Η παράταση της παραμονής στην αγορά εργασίας, η αξιοποίηση πλασματικών χρόνων, καθώς και η επιλογή από τους μη μισθωτούς υψηλότερης ασφαλιστικής κατηγορίας αποτελούν διαβατήριο για υψηλότερες συντάξεις.
Για όσους ετοιμάζονται να συνταξιοδοτηθούν η πρώτη κίνηση στην οποία απαιτείται να προβούν εγκαίρως είναι η καταγραφή του ακριβούς χρόνου ασφάλισης. Ο χρόνος ασφάλισης έχει καταγραφεί ηλεκτρονικά για τα έτη μετά το 2002. Για τα προηγούμενα χρόνια υπάρχουν στις υπηρεσίες τα χειρόγραφα στοιχεία. Για τον λόγο αυτόν οι ενδιαφερόμενοι πρέπει από νωρίς να απευθυνθούν στον ή στους ασφαλιστικούς φορείς όπου ασφαλίζονται και να αιτηθούν την επίσημη καταμέτρηση του συνολικού χρόνου ασφάλισής τους. Ετσι, με τα πλήρη αυτά στοιχεία έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τον ευνοϊκότερο και ασφαλέστερο δρόμο που θα ακολουθήσουν. Ειδικότερα:
Οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος υπολογισμού κύριων συντάξεων (νόμος Βρούτση), συγκριτικά με τον νόμο Κατρούγκαλου είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών. Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τους σημερινούς συντελεστές. Οσα περισσότερα χρόνια εξασφαλίζει κανείς μέσα στη δεκαετία 30,1-40 έτη ασφάλισης τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει. Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην πενταετία 35-40 έτη ασφάλισης. Για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση για την 40ετία φτάνει στα 252 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Αντίστοιχα για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, η αύξηση φτάνει στα 72 ευρώ σε σύγκριση με τα σημερινά ποσοστά. Στην 35ετία η αύξηση για 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές φτάνει στα 35 ευρώ, ενώ για 3.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές ανεβαίνει στα 123 ευρώ.
Στην πράξη, όσο περισσότερα έτη είχε ο συνταξιούχος τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση. Ωστόσο πρακτικά κερδισμένοι θα είναι κυρίως οι συνταξιούχοι μετά τις 13-5-2016, καθώς οι παλαιότεροι συνταξιούχοι στην πλειονότητά τους έχουν, μετά τον επανυπολογισμό του νόμου Κατρούγκαλου, διατηρήσει προσωπική διαφορά που είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του νόμου Βρούτση. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνταξιούχος ωφελείται γιατί μειώνεται η προσωπική διαφορά, αλλά δεν κερδίζει πρακτικά, καθώς δεν αυξάνεται πραγματικά η σύνταξή του παρά μόνο λογιστικά. Εφόσον όμως η αύξηση με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης είναι μεγαλύτερη από την προσωπική διαφορά που είχαν διατηρήσει, τότε θα λάβουν ως πραγματική αύξηση το ποσό που μετά τον συμψηφισμό υπερβαίνει την προσωπική διαφορά.
Στην ίδια βάση, η αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης (κύρια σύνταξη) ανέρχεται από 0,56% (28,35% αντί για 27,79% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου) για συνταξιούχους που έχουν 31 έτη και φτάνει έως και το 7,21% (50,01% αντί για 42,8% που προέβλεπε ο νόμος Κατρούγκαλου) για συνταξιούχους που είχαν συμπληρώσει 40 έτη κατά τη συνταξιοδότηση. Ειδικότερα:
- Με 36-40 έτη ασφάλισης, τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης θα έχουν προσαύξηση 2,55% ετησίως με τον νέο νόμο (4670/2020), ενώ είχαν 1,80% με τον προηγούμενο νόμο (4387/2016).
- Με 40 έτη και πάνω, η ετήσια προσαύξηση περιορίζεται στο 0,5% (ήταν 2% με τον Ν. 4387/2016).
- Με 44 έτη και 9 μήνες ασφαλιστικού βίου, η αναπλήρωση και από τους δύο νόμους (Ν. 4670/2020 και Ν. 4387/2016) είναι ίδια ακριβώς.
Με 44 έτη ασφάλισης και πάνω, τα ποσοστά αναπλήρωσης φθίνουν σε απόδοση με τον Ν. 4670/2020 έναντι των παλαιών. Ετσι, π.χ., με 45 έτη ασφάλισης, το νέο ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 52,51%, ενώ με τον Ν. 4387/2016 ήταν 52,80%. Τέλος, για τους στρατιωτικούς (των οποίων η σύνταξη υπολογίζεται διπλά από πτητικά και καταδυτικά εξάμηνα) θα χορηγείται προσαύξηση 2% από το 45ο έτος και μετά, προκειμένου να αντισταθμίσουν τη μεγαλύτερη αύξηση που έδινε ο Ν. 4387/2016.
Τέλος, τα πλασματικά έτη μπορούν να οδηγήσουν σε «αναβάθμιση» των συντάξιμων αποδοχών. Πιο συγκεκριμένα, στον ιδιωτικό τομέα (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και επιστήμονες) υπάρχει η δυνατότητα αναγνώρισης με εξαγορά πλασματικού χρόνου στρατού, σπουδών και τέκνου.