το 1953 αρχίζει η λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων των 20 τόννων.
Το 1958 εγκαθίσταται ένας κλίβανος Siemens Martin των 40 τόννων, ενώ διακόπτεται η λειτουργία των μικρών κλιβάνων της οδού Πειραιώς.
Προς το τέλος όμως της δεκαετίας του ’50 οι απαιτήσεις της αγοράς σε χάλυβα αυξάνονται με την εντατική ανοικοδόμηση της χώρας και τότε αρχίζουν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα, γιατί δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο, τα παλιοσίδερα (δηλαδή το scrap), που αποτελούν την πρώτη ύλη για την παραγωγή του χάλυβα, αρχίζουν να σπανίζουν και δε φτάνουν να ικανοποιήσουν τα χαλυβουργεία. Για εισαγωγή παλαιοσιδερικών από το εξωτερικό δε γίνεται λόγος, γιατί το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά.
Τότε λαμβάνεται μια μεγάλη και ριψοκίνδυνη απόφαση και μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο καθετοποίησης της παραγωγής. Έτσι, το 1961 θεμελιώνεται η πρώτη υψικάμινος στη χώρα μας. Δύο χρόνια αργότερα αποπερατώνεται η εγκατάσταση της πρώτης και ταυτόχρονα ξεκινάει και η κατασκευή της δεύτερης υψικαμίνου.
Παράλληλα ετοιμάζεται το χαλυβουργείο, όπου ο παραγόμενος στις υψικαμίνους χυτοσίδηρος μετατρέπεται μέσα σε σύγχρονους μεταλλάκτες LD με την εμφύσηση καθαρού οξυγόνου σε χάλυβα. Η ανάγκη χρήσης καθαρού οξυγόνου οδηγεί και στην εγκατάσταση 3 μονάδων παραγωγής του αερίου αυτού, παραγωγικής ικανότητας 7500 – 8000 κυβικών μέτρων την ώρα.
Στις 27 Ιουνίου του 1963 αρχίζει η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα.
Στο διάστημα 1963-75 ακολουθεί και η δεύτερη υψικάμινος, η οποία ανεβάζει τη συνολική δυναμικότητα σε πάνω από 1 εκατομμύριο τόννους χυτοσιδήρου το χρόνο, ενώ ολοκληρώνεται η εγκατάσταση και μπαίνουν σε λειτουργική διαδικασία μία μονάδα παραγωγής κωκ για τις ανάγκες της υψικαμίνου και μία μονάδα ελασματουργείου για την παραγωγή θερμής και ψυχρής έλασης χαλυβδοφύλλων σε ρόλλους και φύλλα.
Από το 1977 αρχίζει και η παράλληλη λειτουργία της νέας μονάδας τριών ηλεκτρικών κλιβάνων των 100 τόννων.
Το 1981 – 82 ολοκληρώνεται η εγκατάσταση μιας νέας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής χαλυβδοφύλλων ψυχρής έλασης σε ρόλλους και φύλλα.
Το 1994 η ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ είναι η πρώτη Ελληνική εταιρεία στην οποία απονέμεται ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ από τον ΕΛΟΤ για τους παραγόμενους χάλυβες οπλισμού του σκυροδέματος.
Το 2001 η ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ πιστοποιείται από τον ΕΛΟΤ για το εφαρμοζόμενο ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ κατά ΕΛΟΤ EN ISO 9002. Παράλληλα, λαμβάνεται η απόφαση για ριζικό εκσυγχρονισμό των παραγωγικών μονάδων και εγκατάσταση εξοπλισμού βέλτιστης διαθέσιμης τεχνολογίας.
Το 2003, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της επένδυσης αξίας 150.000.000 € και ξεκινά η λειτουργία των νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων πρωτοποριακής τεχνολογίας. Το Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ, πιστοποιείται κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO 9001:2000.
Το 2006, το Σύστημα Περιβαλλοντικής Διαχείρισης της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ, πιστοποιείται κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ EN ISO 14001:2004. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η δεύτερη φάση της επένδυσης, ύψους 100.000.000 ευρώ, με την λειτουργία του δεύτερου υπερσύγχρονου ελασματουργείου καθώς και δύο νέων μονάδων παραγωγής πλεγμάτων στο εργοστάσιο Ελευσίνας, οι οποίες εξασφαλίζουν στην ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ ετήσια παραγωγική ικανότητα ύψους 1.000.000 τόννων, ενώ επίσης, κατασκευάζονται και νέοι, υπερσύγχρονοι αποθηκευτικοί χώροι.
Το 2007, πραγματοποιείται μια νέα επένδυση σε μια μονάδα παραγωγής «Spooler» η οποία παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ειδικού τύπου κουλούρες, διεθνώς γνωστές ως «Compact Rebar Coils». Αποτελεί την πρώτη μονάδα αυτού του τύπου που εγκαθίσταται στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τη ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ τον πρώτο και μοναδικό παραγωγό τέτοιου τύπου προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος στη χώρα μας.