Η ατμοσφαιρική ρύπανση και ο θόρυβος που σχετίζονται με την κυκλοφορία επηρεάζουν έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων παγκοσμίως. «Γνωρίζουμε ήδη ότι τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις επιπτώσεις αυτών των εκθέσεων, λόγω του αναπτυσσόμενου μεταβολισμού και εγκεφάλου τους», λέει η ερευνήτρια του ISGlobal και ανώτερη συγγραφέας Mónica Guxens. Αρκετές μελετες έχουν βρει μια σχέση μεταξύ της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά την πρώιμη παιδική ηλικία και των αλλαγών στη δομή του εγκεφάλου. Σε αυτή τη μελέτη, η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε μαγνητική τομογραφία (MRI) για να διερευνήσει εάν η υψηλότερη έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση ή θόρυβο θα μπορούσε επίσης να συσχετιστεί με πιθανές αλλαγές στη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου (δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου). «Η χρήση της μαγνητικής τομογραφίας έχει ανοίξει νέες δυνατότητες στην επιδημιολογική έρευνα για τη διερεύνηση της δομής και της λειτουργίας του εγκεφάλου», σημειώνει η Guxens.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα 2.197 παιδιών από τη μελέτη Generation R, που γεννήθηκαν μεταξύ Απριλίου 2002 και Ιανουαρίου 2006 και ζούσαν στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Με ειδικά εργαλεία υπολόγισαν τα επίπεδα οξειδίων του αζώτου (NOx και NO2) και σωματιδίων (PM) στα σπίτια των συμμετεχόντων σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, από τη γέννηση έως τα τρία χρόνια, από τρία έως τα έξι και από έξι έως την ηλικία στην οποία έγινε η μαγνητική τομογραφία. Τα επίπεδα θορύβου λόγω της κυκλοφορίας του δρόμου εκτιμήθηκαν χρησιμοποιώντας υφιστάμενους χάρτες θορύβου. Μεταξύ εννέα και 12 ετών, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία σε κατάσταση ηρεμίας (δηλαδή χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα). Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι υψηλότερες εκθέσεις σε απορρόφηση NO2 και PM2.5 (δείκτης σωματιδίων μαύρου άνθρακα) από τη γέννηση έως τα τρία έτη και σε NOx από την ηλικία των τριών έως των έξι ετών συσχετίστηκαν με υψηλότερη λειτουργική συνδεσιμότητα του εγκεφάλου μεταξύ πολλών περιοχών του εγκεφάλου στην προεφήβους.
Οι συσχετίσεις εντοπίστηκαν σε περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται κυρίως σε δύο δίκτυα που έχουν έντονα αντίθετες λειτουργίες: το δίκτυο αρνητικής εργασίας (ή “προεπιλεγμένης λειτουργίας”) τείνει να ενεργοποιείται σε συνθήκες ηρεμίας και το δίκτυο θετικών εργασιών τείνει να ενεργοποιείται κατά τη διάρκεια εργασιών που απαιτούν προσοχή. «Πρέπει ακόμη να κατανοήσουμε τις συνέπειες αυτής της αυξημένης δραστηριότητας και των δύο δικτύων σε συνθήκες ανάπαυσης, αλλά προς το παρόν μπορούμε να πούμε ότι η συνδεσιμότητα του εγκεφάλου σε παιδιά που εκτίθενται σε υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι διαφορετική από ό,τι θα περιμέναμε», λέει η Laura Pérez. – Crespo, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο Environment International.