Τα τζάκια «έπνιξαν» την Αττική: Σημειώνεται πως κατά τον ΠΟΥ το προτεινόμενο ημερήσιο όριο για τα σωματίδια PM 2.5 είναι 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα
Κόκκινο χτύπησαν οι τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων την Κυριακή σε αρκετές περιοχές της Αττικής. Οι ωριαίες τιμές ήταν από τέσσερις έως έξι φορές πάνω από το ημερήσιο όριο – ξεπέρασαν τα 100 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο –, ενώ σε περιοχές της Βόρειας Αττικής… εκτοξεύτηκαν πάνω από τα 130 μικρογραμμάρια. Την ίδια ώρα, στον κεντρικό σταθμό του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στο Θησείο, εξειδικευμένες μετρήσεις έδειξαν ότι ένα σημαντικό τμήμα τους (15%-20%) αποτελείται από αιθάλη, δηλαδή κάπνα – επιβλαβή σωματίδια άνθρακα που προέρχονται από ατελείς καύσεις.
Οπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκος Μιχαλόπουλος, η καύση βιομάζας σε τζάκια και σόμπες στο κέντρο της Αθήνας ευθύνεται για το 30% των χειμερινών συγκεντρώσεων λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων, τα οποία είναι ιδιαίτερα επιβλαβή για την υγεία, αφού η έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις τους συνδέεται με την πρόωρη θνησιμότητα και την πρόκληση καρδιαγγειακών και αναπνευστικών παθήσεων.
Μάλιστα, επικαλείται τη νέα μελέτη ερευνητών από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το ΕΛΚΕΘΕ, το Ινστιτούτο Κύπρου και το Πολυτεχνείο της Λωζάννης της Ελβετίας (EPFL). H μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Atmospheric Chemistry and Physics» έδειξε πως η καύση ξύλου για οικιακή χρήση ευθύνεται για το ήμισυ της ανθρώπινης έκθεσης σε καρκινογόνες οργανικές ενώσεις που περιέχονται στα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια.
Με τον χειμώνα να έχει κάνει για τα καλά αισθητή την παρουσία του, άρχισανήδη από την περασμένη εβδομάδα, όπως αναφέρει ο Νίκος Μιχαλόπουλος, να εμφανίζονται αυξημένα επίπεδα λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων PM 2.5 (δηλαδή με μέγεθος κάτω των 2,5 μικρομέτρων). Και οι προαναφερόμενες τιμές δεν απεικονίζουν την πλήρη εικόνα του προβλήματος, μιας και οι πρόσφατες βροχές αλλά και οι δυνατοί άνεμοι έσωσαν την παρτίδα. Σημειώνεται πως κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το προτεινόμενο ημερήσιο όριο για τα σωματίδια PM 2.5 είναι 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα.
Ωστόσο, η τρέχουσα οδηγία της ΕΕ για την ποιότητα του αέρα δεν προβλέπει αντίστοιχη οριακή τιμή για την ημερήσια έκθεση και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους εξετάζεται η αναθεώρησή της.
Καύση ξύλου: Ενα από τα ανησυχητικά ευρήματα είναι πως η καύση ξύλου φαίνεται να έχει γίνει πλέον «συνήθεια», καθώς παραμένει οικονομικά συμφέρουσα, σε σχέση με άλλους τύπους θέρμανσης. Ομως, η ένταση των επεισοδίων αιθαλομίχλης και η επανεμφάνισή τους κάθε χειμώνα επιβαρύνουν κατά πολύ την έκθεση του πληθυσμού, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, κάτι που έχει σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία του. «Και δεν πρέπει να λησμονούμε πως η οικιακή καύση βιομάζας, εκτός από τον ατμοσφαιρικό αέρα, επιβαρύνει και τον αέρα των ίδιων των κατοικιών», τονίζει, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Μιχαλόπουλος.
Από τα αποτελέσματα των μετρήσεων της μελέτης (2016-2018 στον σταθμό του ΕΑΑ στο Θησείο) διαπιστώθηκε πως κατά μέσο όρο κάθε πέντε μέρες τον χειμώνα καταγράφεται και ένα σοβαρό επεισόδιο ατμοσφαιρικής ρύπανσης λόγω καύσης βιομάζας. Οι ειδικοί εστίασαν ιδιαίτερα στην επίδραση της καύσης βιομάζας σε μία από τις πλέον καρκινογόνες χημικές ομάδες που είναι οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ).
Τι έδειξαν οι μετρήσεις; Εδειξαν πως, παρότι τα τζάκια και οι καυστήρες βιομάζας χρησιμοποιούνται για θέρμανση περίπου τρειςμε τέσσεριςμήνες τον χρόνο, η ετήσια συμβολή τους στις συγκεντρώσεις των ΠΑΥ είναι συγκρίσιμη με αυτήν από την κυκλοφορία βενζινοκίνητων (29%) και πετρελαιοκίνητων οχημάτων (33%), δηλαδή δύο πηγών ρύπανσης που είναι ενεργές όλο τον χρόνο.
Kαρκινογένεση: Οπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, καθώς ορισμένοι ΠΑΥ που παρατηρούνται στις εκπομπές καύσης της βιομάζας είναι πιο καρκινογόνοι από άλλους, ο κίνδυνος για καρκινογένεση εξαιτίας χρόνιας έκθεσης σε αιωρούμενα σωματίδια αποδίδεται κατά 43% σε εκπομπές από καύση βιομάζας, 36% από καύση πετρελαίου και 17% από καύση βενζίνης.
«Η Αθήνα δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά είναι το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ευρωπαϊκών πόλεων», επισημαίνει οκαθηγητής Αθανάσιος Νένες τουITE και τουEPFL και ένας από τους κύριους συγγραφείς της έρευνας. «Η λύση είναι απλή: να μειωθεί ή και να σταματήσει παντελώς η καύση ξύλων».
Πηγή: Τα Νέα