Η Συμφωνία αριθμός 9, με υπότιτλο Του Νέου Κόσμου, είναι το κορυφαίο έργο του τσέχου συνθέτη Αντονίν Ντβόρζακ (1841 – 1904). Θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα της συμφωνικής μουσικής και είναι η πιο γνωστή Ενάτη, μετά από αυτή του Μπετόβεν.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Αντονίν Ντβόρζακ ήταν ένας καθιερωμένος συνθέτης, με συχνές μετακλήσεις στα μεγάλα μουσικά κέντρα της Ευρώπης για να διευθύνει έργα του. Το 1892 δέχθηκε πρόσκληση να αναλάβει τη διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου της Νέας Υόρκης, με ετήσιο μισθό 15.000 δολάρια. Είπε αμέσως το «ναι» και έκανε το μεγάλο ταξίδι στο Νέο Κόσμο, αφού οι αποδοχές του θα ήταν κατά 20 φορές υψηλότερες από τις απολαβές του στην Ευρώπη.
Παράλληλα με τα διοικητικά και εκπαιδευτικά του καθήκοντα, στη Νέα Υόρκη συνέχισε να συνθέτει. Τον Ιανουάριο του 1893 άρχισε να γράφει την ένατη συμφωνία του, την οποία ολοκλήρωσε το Μάιο του ίδιου χρόνου, λίγο προτού φύγει με την οικογένειά του για διακοπές στο Σπίλβιλ της Αϊόβα, όπου υπήρχε μια τσέχικη κοινότητα. Η πρεμιέρα του έργου του δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1893 στο Κάρνεγκι Χολ με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, υπό τη διεύθυνση του φίλου του μαέστρου Άντον Σεντλ.
Ο συνθέτης ενθουσιάστηκε από την υποδοχή της μουσικόφιλης Νέας Υόρκης στο έργο του και έγραψε στον εκδότη του: «Οι εφημερίδες είπαν ότι κανένας συνθέτης δεν γνώρισε τέτοιο θρίαμβο. Το Κάρνεγκι Χολ ήταν γεμάτο από μέλη της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Το ακροατήριο χειροκρότησε τόσο πολύ, σαν να βρισκόταν στην αίθουσα βασιλιάς, αναγκάζοντάς με να υποκλιθώ πολλές φορές στο θεωρείο, όπου καθόμουν».
Η Ενάτη του Ντβόρζακ είναι γραμμένη για δύο φλάουτα, πίκολο, δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο φαγκότα, τέσσερα κόρνα, δύο τρομπέτες, τρία τρομπόνια, τούμπα, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο, βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα, και κοντραμπάσα. Αποτελείται από τέσσερα μέρη:
Η εισαγωγή του πρώτου μέρους είναι αργή, αλλά σύντομα γίνεται απειλητική και ανοίγει τον δρόμο σε ένα πολύ δραματικό κυρίως τμήμα. Το δεύτερο μέρος με το περίφημο σόλο του αγγλικού κόρνου, είναι κατά βάση λυρικό, αν και περιλαμβάνει στιγμές μεγάλης έντασης. Το Scherzo της Ενάτης του Μπετόβεν έχει επηρεάσει εμφανώς το Scherzo του έργου, αλλά το κυρίως θέμα παραπέμπει στον φυσικό κόσμο του Σμέτανα (Η πατρίδα μου), ενώ το ζεστό μελωδικό τρίο είναι προϊόν καθαρής έμπνευσης του Ντβόρζακ. Το θερμό και μερικές φορές βίαιο φινάλε περιλαμβάνει στοιχεία λαϊκών χορών, που πηγάζουν από τα τρία προηγούμενα μέρη, αλλά έχει νέο, δροσερό, μελωδικό υλικό. Στο τέλος μιας μεγάλης κορύφωσης, η τελευταία συγχορδία της συμφωνίας χάνεται στο πουθενά.
Ο Ντβόρζακ είχε ενδιαφερθεί και μελετήσει τη μουσική των Ινδιάνων και των μαύρων της Αμερικής. Σε μια προφητική δήλωσή του, άμα τη αφίξει του στη Νέα Υόρκη, είχε πει: «Είμαι πεπεισμένος ότι η μελλοντική μουσική αυτής της χώρας θα προέλθει από τις μελωδίες των νέγρων».
Πολύ κουβέντα είχε γίνει για τους «αμερικανικούς σκοπούς», που ακούγονται στην Ενάτη. Μερικοί βρήκαν αντηχήσεις λαϊκών τραγουδιών, όπως τα Yankee Doodle, Swing Low, Sweet Chariot. Ο ίδιος φρόντισε να ξεκαθαρίσει το θέμα από την αρχή: «Είναι ανοησίες τα όσα λέγονται για “ινδιάνικα” και “αμερικάνικα” θέματα, είναι ψέμματα. Προσπάθησα μόνο να συνθέσω στο πνεύμα των λαϊκών αμερικάνικων μελωδιών» έγραφε σ’ ένα μαθητή του. Και σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «New York Herald» δήλωσε: «Έγραψα τα δικά μου θέματα, ενσωματώνοντας σε αυτά χαρακτηριστικά της μουσικής των Ινδιάνων, χρησιμοποιώντας τα θέματά της ως μοτίβα».
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ έγραψε και ένα άλλο σπουδαίο έργο του, το «Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα (έργο 104)». Ο Ντβόρζακ επέστρεψε στην Πράγα το 1895 και αφιέρωσε τις δημιουργικές του δυνάμεις στη σύνθεση όπερας. Στην αγαπημένη του πόλη γινόταν άλλος άνθρωπος, μιλούσε τη γλώσσα του και απολάμβανε τις απλές χαρές της ζωής.