«Το πρόβλημα της ακρίβειας δεν γεννήθηκε ξαφνικά, είναι αποτέλεσμα μιας τριπλής κρίσης», ανέφερε ο πρόεδρος ΓΣΕΒΕΕ κ. Γιώργος Καββαθάς.
Η ενεργειακή κρίση και οι τεράστιες αυξήσεις που έχουν έρθει στις τιμές των προϊόντων έχουν επηρεάσει την αγορά της Ελλάδας δημιουργώντας δύσκολες συνθήκες για τις επιχειρήσεις που προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν.
O πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, Γιώργος Καββαθάς, μιλώντας στο Newsbomb.gr αναφέρθηκε στην εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία που βιώνει η αγορά.
Σύμφωνα με τον κ. Καββαθά, το πρόβλημα της ακρίβειας δεν γεννήθηκε ξαφνικά, είναι αποτέλεσμα μιας τριπλής κρίσης, όπως εξηγεί «οφείλεται στα προβλήματα που έχουν προκύψει από τα χρέη πανδημίας, οικονομικής κρίσης και της ενεργειακής κρίσης» και συμπληρώνει «έχουμε περισσότερες οικονομικές επιπτώσεις λόγω πολέμου στην Ουκρανία».
Όλοι οι κλάδοι της αγοράς έχουν υποστεί επιπτώσεις, σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Καββαθά αλλά «οι δύο κλάδοι που υποφέρουν περισσότερο είναι η εστίαση και η υπόδηση».
Οι επιχειρήσεις δοκιμάζουν συνεχώς τα όριά τους καθώς η πελατεία τους λιγοστεύει επικίνδυνα.
«Η αγορά κινείται δύσκολα, υπάρχει αύξηση της ενέργειας και των πρώτων υλών των προϊόντων στην αγορά», τόνισε ο κ. Καββαθάς.
«Σαρώνει» νοικοκυριά και επιχειρήσεις το κύμα ακρίβειας το οποίο γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα, λόγω του ενεργειακού κόστους. Η ακρίβεια «ροκανίζει» καθημερινά τα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Καββαθάς αναφέρθηκε στην ετήσια έρευνα του οικονομικού τμήματος της ΓΣΕΒΕΕ που διεξήχθη από 9 έως 17 Δεκεμβρίου. Στην έρευνα προέκυψε ότι ένα στα δύο νοικοκυριά δηλώνει ότι το εισόδημά του επαρκεί μόνο για τις πρώτες 19 ημέρες του μήνα.
«Το 50% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα μετά την 19η μέρα που εξαντλείται το εισόδημα», τόνισε ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας.
Προς νέο ρεκόρ 25ετίας για τον πληθωρισμό το Μάρτιο
Υπενθυμίζεται ότι ο Μάρτης αναδείχθηκε ο μήνας της ακρίβειας, με τις επιχειρήσεις να προχωρούν σε νέο κύκλο μικρότερων ή μεγαλύτερων ανατιμήσεων εξαιτίας της πρωτοφανούς αύξησης του ενεργειακού κόστους.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν μία άνοδο που μπορεί να ξεπεράσει το 8% δεδομένου ότι τον περασμένο μήνα – χωρίς τις πολεμικές επιπτώσεις – η άνοδος έφτασε στο 7,2% και πλησίασε το υψηλό του 1996.
Στο οικονομικό επιτελείο ήδη ξαναγράφουν τους φετινούς στόχους, οι οποίοι και θα αποτυπωθούν στο Μεσοπρόθεσμο τον Απρίλιο, με την εξίσωση να είναι αρκετά δύσκολη εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας που προκαλεί η άγνωστη έκβαση των γεωπολιτικών αναταράξεων. Οι αναθεωρημένες προβλέψεις ανεβάζουν προσώρας τον πληθωρισμό άνω του 4-5%, από τις αρχικές εκτιμήσεις στο 1%.
Αναλυτές εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός για το 2022 θα διατηρηθεί στο επίπεδο των πρώτων μηνών στο 7%, καθώς οι πιέσεις στις τιμές αφορούν όχι μόνον την ενέργεια αλλά και πολλά προϊόντα. Εφιαλτικά σενάρια κάνουν λόγο μάλιστα για άνοδο που μπορεί να φτάσει στο 11%. Αν επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις, τότε η ακρίβεια θα επιστρέψει στα υψηλότερα επίπεδα από το 1994 όταν ο πληθωρισμός είχε χτυπήσει κόκκινο (10,7%), ενώ το 1993 ήταν στο 12%.
Οι επιπτώσεις της ακρίβειας
Οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά έχει σοβαρές συνέπειες στο κοινωνικό και στο πολιτικό μέτωπο. Τα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά: μέσα σε ένα έτος η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 78,5%, του ηλεκτρισμού κατά 71,4% και του πετρελαίου θέρμανσης κατά 41,5%.
Η ακρίβεια συρρικνώνει εισοδήματα, πιέζει τις επιχειρήσεις και επιβαρύνει το κλίμα, όπως επίσης και πυροδοτεί τις πολιτικές αντεγκλήσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Από το Μέγαρο Μαξίμου αναζητείται μία κοινή ευρωπαϊκή λύση που θα δώσει τη δημοσιονομική ευχέρεια στο οικονομικό επιτελείο για να καλύψει όσο γίνεται μεγαλύτερο κόστος.
Τα καλύτερα από τα αναμενόμενα έσοδα κατά το πρώτο δίμηνο του έτους έδωσαν τον σημαντικό χώρο για το πρόσφατο πακέτο μέτρων στο 1,1 δισ. ευρώ. Προς στιγμήν, ξορκίζει τα σενάρια για μείωση στους φόρους των καυσίμων. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, μία τέτοια κίνηση δεν την αντέχει η οικονομία. Το 60% της τελικής τιμής καταναλωτή στα καύσιμα κίνησης στην Ελλάδα οφείλονται στον ΦΠΑ και τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Από τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση έχει διαθέσει κοντά στα 3,5 δισ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων που αφορά το κόστος ενέργειας και θέρμανσης. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού είναι δημοσιονομικά ουδέτερο καθώς καλύπτεται από το ταμείο μετάβασης. Το κυβερνητικό επιτελείο πάντως έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συνεχίσει τη στήριξη, όμως υπό τον φόβο ενδεχόμενης αναταραχής στις αγορές κρατά εφεδρείες.