Μία από τις μεγαλύτερες απειλές για το χρηματιστήριο ξαφνικά δεν φαίνεται τόσο σοβαρή. Οι ανησυχίες των επενδυτών για την αύξηση του κόστους δανεισμού τους παρακίνησαν να κάνουν μαζικές πωλήσεις τίτλων, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει ο δείκτης S&P 500 και να απολέσει 6,6% της αξίας του εν συγκρίσει με τα υψηλότερα επίπεδά του. Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες υπάρχουν ενδείξεις ότι τα επιτόκια ίσως και να μην αυξηθούν τόσο γρήγορα όσο πίστευαν προηγουμένως οι επενδυτές. Αξιωματούχοι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών (Fed) δήλωσαν την προηγούμενη εβδομάδα ότι ολοένα και περισσότερο λαμβάνουν υπ’ όψιν την επιβράδυνση της οικονομίας διεθνώς. Συνήθως οι κεντρικές τράπεζες δεν προβαίνουν σε αύξηση επιτοκίων, εάν πιστεύουν πως η οικονομία ανακόπτει ταχύτητα.
Τα υψηλότερα επιτόκια μεταφράζονται σε αυξημένο κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και εταιρείες, οι οποίες, όπως είναι αναμενόμενο, δαπανούν λιγότερο. Κι αυτό εξασθενεί την οικονομία. Επιπλέον, τα υψηλά επιτόκια πλήττουν το χρηματιστήριο και για ακόμα έναν λόγο. Οι αποδόσεις των ομολόγων γίνονται ελκυστικότερες εν συγκρίσει με εκείνες των μετοχών. Οπότε μετακινούνται και οι επενδυτές από τις μετοχές στα χρεόγραφα. Η Fed μέχρι στιγμής αύξησε τρεις φορές τα επιτόκιά της και αναμένεται και επόμενη κίνησή της τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, το επιχείρημα για σταθερά αυξανόμενα επιτόκια αποδυναμώνεται. Κι αυτό γιατί ο ρυθμός ανάπτυξης ορισμένων ισχυρών οικονομιών πρόσφατα επιβράδυνε. Το τρίτο τρίμηνο στη Γερμανία, συγκεκριμένα, το ΑΕΠ εμφάνισε απροσδόκητη συρρίκνωση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τώρα, η ανάπτυξη εκτιμάται πως θα αποθερμανθεί το 2019, εφόσον ο αντίκτυπος από τις φοροαπαλλαγές θα αμβλυνθεί.
Ο προβληματισμός για την παγκόσμια ανάπτυξη αποτυπώνεται και στην ομολογιακή αγορά. Προσφάτως οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων εκτινάχθηκαν στο 3,24%, ενώ την προηγούμενη εβδομάδα υποχώρησαν στο 3,07%. Σήμερα οι περισσότεροι επενδυτές αναμένουν πως δεν θα κάνει δύο αυξήσεις επιτοκίων η Fed έως τον Μάρτιο, ενώ μία εβδομάδα πριν έδιναν πιθανότητες 54% για δύο κινήσεις. Πάντως, αν και ο τόνος στις δηλώσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ έχει έως ένα βαθμό γίνει ηπιότερος, εκείνη δεν έχει ευθαρσώς δηλώσει ότι δεν θα αυξήσει τα επιτόκια. Την προηγούμενη εβδομάδα, ερωτηθείς ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, για τα προβλήματα της οικονομίας, αναφέρθηκε στη βραδύτερη παγκόσμια ανάπτυξη, τα υψηλότερα επιτόκια και την ολοκλήρωση των φοροελαφρύνσεων. Επιπλέον, την περασμένη Παρασκευή ο αντιπρόεδρος της Fed, Ρίτσαρντ Κλάριντα, επισήμανε τον αντίκτυπο της επιβράδυνσης διεθνώς. «Επηρεάζει μεγάλο μέρος της οικονομίας μέσω του εμπορίου και των κεφαλαιαγορών», τόνισε σε συνέντευξή του στο CNBC.
PETER EAVIS / THE NEW YORK TIMES