Την ενοχή του κατηγορουμένου Μανώλη Σοροπίδη, όπως πρωτοδίκως, ζήτησε η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου ενώπιον του οποίου εκδικάζεται η υπόθεση δολοφονίας της εφοριακού Δώρας Ζέμπερη τον Οκτώβριο του 2017 στο Β´ νεκροταφείο της Αθήνας.
«Είναι απολύτως βέβαιο ότι είναι ο δολοφόνος της Δώρας. Ο ιατροδικαστής βεβαιώνει ότι τα πλήγματα αυτά έγιναν με μεγάλη μανία και ιδιαίτερο μίσος από άνθρωπο που ήθελε να κάνει φόβο. Ο κατηγορούμενος βέβαια έπαιρνε και ισχυρά κοκτέιλ φαρμάκων και ναρκωτικών. Καταλήγουμε ότι αυτός που δολοφόνησε τη Δώρα ήταν ένα και μόνο πρόσωπο, ο κατηγορούμενος» ανέφερε η εισαγγελέας και συμπλήρωσε: «Η Δώρα δολοφονήθηκε από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Αυτό είναι το ασφαλές συμπέρασμα. Κατά την άποψη μου υπάρχουν θολά σημεία στην υπόθεση αλλά δεν προκύπτει κάτι ξεκάθαρο».
Σχετικά με τις διαφορετικές απολογίες του κατηγορουμένου, η εισαγγελέας ανέφερε: «Σε μια από τις απολογίες του κατονόμασε γνωστό δικηγόρο, ο οποίος σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, είχε υποθέσεις στη ΔΟΥ Πειραιά και τον έβαλε να τη φοβίσει. Ο συγκεκριμένος δικηγόρος είχε μια υπόθεση τουλάχιστον στη ΔΟΥ Πειραιά αλλά την υπόθεση είχε αναλάβει άλλος υπάλληλος».
Όπως εξήγησε η εισαγγελική λειτουργός, «έδωσε τέσσερις απολογίες ο κατηγορούμενος για να καταλήξει στην τελευταία να αποκαλύψει το όνομα του δικηγόρου που τον προσέγγισε προκειμένου να επιτεθεί στη Δώρα Ζέμπερη για να τη βγάλει από τη υπηρεσία της για 3-4 μήνες. Κάποιοι ισχυρισμοί του καταργούν κάποιους άλλους. Ο κατηγορούμενος είχε μεγάλη τρικυμία εν κρανίω, ίσως λόγω ναρκωτικών» σημείωσε κατά την αγόρευση της.
Κατά την έναρξη της αγόρευση της, η εισαγγελέας περιέγραψε τη Δώρα Ζέμπερη και τη ζωή της. «Η Δώρα Ζέμπερη ήταν μια νεαρή κοπέλα, εξαιρετική και ευσυνείδητη υπάλληλος, ήταν ήσυχος άνθρωπος και το απόλυτο στήριγμα για την οικογένεια της. Οι γονείς της είχαν χωρίσει . Ήταν το οικονομικό στήριγμα της οικογένειας της μητέρας, του πατέρα της αλλά και των μικρών αδελφών της. Η Δώρα έπαιρνε δάνεια για να εξοφλεί τα χρέη του καταχρεωμένου πατέρα της. Πολύ συχνά έφταναν στο σπίτι τοκογλύφοι, λόγω των χρεών του πατέρα της. Η Δώρα εκδήλωνε φοβίες για τη δουλειά της. Φοβόταν μήπως κάνει κάποιο λάθος. Ήταν νέα υπάλληλος, της ανάθεταν απλές υποθέσεις και είχε την καθοδήγηση του προϊσταμένου της. Η Δώρα έκανε επαλήθευση των προστίμων και επέβαλε τους φόρους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή στη Σάμο, επιβλήθηκαν πρόστιμα εκατομμυρίων ευρώ. Αυτές είναι βαριές υποθέσεις».
Περιγράφοντας την ημέρα της δολοφονίας, η εισαγγελέας ανέφερε: «Η Δώρα Ζέμπερη πρόσφατα είχε χάσει έναν καλό της φίλο, με τον οποίο τη συνέδεαν πολλά, αποφάσισε να επισκεφθεί τον τάφο του. Ακολούθησε μια διαδρομή που ακολουθούσε για μήνες. Έμελλε εκείνο το απόγευμα που τον επισκέφθηκε, να το τελευταίο απόγευμα για τη ζωή της. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν ανάμεσα στα μνήματα, της επιτέθηκε. Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς συνθήκες, αλλά το κίνητρο φαίνεται πως ήταν να της πάρει την τσάντα. Από αυτά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία της επιτέθηκε και εκείνη δε θέλησε να της πάρει την τσάντα. Όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Φαίνεται πως ακολούθησε πάλη μεταξύ του. Ο κατηγορούμενος είπε -στην πιο πιθανή κατ’ εμένα εκδοχή- έπεσαν κάτω και για να μπορέσει να απεμπλακεί τις κατάφερε μαχαιριές. Δεκατέσσερα πλήγματα. Δεν ήταν όλα θανατηφόρα. Αυτό στην καρδιά και στους πνεύμονες ήταν. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Αυτά τα λέει ο κατηγορούμενος γιατί μάρτυρες δεν υπήρχαν. Ο δράστης πέταξε το μαχαίρι και το πουκάμισο της σε δυο διαφορετικούς κάδους, την τσάντα της παρακείμενο οικόπεδο και πούλησε το κινητό της στην Ομόνοια».