Μόνον ένα η Ελλάδα πετύχει μεσοπρόθεσμα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα το χρέος της θα παραμείνει σε βιώσιμη τροχιά. Αυτό προκύπτει από την 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την έκθεση, δεδομένου του υψηλού επιπέδου του ελληνικού χρέους, η ανάλυση βιωσιμότητας συνοδεύεται από υψηλά ρίσκα.
Στο βασικό σενάριο της Κομισιόν, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 32% το 2060, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μειώνονται κάτω από το 10% μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, το εν λόγω σενάριο προβλέπει πως η Ελλάδα από το 2023 έως το 2060 θα καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,6% του ΑΕΠ.
Μέχρι σήμερα το σενάριο βιωσιμότητας του χρέους προέβλεπε πως η Ελλάδα από το 2023 έως το 2060 θα καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,2% του ΑΕΠ.
Η αύξηση του στόχου για τα πλεονάσματα κατά 0,4% επελέγη από την ΕΕ για να βγαίνουν τα νούμερα. Δεδομένου του προβλεπόμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2023 και των παραδοχών για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης.
Στο δυσμενές σενάριο όπου η Ελλάδα θα καταγράψει σημαντικά χαμηλότερο πρωτογενές ισοζύγιο για την περίοδο 2023-2060, το χρέος εξακολουθεί να παραμένει σε πτωτική τροχιά, αλλά μειώνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό, παραμένοντας πάνω από το 100% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του ορίζοντα προβολής (2060). Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι επίσης πιο αυξημένες, καθώς κυμαίνονται γύρω στο 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και ελαφρώς πάνω από το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
«Η νέα δημοσιονομική πορεία συνεπάγεται κατά μέσο όρο σημαντικά υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με την προηγούμενη δημοσιονομική παραδοχή. Η επίτευξη και η διατήρηση ενός μέσου πρωτογενούς πλεονάσματος 2,6% σε σχεδόν 40 χρόνια, είναι εξαιρετικά φιλόδοξη και θα απαιτούσε δημοσιονομική πειθαρχία που δεν έχει προηγούμενο σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ», αναφέρει η έκθεση της Κομισιόν.