Λένε, και όχι άδικα, ότι οι άνθρωποι που βρίσκουν καταφύγιο στην τέχνη και συχνά ταυτίζονται με τους καλλιτέχνες που αγαπούν δεν πρέπει να κάνουν ένα και μόνο λάθος στη ζωή τους. Να μπερδεύουν τον καλλιτέχνη με την υπόσταση που έχει ως προσωπικότητα και ως άνθρωπος. Μεγάλο στοίχημα, δύσκολη διαδικασία, οι μεγαλύτερες και πιο γοητευτικές γκρουπις αυτού του κόσμου σίγουρα θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν, ξαπλωμένες πάνω σε κάποιον δερμάτινο καναπέ στα παρασκήνια μίας μεγάλης συναυλίας των Led Zeppelin ή των Black Sabbath, ότι ο διαχωρισμός αυτός είναι για πολλούς σχεδόν ανέφικτος.
Οι αποδείξεις όμως είναι εδώ για να μας πείσουν πως ένας σπουδαίος δημιουργός που κατάφερε να υμνήσει μέσα από τη μουσική, τα βιβλία ή τα εικαστικά του έργα ολόκληρα κομμάτια της ανθρώπινης ύπαρξης και να φτάσει με τα λόγια και τους ήχους του μέχρι τα βάθη της υπόστασης μας, μιλώντας για εμάς τους ίδιους με φράσεις, νότες και χρώματα που δεν είχαμε ιδέα ότι υπάρχουν, δεν είναι απαραίτητα ένας καλός, ευγενικός και συναισθηματικός άνθρωπος. Ίσως στο άκουσμα όλων των παραπάνω το μυαλό του καθενός να πηγαίνει αυτόματα στο μεγαλύτερο Ρώσο συγγραφέα όλων των εποχών, τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο οποίος κρατάει δικαίως τον τίτλο του πιο στρυφνού και δύσκολου ανθρώπου της παγκόσμιας τέχνης.
Ο Γερμανός νομπελίστας Έρμαν Έσσε μάλλον φιγουράρει μερικά σκαλιά παρακάτω, όντας γνωστός για τον μισογυνισμό του, αλλά και για την αδυναμία του να εκφράσει το ελάχιστο το συναίσθημα που πλημμυρίζει τα σπουδαία του μυθιστορήματα στους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Το «κακό» μοιάζει να ξεκινάει από την παιδική του ηλικία με τον σημαντικό λογοτέχνη να έχει μία κάκιστη και πολύ προβληματική σχέση με τους γονείς του πριν καλά-καλά προλάβει να καταλάβει τον πραγματικό εαυτό του. Ο Έσσε υπήρξε ένα δύστροπο και αλλόκοτο παιδί και οι γονείς του, οι οποίοι ήταν πρώην ιεραπόστολοι και μέλη του προτεσταντικού κινήματος, δεν μπορούσαν με τίποτα να δεχτούν την μποέμ και διαφορετική προσωπικότητα του γιου τους. Από την άλλη εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να τους πηγαίνει κόντρα, επέμενε από πολύ μικρή ηλικία ότι θα γίνει συγγραφέας, κάπνιζε και έπινε μπροστά τους και κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι κρατώντας ένα περίστροφο.
Αυτές και πολλές ακόμα πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του κορυφαίου λογοτέχνη φέρνει στην επιφάνεια μία νέα βιογραφία με τίτλο «Έσσε: Ο περιπλανώμενος κα η σκιά του», ένα βιβλίο που ανατρέχει στην παιδική του ηλικία, αλλά επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα ακόμα προβληματικό κομμάτι της ύπαρξης του, στις αδιέξοδες σχέσεις του με το γυναικείο φύλλο.
Ο Έρμαν Έσσε φανερώνει σε αρκετά βιβλία του έντονα ερωτικά συμπλέγματα και απωθημένα, παρόλα αυτά υπήρξε σε ολόκληρη τη ζωή του βαθιά μισογύνης, αδυνατώντας να εκφράσει αγάπη και συναίσθημα προς τις γυναίκες που σταθήκαν στο πλευρό του. Κι όμως παντρεύτηκε τρεις φορές. Μόνο η τελευταία φορά είχα θετική κατάληξη.
Η πρώτη σύζυγος του Έσσε ήταν η 9 χρόνια μεγαλύτερη του Μαρία Μπερνούλι, με την οποία απέκτησε τρεις γιους. Μετά από αρκετά χρόνια κοινής ζωής ο συγγραφέας την εγκατέλειψε μόλις κατάλαβε πως η γυναίκα του καταρρέει ψυχολογικά. Η δεύτερη σύζυγός του τον πρόλαβε και τελικά έφυγε εκείνη πρώτη από το σπίτι τους, λέγοντας πως δεν υπήρξε ούτε μία μέρα στη ζωή της που να εισπράξει αγάπη και τρυφερότητα από αυτό τον άνθρωπο. Η Ρουφ Βάγκνερ έμοιαζε να είναι πραγματικά έξαλλη και απογοητευμένη από την συναισθηματική της επαφή με τον λογοτέχνη.
Λίγα χρόνια μετά το διαζύγιο του με τη Βάγκνερ ο Έσσε γνωρίζει την τρίτη σύζυγό του, την Νινόν Ντόμπλιν, η οποία υπήρξε για πολλά χρόνια μεγάλη θαυμάστρια του και πολύ πρόθυμη να ανεχτεί κάθε παραξενιά προκειμένου να ζήσει στο πλάι του. Το ζευγάρι έζησε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του συγγραφέα στις 9 Αυγούστου του 1962, με την Ντόμπλιν να πρέπει να ζει κάτω από τους αυστηρούς κανόνες που της επέβαλε εκείνος. Δεν επιτρεπόταν να αγγίζει τα προσωπικά του αντικείμενα, αλλά ούτε να του απευθύνει απευθείας το λόγο, αφού της είχε ζητήσει να του αφήνει μήνυμα σε περίπτωση που ήθελε να του μιλήσει.
Ίσως τελικά να υπάρχουν γκρούπις που μπορούν να διαχωρίσουν τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο. Από την άλλη, μπορεί ο έρωτας για τον καλλιτέχνη να μην τους επιτρέπει να αντιληφθούν ποτέ την πραγματικά απάνθρωπη υπόσταση του μεγάλου δημιουργού που έχουν στο κρεβάτι τους.