«Μέχρι που θα το φτάσει ο Πούτιν; Πόσο θα τραβήξει το σχοινί;», αυτό είναι το βασικό ερώτημα που ταλανίζει την ανθρωπότητα αν και πλέον οποιαδήποτε προσπάθεια διπλωματικής λύσης απαιτεί νέες συμφωνίες – Το προφητικό άρθρο του Χένρι Κίσινγκερ για την Ουκρανία από το 2014.
Tελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή την ζωή. Για όσους δεν γνωρίζουν, ένας από τους τακτικούς συνομιλητές του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν είναι ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ.
Ακούγεται ενδεχομένως περίεργο, όμως είναι γνωστό στους διπλωματικούς κύκλους. Οι σχέσεις των δυο ανδρών χρονολογούνται πίσω στο 1990 και δεν είναι θεσμικές. Είναι περισσότερο ιδιωτικές αφού ο Κίσινγκερ μετά την αποχώρησή του από την κεντρική πολιτική σκηνή λειτουργεί ως σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Ας μην λησμονούμε ότι ο Κίσινγκερ ήταν υπεύθυνος για το «άνοιγμα» των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ και την ύφεση της ψυχροπολεμικής ρητορικής και έντασης με τη Σοβιετική Ένωση του Μπρέζνιεφ. Κάπως έτσι ο Βλάντιμιρ Πούτιν κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τον κώδικα σκέψης των δυτικών και συγκεκριμένα των Αμερικανών.
Κρίση στην Ουκρανία: Το προφητικό άρθρο του 2014
Η σημερινή κρίση στην Ουκρανία φέρνει ξανά στο προσκήνιο τον Κίσινγκερ ο οποίος στην πρώτη κρίση με τα αιματηρά γεγονότα στην Κριμαία το 2014 είχε γράψει τότε ένα άρθρο στην Washington Post με τέσσερα βήματα μέσα από τα οποία -κατά την άποψή του- η Ουκρανία μπορεί να βγει από το αδιέξοδο. Kανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει την Ουκρανία από τη Ρωσία, αλλά ούτε και να επιτρέψει να τη μετατρέψει το Κρεμλίνο σε «δορυφόρο της», έλεγε για το θέμα της κρίσης στην Κριμαία και στην ευρύτερη περιοχή, υποστηρίζοντας ότι όλοι -ο Βλαντιμίρ Πούτιν, οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως οι Ουκρανοί ηγέτες- έχουν μερίδιο ευθύνης για τα γεγονότα στη χώρα.
O Κίσινγκερ, επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1973 έως το 1977, σημείωνε σε εκείνο το άρθρο ότι στην πολιτική δεν έχει σημασία πώς αρχίζει κάτι, αλλά πώς τελειώνει: «στη δημόσια συζήτηση για την Ουκρανία, το όλο θέμα είναι η αντιπαράθεση. Αλλά ξέρουμε τι κάνουμε; Στη ζωή μου, έχω δει τέσσερις πολέμους να ξεκινούν με μεγάλο ενθουσιασμό και στήριξη του κόσμου, για τους οποίους δεν ξέραμε πώς θα καταλήξουν και στους τρεις από αυτούς αποσυρθήκαμε μονομερώς. Η δοκιμασία για την πολιτική είναι πώς τελειώνει κάτι τέτοιο και όχι πώς ξεκινά».
«Πολύ συχνά το ζήτημα της Ουκρανίας παρουσιάζεται σαν αναμέτρηση: είτε η χώρα θα ενταχθεί στην Ανατολή, είτε στη Δύση. Αλλά αν η Ουκρανία επιβιώσει και ευδοκιμήσει, δεν πρέπει να είναι προπύργιο της μίας πλευράς απέναντι στην άλλη. Πρέπει να λειτουργήσει σαν γέφυρα ανάμεσά τους», τονίζει, προσθέτοντας πως «η Ρωσία πρέπει να αποδεχθεί ότι προσπαθώντας να αναγκάσει την Ουκρανία να γίνει “δορυφόρος” της αλλάζοντας με αυτό τον τρόπο ξανά τα σύνορά της, θα καταδικάσει τη Μόσχα στην επανάληψη της ιστορίας μπαίνοντας σε έναν κύκλο αμοιβαίων πιέσεων με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ».
«Η Δύση πρέπει να καταλάβει ότι για τη Ρωσία η Ουκρανία δεν μπορεί να είναι ποτέ απλά μία ξένη χώρα. Η ρωσική ιστορία ξεκίνησε με αυτό που ονομαζόταν Κράτος των Ρως. Η ρωσική θρησκεία εξαπλώθηκε από εκεί. Η Ουκρανία έχει υπάρξει μέρος της Ρωσίας για αιώνες και η ιστορία τους είναι συνυφασμένη. Κάποιες από τις πιο σημαντικές μάχες για τη ρωσική ελευθερία έγιναν σε ουκρανικό έδαφος. Ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας, ο ρωσικός τρόπος επίδειξης δύναμης στη Μεσόγειο, έχει βάση στη Σεβαστούπολη, στην Κριμαία. Ακόμη και γνωστοί αντιφρονούντες, όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν και ο Γιόζεφ Μπρόντσκι επέμειναν ότι η Ουκρανία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ρωσικής ιστορίας και ουσιαστικά, της ίδιας της Ρωσίας», έγραφε στην Washington Post.
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική αναβλητικότητά της και η υποταγή της στη στρατηγική στη διαπραγμάτευση της σχέσης της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συνέβαλε στο να μετατραπεί η διαπραγμάτευση σε κρίση. Η εξωτερική πολιτική είναι η τέχνη του να υιοθετείς προτεραιότητες», υπογραμμίζει, σημειώνοντας παράλληλα πως «οι Ουκρανοί ζουν σε μία χώρα με περίπλοκη ιστορία και πολύγλωσση σύνθεση. Το δυτικό κομμάτι της προσαρτήθηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1939, όταν ο Στάλιν και ο Χίτλερ χώρισαν τα εδάφη. Η Κριμαία, όπου το 60% του πληθυσμού είναι Ρώσοι, έγινε μέρος της Ουκρανίας μόλις το 1954, όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ, γεννημένος Ουκρανός, έδωσε την περιοχή ως μέρος της 300ης επετείου της ρωσικής συμφωνίας με τους Κοζάκους.
Το δυτικό μέρος είναι κατά κύριο λόγο καθολικό, το ανατολικό ορθόδοξο. Η δύση μιλά ουκρανικά, η ανατολή κυρίως ρωσικά. Οποιαδήποτε προσπάθεια της μίας πλευράς της Ουκρανίας να κυριαρχήσει στην άλλη, όπως ήταν το σχέδιο, θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο ή διάσπαση. Η αντιμετώπιση της Ουκρανίας σαν ζήτημα της αντιπαράθεσης Ανατολής- Δύσης θα εξαφανίσει για δεκαετίες οποιαδήποτε προοπτική να έρθει η Ρωσία και η Δύση- ειδικά η Ρωσία και η Ευρώπη- σε ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας», σημείωνε ο Κίσινγκερ και προσέθετε με νόημα ότι ο Πούτιν είναι ένας σοβαρός στρατηγός:
«… Για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είναι πολιτική, είναι άλλοθι για την απουσία της. Ο Πούτιν θα πρέπει να συνειδητοποιήσει πως, όποια κι αν είναι τα παράπονά του, η πολιτική των στρατιωτικών επιβολών μπορεί να προκαλέσει ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ πρέπει να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία ως μία παρεκκλίνουσα δύναμη στην οποία πρέπει να διδάξουν υπομονετικά τους κανόνες συμπεριφοράς που έχει καταρτίσει η Ουάσιγκτον. Ο Πούτιν είναι ένας σοβαρός στρατηγός. Η κατανόηση των αξιών και της ψυχολογίας των ΗΠΑ δεν είναι τα δυνατά του χαρτιά. Ούτε η κατανόηση της ρωσικής ιστορίας και ψυχολογίας είναι τα δυνατά σημεία εκείνων που χαράζουν την πολιτική των ΗΠΑ».
Αυτό που ζούμε τώρα στο Ντονμπάς το είχε προβλέψει με απόλυτη ακρίβεια γράφοντας:
«Οι άνθρωποι που γνωρίζουν τα θέματα της περιοχής θα ξέρουν ότι δεν είναι όλα αυτά εύκολα αποδεκτά από όλα τα μέρη. Το ζήτημα δεν είναι η απόλυτη ικανοποίηση, αλλά μία ισορροπημένη δυσαρέσκεια. Σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση βασισμένη σε αυτές, ή σε ανάλογες αρχές, τότε η κατάσταση θα οδηγηθεί ταχύτερα στην αντιπαράθεση. Η στιγμή για αυτό θα έρθει αρκετά σύντομα».
Επιστρέφοντας στο σήμερα θα έλεγε κανείς ότι οποιαδήποτε ελπίδα εξεύρεσης διπλωματικής επίλυσης της κρίσης θα πρέπει τώρα να βασίζεται σε ένα εντελώς νέο σύνολο συμφωνιών που δεν υπάρχουν ακόμη. Η συμφωνία του Μινσκ έχει πεθάνει. Πρακτικά όλα θα κριθούν από τις κινήσεις του ιδίου του Πούτιν και από τις διαθέσεις του, μην έχουμε αυταπάτες. Την ατζέντα την βάζει ο Ρώσος Πρόεδρος. Πάντως μην πέσετε από τα σύννεφα αν δούμε και κάποιο άρθρο του Κίσινγκερ σε Αμερικανική εφημερίδα.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.