Η επιστροφή του πυρηνικού εφιάλτη και οι πολλαπλές συνέπειες για την υγεία
Όταν τη δεκαετία του ’90 (και μετά τις κοσμογονικές πολιτικές-οικονομικές αλλαγές σε ένα εκτεταμένο μέρος του πλανήτη) κυριάρχησε η ιδέα ότι η πρωτοκαθεδρία της αγοράς και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών θα απομάκρυναν τον κίνδυνο γενικευμένων πολεμικών συγκρούσεων, η ανακούφιση για το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν η επικρατούσα αίσθηση στους πληθυσμούς της Γηραιάς Ηπείρου.
Η ανθρωπότητα πίστεψε ότι άφηνε πίσω της τον πυρηνικό εφιάλτη που από τη δεκαετία του ’50 στοίχειωνε το παρόν και το μάλλον κάθε γενιάς. Μαζί με αυτό, ανέτειλε και η ελπίδα για τη διαχείριση της πυρηνικής ενέργειας προς όφελος των οικονομιών και των ανθρώπων.
Οι εντάσεις γύρω από τα πυρηνικά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας έθεσαν εν αμφιβόλω τις ελπίδες αυτές, αλλά δεν στάθηκαν ικανές να δημιουργήσουν κλίμα φόβου για έναν επικείμενο παγκόσμιο κίνδυνο. Μεγαλύτερη ήταν η ανησυχία την οποία προκαλούσε το ενδεχόμενο πυρηνικών ατυχημάτων όπως εκείνο της Φουκουσίμα το 2011, που ερχόταν να ξυπνήσει μνήμες Τσερνόμπιλ.
Να όμως που η ιστορία κάνει τους κύκλους της και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήρθε να επαναφέρει όλους μαζί τους απωθημένους φόβους. Αναλυτές και πολιτικοί χρησιμοποιούν δραματικούς τόνους όταν αναφέρονται στην απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων, στις μάχες που έγιναν στην περιοχή του πυρηνικού σταθμού του Τσερνόμπιλ, όπως και στις πληροφορίες ότι έχει χτυπηθεί και άλλος σταθμός από ρωσικούς πυραύλους.
Κίνδυνος για την παγκόσμια υγεία
Η πυρηνική απειλή για την οποία γίνεται όλο και περισσότερο λόγος, θέτει μεγάλες προκλήσεις για την παγκόσμια υγεία. Η μία πλευρά αυτών των προκλήσεων είναι ασφαλώς το άμεσο αποτέλεσμα μιας πυρηνικής έκρηξης: τα μαζικά θύματα στην άμεση περιοχή μιας πυρηνικής έκρηξης η οποία θα σκότωνε ακαριαία σχεδόν όλους όσους θα βρίσκονταν σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων. Μετά την απόσταση των 10 χιλιομέτρων, η πιθανότητα θανάτων μειώνεται, όμως οι άνθρωποι στην ευρύτερη περιοχή θα εξακολουθήσουν να υποφέρουν από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις μιας πυρηνικής έκρηξης για δεκαετίες, με μία από τις πλέον επιβλαβείς επιπτώσεις να αφορά τα υψηλότερα επίπεδα εμφάνισης διαφόρων μορφών καρκίνου στον ανθρώπινο πληθυσμό.
Πολλές από τις επιπτώσεις ενός πυρηνικού πολέμου στην υγεία οφείλονται επίσης στην καταστροφή της γης και του περιβάλλοντος, και κατά συνέπεια της γεωργίας, και στην μόλυνση και έλλειψη τροφίμων: ολοκληρωτική διατάραξη των οικοσυστημάτων, τροφιμογενείς ασθένειες, υποσιτισμός, αναπτυξιακές και γενετικές ανωμαλίες.
Περαιτέρω, και σύμφωνα με τους ειδικούς, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις μιας πυρηνικής σύγκρουσης θα επηρέαζαν και άλλες πτυχές της παγκόσμιας υγείας προκαλώντας από αναπνευστικές ασθένειες μέχρι καρδιαγγειακές παθήσεις και από εγκεφαλικά επεισόδια μέχρι λοιμώδεις νόσους, νευρολογικές και ψυχικές διαταραχές, αλλά και νέες, άγνωστες έως σήμερα, ασθένειες.
Όπως σημειώνει σχετικά ο Ευάγγελος Γεωργίου, Ομότιμος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με διεθνή καριέρα (Yale University): «Ως ανθρώπινο είδος είχαμε τη δυσάρεστη εμπειρία να μελετήσουμε επιδημιολογικά τις επιδράσεις της ιοντίζουσας ακτινοβολίας σε μεγάλα δείγματα πληθυσμού με την άφρονα χρήση των βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (Life Span Study). Είναι πλέον σίγουρο ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ της δόσης ακτινοβολίας και των ανεπιθύμητων δράσεων στο ανθρώπινο σώμα. Tο γεγονός αυτό επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την αποφυγή νέων ατυχημάτων όπως αυτών της Φουκουσίμα και του Τσερνόμπιλ».
H πυρηνική απειλή ως ατύχημα
Δεν είναι όμως μόνο το ξέσπασμα πυρηνικού πολέμου απειλή για την υγεία, όπως πολύ καλά είναι γνωστό από τα πυρηνικά ατυχήματα που έχουν συμβεί τις περασμένες δεκαετίες. Πιο κοντινό στη χώρα μας, το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ (1986) που διατάραξε σοβαρότατα τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στις γύρω περιοχές και είχε σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτίμησε ότι η συνολική ραδιενέργεια από το Τσερνόμπιλ ήταν 200 φορές μεγαλύτερη από τη συνολική ραδιενέργεια που εκλύθηκε από τις ατομικές βόμβες που έπεσαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, ο πληθυσμός εκτέθηκε κυρίως σε τρία στοιχεία μετά τη ραδιενεργό νέφωση: ιώδιο-131, καίσιο-134, καίσιο-137 (Εικ. 1 και 2).
Το ιώδιο-131, το οποίο μπορεί να μεταφερθεί στον άνθρωπο από τον αέρα και από την κατανάλωση μολυσμένου γάλακτος και φυλλωδών λαχανικών, εντοπίζεται στον θυρεοειδή αδένα. Το καίσιο-134 και το καίσιο-137 εναποτίθενται στο έδαφος και ευθύνονται για την πιο μακροχρόνια έκθεση (Εικ. 3).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, εκτός από τις δεκάδες ανθρώπους που πέθαναν το πρώτο τρίμηνο ως συνέπεια της μόλυνσης από ραδιενέργεια, επηρεάστηκαν επίσης με άμεσο τρόπο 240.000 εργάτες που ασχολήθηκαν με την αποκατάσταση και καθαρισμό της μολυσμένης περιοχής τα πρώτα δύο χρόνια μετά το ατύχημα. Επιπλέον, στη ραδιενέργεια εκτέθηκαν περίπου 120.000 κάτοικοι που απομακρύνθηκαν από τις ιδιαίτερα μολυσμένες ζώνες, αλλά και όλοι οι κάτοικοι των γύρω περιοχών της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και της Ρωσίας.
Στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις γίνεται κυρίως λόγος για καρκίνο του θυρεοειδούς και λευχαιμία. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς, ειδικότερα, ήταν η κύρια συνέπεια της ακτινοβολίας σε παιδιά και έφηβους. Μέχρι το 2005, είχαν αναφερθεί περισσότερες από 6.000 περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς σε παιδιά και εφήβους. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για αυξημένη συχνότητα εμφάνισης περιπτώσεων λευχαιμίας, ενώ μελέτες υποδεικνύουν αύξηση της συχνότητας εμφάνισης καρκίνου του μαστού πριν από την εμμηνόπαυση στις πιο μολυσμένες περιοχές, καθώς και πιθανές επιπτώσεις στον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Εξακολουθεί να διερευνάται η «μέτρια αλλά σταθερή» αύξηση των γενετικών ανωμαλιών στην ευρύτερη περιοχή της μόλυνσης αν και αρκετοί δεν την αποδίδουν στην ακτινοβολία αλλά στην καλύτερη και πιο συστηματική καταγραφή περιστατικών. Πάντως, εκείνο που θεωρείται σίγουρο είναι ότι μερικές από τις επιπτώσεις της έκθεσης στην ακτινοβολία μπορεί να εμφανιστούν με καθυστέρηση (λανθάνουσα περίοδος) αρκετών δεκαετιών.
«Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, έχουν θεσπισθεί αυστηρά μέτρα αποφυγής της έκθεσης σε ιοντίζουσα ακτινοβολία (π.χ. για ιατρικούς λόγους) αν αυτό δεν είναι απαραίτητο» επισημαίνει ο Καθηγητής κ. Γεωργίου.
Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις είναι μία ακόμη πλευρά των συνεπειών του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσερνόμπιλ. Αναφέρθηκαν συμπτώματα στρες, κατάθλιψης και άγχους, καθώς και πολλαπλά ιατρικώς ανεξήγητα σωματικά συμπτώματα. Η αιτία συνδέεται με το άγχος για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της ακτινοβολίας, με την ακραία απαισιοδοξία για το μέλλον, και με την αίσθηση της θυματοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΠΟΥ (2006) εκτίμησε τις επιπτώσεις του Τσερνόμπιλ στην ψυχική υγεία ως «το μεγαλύτερο πρόβλημα δημόσιας υγείας που έχει προκληθεί από το ατύχημα μέχρι σήμερα».
Χρήστος Πραμαντιώτης
** Στοιχεία αντλήθηκαν από την έκδοση «Chernobyl: Environmental and health effects» της Υπηρεσίας Μελετών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και από την Επιστημονική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τις Συνέπειες της Ατομικής Ακτινοβολίας