Μπορεί οι νεότεροι να τη γνωρίζουν μέσα από τη διαφημιστική καμπάνια γνωστής εταιρείας καφέ όπου η ίδια χαριτωμένα ρωτούσε «φουντούκι έχετε;» αλλά οι πιο παλιοί την ξέρουν μέσα από την τεσσαρακοστή θητεία της στο θέατρο. Η Λουίζα Μπατίστα είχε ξεκινήσει την καριέρα της με την Κυβέλη και την ολοκλήρωσε με τον Θύμιο Καρακατσάνη.
Λίγα πράγματα για την ίδια
Γεννήθηκε στη Λαμία το 1932 και ήταν κυρίως ηθοποιός του Μουσικού θεάτρου παίζοντας παράλληλα στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Η καριέρα της ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη στα θέατρα «Χατζώκου» και «Στρατιωτικό», μαζί με τον Κώστα Βουτσά την Μαρινέλλα και άλλους. Η ίδια έχει παίξει συνολικά σε 16 ταινίες μεσουρανώντας από τη δεκαετία του ’50 έως και τη δεκαετία του ’80, οπότε και αποσύρθηκε.
Η πολύ καλή της φίλη Γεωργία Βασιλειάδου
Η 89χρονη ηθοποιός, μένει σήμερα στο σπίτι της στα βόρεια προάστια μαζί με την εγγονή της και σε πρόσφατη συνέντευξη της στην εφημερίδα Espresso μίλησε στον Νικόλα Νικολιζά για την πολύ καλή της φίλη Γεωργία Βασιλειάδου.
Με τη Γεωργία μάς συνέδεαν πολλά χρόνια φιλίας. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα και τα αδέρφια μου έλειπαν, η Γεωργία με καλούσε σε μια παράγκα που έμενε στο Νέο Ηράκλειο για να μου κάνει το τραπέζι. Ήταν σπουδαίος χαρακτήρας με πηγαίο χιούμορ. Όμως, ως χαρακτήρας ήταν απόλυτη, αλλά ήμασταν σαν οικογένεια. Καθόμασταν και μου έλεγε ιστορίες για τη ζωή της.
Η Μπατίστα μάλιστα μοιράστηκε και μια αστεία σκηνή με την Βασιλειάδου, όταν η δεύτερη αποφάσισε να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος
Μια φορά, λοιπόν, είχε αποφασίσει να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος στο Νέο Ηράκλειο. Μας κάλεσε, λοιπόν, ένα από εκείνα τα βράδια ότι θα βγάλει λόγο. Είχε ανέβει σε ένα μπαλκόνι και έλεγε, έλεγε, έλεγε. Μόλις κατέβηκε, της λέω: «Μωρή, μόνο παιδιά δεν είπες ότι θα μας κάνεις».
Οι τελευταίες στιγμές της Γεωργιάδου
Η Λουίζα Μπατίστα περιέγραψε την Γεωργιάδου ως βαριά εργαζόμενη η οποία έπαιζε παντού για να κάνει μια μεγάλη περιουσία.
Η ίδια σκέψου φορούσε ό,τι πιο λαϊκό υπήρχε. Δεν την ένοιαζε καθόλου ούτε η εμφάνισή της ούτε τίποτα. Όταν αρρώστησε βαριά, στο τέλος της ζωής της, κάθε πρωί ήμουν εκεί, δίπλα της, σε ένα νοσοκομείο που την είχαν στα Μελίσσια. Έπαιρνα τα ρούχα της, τα έπλενα και της τα πήγαινα ξανά. Τελικά, βγήκε από το νοσοκομείο και εγώ πάλι δίπλα της. Μου τηλεφωνούσε κάθε μία ώρα. Ένιωθε μοναξιά: «Λουιζάκι μου, θέλω λίγο νεράκι». Και εγώ εκεί, έτρεχα δίπλα της. Λίγο καιρό μετά πέθανε. Πήγαν ελάχιστοι στην κηδεία της. Ξέρω τόσα πολλά μυστικά για τη Γεωργία, όμως θα τα πάρω μαζί μου στον τάφο μου.