Το κανονικό όνομα της Madame Grès ήταν Germaine Krebs. Γεννημένη το 1903 στο Παρίσι, δεν αποχωριζόταν σχεδόν ποτέ το τυρμπάν της. Θεωρείται, όχι άδικα, διάδοχος της Madeleine Vionnet και συγκαταλέγεται στις κορυφαίες Γαλλίδες σχεδιάστριες μόδας του 20ου αιώνα. Αυτό που την έκανε να ξεχωρίσει και να αναγνωριστεί παγκοσμίως ήταν οι λεπτεπίλεπτες πτυχώσεις των αέρινων δημιουργιών της, που μεταμόρφωναν τη γυναικεία φιγούρα σε αρχαιοελληνικό άγαλμα.
Η Madame Grès, παρόλο που σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική, τελικά δεν τα κατάφερε να γίνει γλύπτρια, αν και το ήθελε πολύ. Ωστόσο, ασχολήθηκε με την πιλοποιία για να βγάλει τα προς το ζην. Άνοιξε τον πρώτο της κατάστημα, στο οποίο έφτιαχνε καπέλα το 1934 και άλλαξε το όνομά της σε Alix Barton.
Σταθμός στην καριέρα της είναι η στιγμή που ανέλαβε να σχεδιάσει και να ράψει κοστούμια για το θεατρικό του Jean Giraudoux, ‘The Trojan War Will Not Take Place’. Μετά από αυτή τη συνεργασία, κατάφερε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να ενσωματώσει στο πελατολόγιό της, ονόματα γαλαζοαίματων και μεγάλων σταρ του Χόλιγουντ, όπως οι Grace Kelly, Greta Garbo και Marlene Dietrich.
Το 1942 άλλαξε το όνομα του οίκου της σε Grès. Στην ουσία ήταν αναγραμματισμός του μικρού ονόματος του συζύγου της, Serge Czerefkov, ο οποίο ήταν ζωγράφος και την εγκατέλειψε μετά από λίγα χρόνια μαζί με τη νεογέννητη κόρη της.
Οι New York Times χαρακτήρισαν τον Grès ως «το πιο διανοούμενο οίκο της Ευρώπης», ενώ η ίδια είχε αναφέρει συγκεκριμένα για τη δουλειά της: «Πάντα ήθελα να γίνω γλύπτρια. Ωστόσο, δεν μου κάνει διαφορά να δουλεύω με υφάσματα ή μάρμαρα». Και τελικά, κατάφερε να γίνει εξαιρετική γλύπτρια υφασμάτων. Η πιο αγαπημένη της υφή ήταν το μεταξωτό ζέρσεϊ, όπου για ένα μόνο φόρεμα χρησιμοποιούσε από 13 έως 21 μέτρα.
Το 1976 είχε δηλώσει μεταξύ άλλων: «Η απλότητα και η κομψότητα δεν είναι ποτέ βαρετές: ποτέ δεν είναι αρκετές. Μία και μοναδική λεπτομέρεια καταφέρνει να μας κάνει χαρούμενους». Η Madame Grès σχεδίαζε haute couture δημιουργίες, οι οποίες θύμιζαν αρχαιοελληνικά ενδύματα με έντονες πτυχώσεις, που έδιναν κίνηση στο γυναικείο σώμα. Μάλιστα, έκοβε η ίδια τα φορέματα κατευθείαν στο σώμα και χωρίς τη χρήση πατρόν. Παρόλο που έγινε διεθνώς γνωστή για τα αισθησιακά ντραπέ, η Γαλλίδα σχεδιάστρια πάντα στις συλλογές της είχε και daywear, που ξεχώριζαν για την εξαιρετική ραφή και τα υπέροχα υφάσματα.
Δε σταμάτησε να δημιουργεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980 και καθ’ όλη την διάρκεια, η δουλειά της παρέμεινε διαχρονική και ποιοτική, αφήνοντας πάντα το προσωπικό της στίγμα σε όλες τις δημιουργίες της.
Το 1984 όμως αναγκάστηκε να πουλήσει τον οίκο της στο Γάλλο επιχειρηματία Bernard Tapie. Μετά από τρία χρόνια τον αγόρασε ο όμιλος εταιρειών του Jacques Esterel και το 1987 ο οίκος χρεοκόπησε, με αποτέλεσμα όλες οι τουαλέτες, τα πατρόν και τα αρχεία να καταστραφούν. Στη συνέχεια, η εταιρεία του επιχειρηματία Yagi Tsusho από την Ιαπωνία αγόρασε τον οίκο και η Grès μαζί με την κόρη της άφησαν πίσω τους το Παρίσι για να μπορέσουν να ξεχάσουν τις δύσκολες εκείνες στιγμές.
Το 1993 η θρυλική δημιουργός του αισθησιακού ντραπέ φορέματος πέθανε πάμφτωχη και εγκαταλελειμμένη σε οίκο ευγηρίας. Τα μέσα ανακοίνωσαν το θάνατό της σχεδόν μετά από ένα χρόνο, χωρίς να έχει διευκρινιστεί ο λόγος που συνέβη αυτό.