Eχει καταφέρει να αναστήσει αρκετά χρεοκοπημένα ονόματα του βρετανικού λιανεμπορίου, δεν διστάζει να αποκαλεί ανίκανη την κυβέρνηση της Τερέζα Μέι, ενώ υποστηρίζει ο υπουργός Εσωτερικών –και κατά πολλούς ο αυριανός πρωθυπουργός- Σατζίντ Τζαβίντ είναι βλαμμένος.
Για ποιον… μιλάμε; Για τον Κύπριο μεγιστάνα Τέο Παφίτη, ο οποίος μεγάλωσε στις εργατικές κατοικίες του Λονδίνου, ήταν ένας κακός μαθητής, αλλά κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν επιχειρηματία που σήμερα αξίζει περισσότερα από 300 εκατ. στερλίνες. Ο Παφίτης φιγουράρει κάθε χρόνο όχι μόνο στη λίστα με τους πλουσιότερους Έλληνες του Λονδίνου αλλά και στη Rich List των Sunday Times, ανάμεσα σε τιτάνες της παγκόσμιας βιομηχανίας, Ρώσους ολιγάρχες και Βρετανούς γαλαζοαίματους και αριστοκράτες.
«Ανταλλάξαμε βαριές κουβέντες στο παρελθόν, αλλά μιλάμε ακόμα, και αυτό είναι σημαντικό», είπε για τον Χάμοντ σε μία συνέντευξη που έδωσε στην Telegraph πριν από λίγες ημέρες. Άλλωστε, αυτός ο αυτοδημιούργητος πολυεκατομμυριούχος θεωρείται ένας πραγματικός «μάγος» της επιχειρηματικότητας, αφού έχει καταφέρει να αναστήσει αρκετά χρεοκοπημένα ονόματα του βρετανικού λιανεμπορίου.
Όταν η αλυσίδα καταστημάτων χαρτικών Ryman κήρυξε πτώχευση, ο Παφίτης είδε μια επιχειρηματική ευκαιρία εκεί όπου όλοι οι άλλοι έβλεπαν μια σίγουρη αποτυχία. «Μου είπαν ότι ήμουν τρελός και μόνο που σκεφτόμουν να επενδύσω σε αυτήν», θυμάται. Ήταν η εποχή που οι υπολογιστές έμπαιναν στα γραφεία και όλοι πίστευαν ότι η βιομηχανία των χαρτικών ήταν καταδικασμένη να πεθάνει. Όμως ο Παφίτης άφησε στην άκρη τις ταινίες γραφομηχανής και τα ρολά του φαξ και γέμισε τα ράφια της Ryman με μελάνια εκτυπωτών, που ήταν 10 φορές ακριβότερα. Πέρυσι, η εταιρεία έβαλε κέρδη 10 εκατ. στερλινών.
Παρόμοια ήταν και η ιστορία της εμπλοκής του στην αλυσίδα εσωρούχων La Senza. Όπως ο ίδιος έχει πει, αγόρασε την εταιρεία «για μια λίρα και δύο πακέτα τσιγάρα», αλλά τελικά το 2006 την πούλησε για 100 εκατ. στερλίνες. Λίγα χρόνια αργότερα δοκίμασε ξανά την τύχη του στα εσώρουχα, αυτή τη φορά ιδρύοντας την Boux Avenue. Είχε βγει έξω με την ομάδα του για ποτά, όταν η συζήτηση στράφηκε στην απογοητευτική εικόνα των μαγαζιών της La Senza και των Marks & Spencer. «Αρχίσαμε να σχεδιάζουμε το τέλειο μαγαζί με εσώρουχα και όπως αποδείχθηκε, συμφώνησα να το χρηματοδοτήσω. Ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν το επόμενο πρωί», θα διηγούνταν κάποτε, εξηγώντας πώς ένα μεθύσι οδήγησε σε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρηματικές του κινήσεις.
Έχοντας πια χτίσει τη φήμη του «γκουρού» των επιχειρήσεων, ο Παφίτης έγινε διάσημος στη Βρετανία ως ένας από τους κριτές του επιχειρηματικού ριάλιτι Dragon’s Den. Και το 2015 έβαλε τη Ryman, την Boux Anenue αλλά και την Robert Dyas υπό την ομπρέλα του Theo Paphitis Retail Group, ενός ομίλου που εξυπηρετεί κάθε χρόνο περισσότερους από 28 εκατ. πελάτες σε 350 καταστήματα. Μέχρι και σήμερα, πάντως, επιμένει ότι δεν θα είχε καταφέρει το παραμικρό, εάν δεν ήταν δυσλεκτικός.
Γεννημένος στην Κύπρο, ο 59χρονος σήμερα Παφίτης και η οικογένειά του μετανάστευσαν στη Βρετανία όταν ήταν έξι χρόνων. Ο πατέρας και ο παππούς του δούλευαν στις βρετανικές βάσεις του νησιού, και έτσι μετά το τέλος της Αγγλοκρατίας, απέκτησαν τη βρετανική υπηκοότητα. Μεγαλώνοντας στις εργατικές κατοικίες του Λονδίνου, ο Παφίτης ήταν ένας κακός μαθητής. «Δεν ήμουν υποδειγματικός μαθητής και οι δάσκαλοι δεν ενδιαφέρονταν για εμένα, γιατί πίστευαν ότι ήμουν βλάκας. Στην πραγματικότητα ήμουν δυσλεκτικός, κάτι που μπορεί να με δυσκόλεψε στο σχολείο, αλλά μου έδωσε τα εργαλεία να δημιουργώ εναλλακτικές λύσεις», θυμάται.