«Με το πρόγραμμα “Σπίτι μου” η νέα γενιά δεν θα χάσει το δικαίωμα που είχαν θεμελιώσει οι γονείς μας στην απόκτηση ή μίσθωση προσιτής σύγχρονης στέγης», υπογραμμίζει, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος κάνοντας επιπλέον λόγο για «μείζονα στόχο προοδευτικής πολιτικής για όλους μας»
Στο άρθρο του, αναλυτικώς, ο υπουργός Επικρατείας ξεκινά από ιστορική αναδρομή του στεγαστικού ζητήματος, σημειώνοντας εισαγωγικώς πως «η ευφυής και προσφιλής πολιτική της αντιπαροχής – η ανταλλαγή δηλαδή γης με διαμερίσματα – λειτούργησε για δεκαετίες στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα του 20ου αιώνα σαν ένας μοχλός κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου […] Αυτό που το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος προσπάθησε να πετύχει μέσα από οργανωμένα και εκτεταμένα κρατικά ή δημοτικά προγράμματα κοινωνικής στέγης, την άμβλυνση των ανισοτήτων, στη χώρα μας το πετύχαμε μαζικά – και κάπως άναρχα – έως την πρώτη δεκαετία του 2000, με κινητήριο μοχλό τη μικροϊδιοκτησία και την ιδιωτική πρωτοβουλία της αντιπαροχής».
Τούτου δοθέντος, «η κρατική πολιτική της “εργατικής στέγης” σε μια κοινωνία που διψούσε για κοινωνική και οικονομική άνοδο, παρέμεινε για δεκαετίες στη χώρα μας επίμονα ατροφική, κάπως περιθωριακή και ίσως με ένα στίγμα για τους δικαιούχους της. Μέχρι που φτάσαμε στο άστοχο κλείσιμο – επί μνημονίων – του τέως οργανισμού εργατικής κατοικίας για να εξαφανιστεί εντελώς από τις δημόσιες πολιτικές η στεγαστική πρόνοια. Σήμερα, η έξοδός μας από την δεκαετή οικονομική κρίση μας βρίσκει αντιμέτωπους με μια αγορά ακινήτων σε ριζικά διαφορετική κατάσταση, και με τη νέα γενιά σε χειρότερη θέση από τους γονείς της ως προς την πρόσβαση σε προσιτή στέγη», αναγνωρίζει στο άρθρο του και προσθέτει:
«Η κατάρρευση των εισοδημάτων αλλά και της οικοδομής τη δεκαετία 2010 – 2020 οδήγησε σε ένα γερασμένο και μη κατοικήσιμο οικιστικό στοκ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 85% των κατοικιών στη χώρα μας είναι άνω των 20 ετών (5,8 εκατ. κατοικίες), δεν διαθέτει δηλαδή σύγχρονες προδιαγραφές, ενώ περίπου 770.000 (!) δηλώνονται ως κενές/κλειστές κατοικίες στο Ε2. Από αυτές οι 630.000 είναι άνω των 15 ετών και 200.000 βρίσκονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η περιορισμένη προσφορά νέων ακινήτων, τα πολλά κλειστά και παλιά σπίτια, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση για βραχυχρόνια και μακροχρόνια μίσθωση οδηγεί τις τιμές προς τα πάνω. Δημιουργείται έτσι ένα νέο κοινωνικό ζήτημα που δεν λύνεται με επιδοματικές πολιτικές αλλά χρήζει μιας πιο έξυπνης και σύγχρονης δημόσιας πολιτικής για προσιτή στέγη», εξηγεί εξ άλλου και συνεχίζει αναπτύσσοντας τις πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες:
«Μπροστά σε αυτό το νέο κοινωνικό και γενεακό ρήγμα δεν μένουμε αδρανείς. Δημιουργούμε το νέο πρόγραμμα #σπίτιμου με προϋπολογισμό ύψους 1,8 δισ. ευρώ, με μόχλευση εθνικών, κοινοτικών και ιδιωτικών πόρων, και εισάγουμε νέα καινοτόμα προγράμματα απόκτησης ή μίσθωσης φθηνής στέγης. Η αδρανής ακίνητη περιουσία του δημοσίου διατίθεται με το νέο θεσμό της “κοινωνικής αντιπαροχής”, χωρίς να χάνεται η κυριότητα της γης, σε μακροχρόνιες παραχωρήσεις προς ιδιώτες που εξασφαλίζουν με συμβατικές υποχρεώσεις την κατασκευή σύγχρονων κατοικιών με φθηνά ενοίκια. Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη πρακτική κοινωνικής στέγης που έχει εξασφαλίσει το 20 – 25% των ακινήτων πχ στην Αυστρία ή την Ολλανδία να διατίθενται με ρυθμισμένα χαμηλά ενοίκια.
Ταυτόχρονα δημιουργούμε ειδικά προγράμματα στοχευμένα σε νέους 18-39 ετών. Είτε για να ανακαινίσουν και να κάνουν ενεργειακά ουδέτερα τα παλιά κλειστά οικογενειακά σπίτια. Είτε για να αγοράσουν ως πρώτη κατοικία και να ανακαινίσουν παλιότερα διαμερίσματα με τραπεζικά στεγαστικά δάνεια που συγχρηματοδοτεί κατά 75% το δημόσιο. Έτσι το μηνιαίο κόστος εξυπηρέτησης δεν υπερβαίνει τα 300 ευρώ – πολύ λιγότερα δηλαδή από ένα μέσο ενοίκιο – για την αγορά ενός διαμερίσματος αξίας 100.000 ευρώ.
Τέλος στηρίζουμε την ανεξάρτητη διαβίωση των φοιτητών με αύξηση κατά 50% του φοιτητικού επιδόματος στέγης και κατά 100% όταν αφορά σε συγκατοίκηση και δρομολογούμε την κατασκευή 8.150 φοιτητικών κλινών σε σύγχρονες φοιτητικές στέγες με ΣΔΙΤ σε 5 πανεπιστήμια της χώρας».
Εν κατακλείδι, «η ιδιοκατοίκηση και η ανεξάρτητη διαβίωση, η χειραφέτηση και ενδυνάμωση των νέων – που στη χώρα μας φεύγουν από τη γονεϊκή εστία 5 χρόνια αργότερα από τους ευρωπαίους συνομηλίκους τους – αναδεικνύεται σε μείζονα στόχο προοδευτικής πολιτικής για όλους μας. Αλλά και αντιμετώπισης του δημογραφικού ζητήματος. Με το πρόγραμμα #σπίτιμου η νέα γενιά δεν θα χάσει το δικαίωμα που είχαν θεμελιώσει οι γονείς μας στην απόκτηση ή μίσθωση προσιτής σύγχρονης στέγης», καταλήγει ο Άκης Σκέρτσος.