O Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (Jean-Luc Godard), γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1930 στο Παρίσι και έζησε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας. Με οδηγό μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές ταινίες του εμβληματικού Γάλλου σκηνοθέτη, παρουσιάζουμε ένα σχετικό θεματικό αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο ενός μοναδικού καλλιτέχνη. Από την πρώτη του ταινία (Με Κομμένη την Ανάσα / Breathless – 1960), μέχρι την πιο πρόσφατη (Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα / Adieu au Langage / Goodbye to Language 3D – 2014), θα ταξιδέψουμε στο δημιουργικό σύμπαν μίας κινηματογραφικής ιδιοφυΐας.
Το 1949, o Ζαν-Λυκ Γκοντάρ βρίσκεται στο Παρίσι για να σπουδάσει εθνολογία στη Σορβόννη. Εκεί θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί με τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Έρικ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ – τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα στελεχώσουν το κίνημα της Νουβέλ Βαγκ (Nouvelle Vague).
Το 1950, μαζί με τους Τρυφώ και Ριβέτ εκδίδει το περιοδικό Gazette du Cinema, γράφει για το σινεμά και παράλληλα παίζει σε ταινίες των Ριβέτ και Ρομέρ. Το 1952 ξεκινά η συνεργασία του με το θρυλικό περιοδικό Cahiers du Cinema του Αντρέ Μπαζέν. Με τα χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ “Επιχείρηση Μπετόν” (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα ολοκληρώσει ακόμη τέσσερις ταινίες μικρού μήκους.
Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής – σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ – να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται». Αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων, αποτελούν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του.
«Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει χαρακτηριστικά ο Γκοντάρ σε μία από τις πρώτες του συνεντεύξεις στο περιοδικό Cahiers du Cinema το 1962.
Το φιλμ “Με Κομμένη την Ανάσα” εγκαινιάζει το κίνημα της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ το οποίο, σύμφωνα με τον Γκοντάρ, ορίζεται από «τη θλίψη, τη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που έπαψε πια να υπάρχει καθώς και από την καινούρια σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας». Ως και το 1965 κινηματογραφεί μεταξύ άλλων, κάποιες από τις σπουδαιότερες ταινίες του: “Ο Μικρός Στρατιώτης”, “Η Περιφρόνηση”, “Ο Τρελός Πιερό” και το “Αλφαβίλ”.
Από το 1966 ως το 1968, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ταινίες έντονα επηρεασμένες από τα πολιτικά γεγονότα της τρέχουσας δεκαετίας και τα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα που αναδύθηκαν από τις ταραχές του Μάη του ’68. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά: Masculin-Feminin (1966), Two or Three Things I Know About Her (1966), La Chinoise, Weekend (1967) και Le Gai Savoir (1968).
Με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ θα ιδρύσει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και τον ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα ολοκληρώσει τις ταινίες-δοκίμια Wind From the East (1969), Vladimir and Rosa (1971), Tout Va Bien (1972) και Letter to Jane (1972). Οι ταινίες αυτές ήταν ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος τους και βασίζονταν ως επί το πλείστον, στις ιδέες της πάλης των τάξεων και τον διαλεκτικό υλισμό.
Το 1971 ο Γκοντάρ είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage video studio. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επέστρεψε σε πιο προσωπικά θέματα.
Γοητευμένος από τα νέα μέσα ο Γκοντάρ, μαζί με την Μιεβίλ πειραματίστηκαν με το βίντεο, δουλεύοντας αρκετά με αναθέσεις από τη γαλλική τηλεόραση: Εδώ κι Αλλού – 1974, Πώς τα Πάτε; – 1976, Έξι Φορές Δύο – 1976, Γαλλία, Γύρος, Παρακαμπτήριος – 1979. Μαζί θα ολοκληρώσουν επίσης το “Numero Deux” (1975) και το “Σώζων Εαυτόν Σωθήτω” του 1980, το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου στο έργο του και την επιστροφή του στο κλασσικό σινεμά.
Στη συνέχεια ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου αρχίζει να επεξεργάζεται τη «θεϊκή τριλογία», που αποτελείται από τα: “Passion” (1982), “First Name: Carmen” (1983) και το “Hail Mary” (1985). Τρεις ταινίες – πραγματείες, με βάση τη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλλά και την ίδια την εικόνα.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ, μεταφέρουν το Sonimage στούντιο στην Rolle, μια μικρή πόλη ανάμεσα στη Γενεύη και τη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1986 οι δυο τους πραγματοποίησαν την παραγωγή, αλλά και πρωταγωνίστησαν, στο home-movie “Soft and Hard” (Soft Talk on a Hard Subject Between Two Friends) για το βρετανικό Channel Four. Στη συνέχεια θα πραγματοποιήσουν τις ταινίες: “Grandeur et Decadence d’un Petit Commerce de Cinema” (1986), “Soigne ta Droite” (1986) και “King Lear” (1986).
Στη δεκαετία του ’90 ο Γκοντάρ θα σκηνοθετήσει τα φιλμ: “Nouvelle Vague” (1990), “Germany 90 Nine Zero” (1991), “Helas pour moi” (1993), “Forever Mozart” (1996) και την οκτάωρη σειρά “Histoires du cinema” (1997-98). Το 1998 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αναθέτει στον Γκοντάρ και τη Μιεβίλ την παραγωγή του σαρανταεπτάλεπτου βίντεο “The Old Place” (Essai sur le rôle des arts à la fin du 20e siècle / Small Notes Regarding the Arts at Fall of 20th Century).
Το 2001 ο Γκοντάρ επανέρχεται στη σκηνοθεσία με το “Éloge de l’amour” (In Praise of Love), ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ το 2003 το φιλμ κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, με τον τίτλο: “Ελεγεία του Έρωτα”. Μία ταινία, η οποία πραγματεύεται τα διαχρονικά θέματα της ιστορίας, της μνήμης και του πολιτισμού.
Το 2010 ο σπουδαίος Γάλλος δημιουργός παρουσιάζει το «Film Socialisme». Πρόκειται για ένα μάθημα ιστορίας κι εν μέρει για ένα ιδιόμορφο κινηματογραφικό πείραμα, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα σύγχρονο και επίκαιρο πολιτικό σχόλιο, για τις χώρες της Μεσογείου πρωτίστως, αλλά και γενικότερα. Το φιλμ, είχε συμμετοχή στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» («Un Certain Regard») του 63ου Φεστιβάλ Καννών.
Τον Μάιο του 2014, στο πλαίσιο του 67ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, ο Γκοντάρ επέστρεψε με τη νέα του ταινία που φέρει τον τίτλο: «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» (Goodbye to Language / Adieu au langage – 2014). Μία ταινία που έστω και με σχετική καθυστέρηση, έχουμε πλέον την ευκαιρία να την απολαύσουμε και στις ελληνικές Κινηματογραφικές Αίθουσες.
Οι ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο Αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών, ανά την υφήλιο. Όντας ένας από τους κορυφαίους και αυθεντικούς auteur στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης, ο Γκοντάρ επαναπροσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε και αντιλαμβανόμαστε τον Κινηματογράφο…
“Θα πρέπει αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο μου, να κάνω στον Κινηματογράφο αυτό που κάνει το Βιετνάμ στην Καμπότζη, να ανακατευτώ σε πράγματα που δε με αφορούν”, γράφει ο Γκοντάρ, μεταξύ σοβαρού και αστείου, οριοθετώντας έτσι το 1959 ως τη χρονιά που ξεκινά η Nouvelle Vague.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όταν κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Cahiers du Cinema (τα τετράδια του κινηματογράφου) στις στήλες του οποίου αρθρογραφούν κινηματογραφόφιλοι αλλά και επίδοξοι σκηνοθέτες, όπως ο Jean Luc Godard, ο Jacques Rivette, ο Francois Truffaut, ο Eric Rohmer και ο Claude Chabrol. Μία δημιουργική παρέα, οι οποίοι πιστεύουν ότι μια ταινία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως μορφή τέχνης. Ο σκηνοθέτης – δημιουργός (auteur) είναι εκείνος που βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε του έργο αναπτύσσοντας την αντίστοιχη αισθητική και ιδεολογία του.
Ο Γκοντάρ γράφει χαρακτηριστικά: «Οι κινήσεις της μηχανής σας είναι άσχημες, γιατί οι διάλογοί σας είναι άθλιοι. Με λίγα λόγια δεν ξέρετε να κάνετε κινηματογράφο, γιατί δεν ξέρετε καν τι είναι».
Η ιστορία της ταινίας, «Με Κομμένη την Ανάσα» (A Bout De Souffle) αφορά στην ερωτική – αν και κάπως αμήχανη – σχέση δύο νέων, μιας Aμερικανίδας (Jean Seberg) κι ενός Γάλλου (Jean Paul Belmondo) στο Παρίσι. Διάχυτες είναι στην ατμόσφαιρα οι ανησυχίες αυτής της περιόδου, εκ μέρους της συγκεκριμένης γενιάς, οι οποίες αντιμετωπίζονται συχνά πυκνά με μια παιγνιώδης διάθεση. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, πως το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα του Φρανσουά Τρυφώ.
Η κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, πλάνα μακριά σε διάρκεια, εισαγωγή εικόνων από την ποπ αρτ (κόμικς, γκράφιτι), jump cuts (όταν διακόπτεται η αλληλουχία της ροής των πλάνων), αναφορές σε έργα της παγκόσμιας τέχνης, λογοπαίγνια, freeze frame (όταν παγώνει η εικόνα), γυρίσματα σε εξωτερικούς φυσικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, αυτοσχεδιασμοί στο διάλογο, φυσικοί φωτισμοί και πειραματισμοί στον ήχο, είναι κάποια από τα στοιχεία που ενωμένα μεταξύ τους σαν ένα είδος καλλιτεχνικού κολάζ, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που αποκαλούμε: Nouvelle Vague…
Έχοντας εκδιωχθεί από το διαμέρισμά της, η Νανά (έμμεση αναφορά στον Εμίλ Ζολά) θέλει αρχικά να γίνει ηθοποιός. Πηγαίνει λοιπόν στον κινηματογράφο και παρακολουθεί την κλασσική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγιερ. Ωστόσο η αποτυχία της στον χώρο του σινεμά την ωθεί στην «εύκολη λύση» της πορνείας. Αναζητώντας την ευτυχία μακριά από τον σύζυγο και το παιδί της, η Νανά (Άννα Καρίνα) βρίσκει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στα πεζοδρόμια του Παρισιού. Η ταινία μας παρουσιάζει σταδιακά αλλά και μεθοδικά, το πέρασμα της ηρωίδας από την ευκαιριακή, «ερασιτεχνική» εκπόρνευση, στην επαγγελματική πορνεία, καταγράφοντας μια σειρά από διαδοχικές στιγμές αυτής της πορείας. Πιστεύοντας ότι μπορεί να «δανείζει» το κορμί της στους άλλους χωρίς να χάσει την ψυχή της, η Νανά διεκδικεί να κερδίσει την ελευθερία της, μέσα από την εκπόρνευση. Η πραγματικότητα, όμως, θα τη διαψεύσει. Κι αυτό διότι, όπως είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα θα πέσει στα χέρια ενός προαγωγού, ενώ παράλληλα γνωρίζει κι έναν άντρα ο οποίος θα την ερωτευθεί…
Ο Γκοντάρ, συνδυάζει εδώ μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και μας παρουσιάζει ένα υπέροχο δείγμα γραφής, ενός κινηματογραφικού ρεύματος, που έμελλε να αλλάξει για πάντα, την σύγχρονη ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Tο «Ζούσε τη Ζωή της» δεν είναι απλά οι γυμνοί τοίχοι του Παρισιού, που κινηματογραφούνται έξοχα στο ασπρόμαυρο φιλμ από τον φωτογράφο Pαούλ Kουτάρ, ούτε μόνο το σχεδόν μαγικό πρόσωπο της Aννας Kαρίνα που λάμπει διαρκώς. Είναι όλα αυτά μαζί, ενώ ταυτόχρονα ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ μας εισάγει στον μοναδικό κόσμο του. Έναν κόσμο προσωπικής σκέψης που μέσα από τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη και τις συνεχείς αναφορές και παραπομπές, παίζει ένα διαρκές κρυφτό με τον θεατή, από τον οποίο σχεδόν απαιτεί να συνεχίσει να παρακολουθεί το έργο.
H δομή της ταινίας αποτελείται από δώδεκα αποσπασματικές ενότητες – με μεσότιτλους στη αρχή τους – οι οποίες μοιάζουν με στατικές εικόνες. Πόζες που αποκτούν κίνηση και λόγο. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν. Μπαίνουν και βγαίνουν ελεύθερα στο κάδρο και ο Γκοντάρ δεν διστάζει να τους κινηματογραφεί με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα. Συνδυάζοντας μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και εγγράφοντας το προσωπικό δράμα της ηρωίδας σ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό και φιλοσοφικό προβληματισμό, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα πραγματικό αριστούργημα και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικότερες ταινίες του γαλλικού Νέου Κύματος.