Με ένα ταξίδι διάρκειας ενός έτους και στάση κάθε μήνα σε άλλη γειτονιά της Αθήνας, το Δίκτυο Σποροφύλαξης Αττικής ένωσε πριν από πέντε χρόνια ομάδες με κοινό τόπο τη συλλογή και την καλλιέργεια σπόρων, τη διατήρηση και τη δωρεάν ανταλλαγή παραδοσιακών ποικιλιών ως κοινό αγαθό κι όχι ως πεδίο κερδοφορίας μιας χούφτας μεγάλων εταιρειών, όπως η Monsanto, η Bayer και η Syngenta, που μονοπωλούν τη σποροπαραγωγή και την κατοχύρωσή της.
Εκτοτε, το δίκτυο πραγματοποιεί δράσεις ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης που σχετίζονται με τη διατροφική αυτάρκεια και τη φροντίδα της γης ενάντια στην εκμετάλλευση με σκοπό τον έλεγχο της τροφής, ενώ έχει υποτιτλίσει τα ντοκιμαντέρ «Εν αρχή ην ο σπόρος», «Seed Act: Γνωριμία με τον σπόρο» και «Σπόροι: Κοινό αγαθό ή εταιρική ιδιοκτησία;», το οποίο προβλήθηκε την Παρασκευή στη «Λαμπηδόνα».
Η σύσταση της Σποροφυλακής συνέπεσε με την ανάπτυξη της τάσης καταλήψεων εγκαταλελειμμένων χώρων ή χωραφιών στην πρωτεύουσα για τη δημιουργία μικρών κήπων και αστικών αγρών, όπως μας διευκρινίζει η Ελλήνα Χριστοδουλάρη, μέλος του Δικτύου και του «Πελίτι». «Στις επισκέψεις σε σχολεία μαθαίνουμε στα παιδιά την επαφή με το χώμα και τις ποικιλίες (το 30%-40% των οποίων έχει χαθεί εξαιτίας των αγροτικών πολιτικών στην Ευρώπη από το 1960-1970) και την αξία που δίνει η μεγάλη γενετική βάση σε αντίθεση με τους άγονους σπόρους του εμπορίου» προσθέτει.
Τα μέλη των ομάδων φυτεύουν σε μπαλκόνια, ταράτσες ή χωράφια και διατηρούν τις ποικιλίες τους σε μικρότερες ή μεγαλύτερες άτυπες τράπεζες σπόρων: η κοινότητα «Πελίτι» στη Δράμα, οι «Δρυάδες» στην Ακαδημία Πλάτωνος και το ανταλλακτήριο σπόρων Βύρωνα «Τα Σπόρια» στο Κοινωνικό Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα. «Η βιοποικιλότητα των σπόρων δείχνει και την ποικιλία των ταυτοτήτων.
Η πολυχρωμία και η διαφορετικότητα συνιστούν ένα μωσαϊκό που δείχνει την ομορφιά του κόσμου ενάντια στην ομοιομορφία, κομμάτι της βιομηχανικής γεωργίας, κόντρα στη νοοτροπία του καταναλωτισμού μιας κοινωνίας που σε εκβαρβαρίζει» σημειώνει η κ. Χριστοδουλάρη.
Επαφή με τη Γη
«Εξίσου σημαντικό με τη διάσωση του σπόρου είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται γύρω από αυτούς» τονίζει περιγράφοντας μια θεραπευτική διαδικασία προσφοράς, η οποία «σε ξανακάνει άνθρωπο και σου δίνει ένα αίσθημα χαράς και ευθύνης απέναντι στις επόμενες γενιές». «Δένει τους ανθρώπους η εργασία με τη γη. Ανεξάρτητα από το πόσο ταιριάζουμε μεταξύ μας, δημιουργούνται δεσμοί» συμφωνεί η Αθανασία από την ομάδα «Τα Σπόρια».
Πολιτιστική κληρονομιά χαρακτηρίζει τους σπόρους κάθε τόπου ο Γρηγόρης από τις «Δρυάδες», που καλλιεργούν σε έναν αγρό εντός του αστικού ιστού της Αττικής. Εχοντας υπάρξει αστικός καλλιεργητής στο Λονδίνο και άλλες πόλεις του εξωτερικού, ο ίδιος παρατηρεί ότι «η Αθήνα είναι μια πόλη μεταναστών, έχει φέρει ο καθένας ένα δεντράκι στη μασχάλη. Σε αντίθεση με το κρύο της Αγγλίας, το μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας, η έλλειψη μόλυνσης, η σύνδεση ότι μέχρι και δύο γενιές πριν ήταν αγρότες, το καθιστούν πολύ πιο εύκολο για μας».
Τα προβλήματα
Σε νομοθετικό επίπεδο οι διαδικασίες κινούνται αργά, με τις κατακτήσεις να έρχονται ως αποτέλεσμα του πανευρωπαϊκού αγώνα για τη διάσωση των παραδοσιακών σπόρων, που προσπαθεί να αντισταθμίσει την τεράστια πίεση των λόμπι των πολυεθνικών στη διαμόρφωση της πολιτικής, επισημαίνει η κ. Χριστοδουλάρη, εκφράζοντας παράλληλα την αισιοδοξία της.
«Τελευταία πετύχαμε στο Ευρωκοινοβούλιο μια σημαντική νίκη, καθώς το καλοκαίρι επιτράπηκε στους βιοκαλλιεργητές να έχουν και να αναπαράγουν το δικό τους “ετερογενές γενετικό υλικό” –έτσι ονομάζουν τους σπόρους που δεν είναι περασμένοι στον επίσημο κατάλογό τους– πράγμα πολύ δαπανηρό και χρονοβόρο. Πριν από λίγες μέρες “μπλοκαρίστηκε” από τη Γαλλία που προέβαλε κάποιες ενστάσεις, αλλά θα συνεχίσουμε τον αγώνα».
Αναφερόμενη στο πρόβλημα του «σκλαβώματος» των σπόρων με την κατοχύρωση και την πιστοποίηση ποικιλιών μέσω απλά της αλλαγής στη θέση ενός γονιδίου η κ. Χριστοδουλάρη κάνει λόγο για μία εν εξελίξει εκστρατεία προπαγάνδας με στόχο τη συκοφάντηση των παραδοσιακών ποικιλιών ως αναξιόπιστων και σχεδόν επικίνδυνων.
Προτάσεις
Ομως, όπως εξηγεί ο γεωπόνος Μιχάλης Γκολιομύτης, σε αντιδιαστολή με τη στενή γενετική βάση των τεχνητών, η ευρεία βάση και η παραλλακτικότητα των παραδοσιακών είναι πηγή εξέλιξης.
Στο ερώτημα γιατί δεν υπάρχει μεγάλη εμπορική διάθεση παραδοσιακών ποικιλιών ενώ την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον, ο ίδιος απαντά ότι μπορεί «να συνεισφέρουν σε ένα βιώσιμο μοντέλο εξασφαλίζοντας διατροφική ελευθερία για τον καταναλωτή και ανεξαρτησία για τον παραγωγό», ωστόσο ο αγρότης «δεν ξέρει αν είναι υψιπαραγωγής και δεν ρισκάρει να μην βγάλει το εισόδημά του».
Γι’ αυτό και προτείνει «μία δοκιμαστική καλλιέργεια, όπου μειωμένη παραγωγή και έσοδα μπορεί να αντισταθμιστούν από το δεδομένο χαμηλότερο κόστος και ίσως την υψηλότερη τιμή».
Ο κ. Γκολιομύτης σημειώνει ότι στο θέμα της αξιοπιστίας «πατάει η υφιστάμενη νομοθεσία που στηρίζει τις μεγάλες εταιρείες» και ως μία λύση παρουσιάζει το τρίπτυχο «τοπική ποικιλία – τοπική καλλιέργεια – τοπική κατανάλωση» και μια άλλη «πιστοποίηση», τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των συναλλασσόμενων, μαζί με συγκροτημένη προώθηση από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Επιμέλεια: Λένα Κυριακίδη