Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Με λένε Δήμητρα και δεν είμαι μικρό παιδί. Έχω δύο δικά μου παιδιά στα οποία προσπαθώ να μη φανερώσω την αλήθεια για το αν υπάρχεις ή όχι. Άλλωστε, εγώ πιστεύω πως υπάρχεις, οπότε γιατί να τους πω κάτι άλλο; Αν θέλουν ας το ψάξουν μόνα τους.
Τώρα θα μου πεις γιατί σου γράφω κι είμαι σχεδόν σίγουρη πως δεν έχεις λάβει άλλο γράμμα με αποστολέα στην ηλικία μου. Δε σου γράφω για να μου φέρεις κάποιο δώρο. Αν ήθελα κάτι για μένα, θα ήταν μάλλον μια δουλειά. Αλλά όπως σου είπα, δε γράφω για μένα.
Σου γράφω για να σου κάνω παράπονα και να σου πω πως τελικά δεν είσαι καθόλου κατάλληλος για αυτή τη θέση και ζητώ να παραιτηθείς ή μήπως ως ενήλικας να πω «απαιτώ να παραιτηθείς»; Όπως και να έχει, πρέπει να φύγεις. Φυσικά θα θελήσεις εξηγήσεις για αυτό που σου ζητάω, οπότε άκου…
Όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου να σου γράφει γράμμα, πάντα έβαζα τη φράση «θέλω αγάπη κι ειρήνη για όλα τα παιδιά του κόσμου». Στην αρχή το έγραφα επειδή έτσι μας είχε πει η δασκάλα. Μετά το έγραφα γιατί το είχα συνηθίσει κι αργότερα το έγραφα γιατί το θεωρούσα αναγκαίο.
Πέρασαν χρόνια (δε σου λέω πόσα γιατί εσύ ειδικά ξέρεις!) και συνεχίζω να βλέπω παιδιά να πεινάνε, να υποφέρουν, να χάνουν τους γονείς τους και τα αδέρφια τους σε πόλεμο, να πνίγονται μέσα στη θάλασσα στη προσπάθειά τους να βρουν τη χαμένη ελπίδα.
Διαβάζω σχεδόν καθημερινά για παιδιά που βιάζονται από συγγενείς, φίλους, γνωστούς. Που τα κακοποιούν και τα σκοτώνουν… τόσο απλά και δίχως τύψεις. Δεν έχεις και facebook να σου στείλω μερικές φωτογραφίες και άρθρα για να δεις τι εννοώ.
Βλέπω ανθρώπους ηλικιωμένους να ψάχνουν στα απομεινάρια της λαϊκής μας κάθε Πέμπτη απόγευμα. Άνθρωποι που δούλεψαν στα νιάτα τους κι εσύ τους άφησες τώρα σ’ αυτή την ηλικία να ψάχνουν στον δρόμο να βρουν μια ντομάτα να φάνε.
Θα μου πεις «βρε, Δημητρούλα, πού ζεις; Αυτά γινόντουσαν πάντα». Ναι, δεν διαφωνώ. Εδώ όμως είναι που σου λέω πως είσαι εντελώς ανίκανος για αυτή τη θέση. Αν λαμβάνεις τόσα χρόνια εκατομμύρια παιδικά γράμματα που σε παρακαλούν για το ίδιο πράγμα, «αγάπη κι ειρήνη», και δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις αυτή την ευχή… άστο. Φύγε. Δεν μας κάνεις. Έχεις τόσα ξωτικά, είσαι Άγιος, έχεις έναν ολόκληρο χρόνο για να πραγματοποιήσεις τις ευχές, κι εσύ τι κάνεις; Τίποτα.
Δε γίνεται να ελπίζουμε σε σένα και να μη βλέπουμε διαφορά. Το κατάλαβες;
Δε γίνεται να διαβάζουμε για σένα στα παιδιά μας, να σε περιμένουν, να σε περιμένουμε και τελικά να φέρνεις μόνο κουτιά με παιχνίδια και να τρως και τους κουραμπιέδες μας. Ούτε κουραμπιέδες θα σου αφήσω φέτος, να το ξέρεις.
Αν σε είχα μπροστά μου τώρα, θα σε έπιανα απ’ την άσπρη γενειάδα σου και θα σε πήγαινα στο ορφανοτροφείο που είναι στη περιοχή μου, θα σε πήγαινα στα μαιευτήρια να δεις τα εγκαταλελειμμένα μωρά, να δεις τους γονείς που δεν έχουν φαγητό να δώσουν στα παιδιά τους, να δεις τα παιδιά που δεν έχουν ρούχα να φορέσουν τώρα στο κρύο.
Την επόμενη φορά που θα φορέσεις την ωραία κόκκινη ζεστή στολή σου, να σκεφτείς αυτά τα παιδιά που παρόλα αυτά ακόμη ελπίζουν σε σένα. Κατάλαβες; Κι εσύ τα προδίδεις. Κάθε χρόνο. Τόσα χρόνια.
Κατέβα λοιπόν απ’ το έλκηθρό σου, βγάλε τη στολή σου, άδειασε κι αυτά τα κουτιά και παραιτήσου. Ίσως αν χάσεις το τίτλο του «Αγίου», να μπορέσεις να με καταλάβεις καλύτερα.
Ούτε με αγάπη, ούτε σε φιλώ,
Δήμητρα
Υ.Γ. Αυτό που είπα για τους κουραμπιέδες, το εννοώ. Το πολύ πολύ να σου έχω ένα ποτήρι νερό απ’ το ψυγείο παγωμένο, να σε πονέσει ο λαιμός σου και να μη μπορείς να κάνεις ούτε «χο χο χο».