Τόσο ο “κακός” ύπνος και η νόσος του Αλτσχάιμερ σχετίζονται και με τη γνωστική εξασθένηση και ο διαχωρισμός των επιπτώσεων που φέρει κάθε παράγοντας στην γνωστική παρακμή έχει αποδειχθεί προκλητικός. Παρακολουθώντας τη γνωστική λειτουργία σε μια μεγάλη ομάδα ηλικιωμένων για αρκετά χρόνια και αναλύοντάς την σε σχέση με τα επίπεδα πρωτεϊνών που σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ και τις μετρήσεις της εγκεφαλικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι ερευνητές από τη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον παρήγαγαν κρίσιμα δεδομένα που βοηθούν στην επίλυση της περίπλοκης σχέσης μεταξύ ύπνου, Αλτσχάιμερ και γνωστικών λειτουργιών. Τα ευρήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να διατηρούν το μυαλό τους υγιές καθώς γερνούν.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στις 20 Οκτωβρίου 2021 στο περιοδικό Brain. “Ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί πώς σχετίζονται ο ύπνος και τα διάφορα στάδια της νόσου Αλτσχάιμερ, αλλά πρόκειται για μία σημαντική γνώση στο σχεδιασμό των παρεμβάσεων”, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Brendan Lucey, MD, αναπληρωτής καθηγητής νευρολογίας και διευθυντής του Washington University Sleep Medicine Center. “Η μελέτη μας προτείνει ότι υπάρχει ένα μεσαίο εύρος, ή «γλυκό σημείο», για τον συνολικό χρόνο ύπνου όπου η γνωστική απόδοση ήταν σταθερή με την πάροδο του χρόνου. Οι σύντομοι και μεγάλοι ύπνοι συνδέονταν με χειρότερες γνωστικές επιδόσεις, ίσως λόγω ανεπαρκούς ή κακής ποιότητας ύπνου. Ένα αναπάντητο ερώτημα είναι εάν οι παρεμβάσεις που αφορούν στον ύπνο, τη διάρκεια και ποιότητά του θα είχαν θετική επίδραση στη γνωστική απόδοση; Χρειαζόμαστε περισσότερα διαχρονικά δεδομένα για να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση”.
Το Αλτσχάιμερ είναι η κύρια αιτία γνωστικής παρακμής σε ηλικιωμένους, αποτελώντας το 70% περίπου των περιπτώσεων άνοιας. Ο κακός ύπνος είναι ένα κοινό σύμπτωμα της νόσου και ένας παράγοντας που μπορεί να επιταχύνει την εξέλιξη της. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ταχείς ή πολύωροι ύπνοι είναι και οι δύο πιο πιθανό να φέρουν χαμηλή απόδοση στα γνωστικά τεστ, αλλά τέτοιες μελέτες ύπνου συνήθως δεν περιλαμβάνουν αξιολογήσεις ειδικά για την νόσο του Αλτσχάιμερ. Ο Lucey και οι συνεργάτες του στράφηκαν σε εθελοντές που συμμετέχουν στις μελέτες του Alzheimer μέσω του ερευνητικού κέντρου του Πανεπιστημίου Charles F. και Joanne Knight Alzheimer Disease. Οι εθελοντές υποβάλλονται σε ετήσιες κλινικές και γνωστικές αξιολογήσεις και παρέχουν ένα δείγμα αίματος που θα ελεγχθεί για τη γενετική παραλλαγή παραγόντων υψηλού κινδύνου για τη νόσο του Alzheimer. Για τη μελέτη αυτή, οι συμμετέχοντες έδωσαν επίσης δείγματα εγκεφαλονωτιαίου υγρού για τη μέτρηση των επιπέδων των πρωτεϊνών του Αλτσχάιμερ και ο καθένας κοιμήθηκε με μια μικροσκοπική συσκευή ηλεκτροεγκεφαλογράφου (EEG) που δέθηκε στο μέτωπό τους για τέσσερις έως έξι νύχτες για να μετρήσει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του ύπνου. Συνολικά, οι ερευνητές έλαβαν δεδομένα ύπνου και Αλτσχάιμερ από 100 συμμετέχοντες των οποίων η γνωστική λειτουργία παρακολουθείται κατά μέσο όρο για 4 1/2 χρόνια. Οι περισσότεροι (88) δεν είχαν γνωστικές διαταραχές, 11 είχαν πολύ ήπια και ένας είχε ήπια γνωστική εξασθένηση. Η μέση ηλικία ήταν τα 75 ετή.
Οι ερευνητές βρήκαν μια σχέση μεταξύ ύπνου και γνωστικής έκπτωσης. Συνολικά, οι γνωστικές βαθμολογίες μειώθηκαν για τις ομάδες που κοιμόντουσαν λιγότερο από 4,5 ή περισσότερες από 6,5 ώρες τη νύχτα, ενώ οι βαθμολογίες παρέμειναν σταθερές για εκείνους που βρίσκονταν στη μέση περιοχή. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις του χρόνου ύπνου που προκύπτουν από συσκευή ηλεκτροεγκεφαλογράφου είναι περίπου μία ώρα λιγότερο από τον αυτοαναφερόμενο χρόνο ύπνου, επομένως τα ευρήματα αντιστοιχούν σε 5,5 έως 7,5 ώρες αυτοαναφερόμενου ύπνου, είπε ο Lucey. “Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη είναι το γεγονός ότι όχι μόνον ο ανεπαρκής χρόνος ύπνου, αλλά και οι μεγάλες ποσότητες ύπνου σχετίζονται με μεγαλύτερη γνωστική παρακμή”, δήλωσε ο συγγραφέας David Holtzman, MD, καθηγητής νευρολογίας.