Μετά την καταστροφή των Βανδάλων από τον Βελισάριο, η νέα επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στη σημερινή Λιβύη, Τυνησία και Αλγερία, δεν ησύχασε. Οι Μαυριτανοί απόγονοι των αρχαίων Νουμίδων, επαναστάτησαν κατά της αυτοκρατορίας. Με τον Βελισάριο και το άνθος του Βυζαντινού Στρατού στην Ιταλία, η διοίκηση της ταραγμένης επαρχίας ανατέθηκε στον στρατηγό Σολόμωνα, ο οποίος έμελλε να γράψει νέες σελίδες δόξας, αλλά και να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί, ηρωικά μαχόμενος.
Ο Ιουστινιανός ανέθεσε στον Σολόμωνα τόσο την στρατιωτική, όσο και τη πολιτική διοίκηση της επαρχίας, στα τέλη της άνοιξης του 534 μ.Χ. δίνοντάς του τον τίτλο του Magister Militum Africae, αλλά και του Praetorian Prefect Africae (στρατιωτικός διοικητής Αφρικής και πολιτικός διοικητής Αφρικής).
Διοικητής Αφρικής
Το 534 μ.Χ. οι Μαυριτανοί είχαν εξεγερθεί και είχαν συγκεντρώσει πολύ μεγάλες δυνάμεις. O Σολόμων αντίθετα είχε στη διάθεσή του μερικούς Βουκελάριους (επίλεκτοι ιππείς) που του εμπιστεύτηκε ο Βελισάριος, στην Καρχηδόνα. Στις λοιπές επαρχίες είχαν εγκατασταθεί βυζαντινές φρουρές, οι οποίες όμως, μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης είχαν απομονωθεί και πάλευαν μόνο για την επιβίωσή τους. Κέντρο της εξέγερσης ήταν η επαρχία του Βυζακίου, η οποία ταυτίζεται με την σημερινή νότια Τυνησία.
Στην περιοχή αυτή στάθμευαν βυζαντινές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Ρουφίνο. Οι δυνάμεις αυτές όμως, περί τους 500 μόλις άνδρες, συντρίφθηκαν από τους Μαυριτανούς και ο Ρουφίνος αιχμαλωτίστηκε, και σύντομα αποκεφαλίστηκε. Η εξέλιξη αυτή κατάστησε φανερό στον Σολόμωνα ότι απαιτούντο ισχυρές δυνάμεις για να αντιμετωπιστεί η εξέγερση, στην οποία πλέον μετείχαν οι μεγαλύτεροι πολέμαρχοι των Μαυριτανών, ο Κουτζίνας, ο Εσδιλάσα, ο Ιουρφούρθης και ο Μεδισινίσσας.
Ο τελευταίος ήταν που αποκεφάλισε και τον Ρουφίνο και μάλιστα πήρε το κεφάλι του ως τρόπαιο. Ο Σολόμων αποφάσισε να ενεργήσει άμεσα. Κατ’ αρχήν έστειλε μήνυμα στον Ιουστινιανό ζητώντας του ενισχύσεις. Παράλληλα προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους εξεγερμένους, ώστε να λήξει ειρηνικά το όλο θέμα. Ενώπιον της αδιαλλαξίας των Μαυριτανών όμως ο Σολόμων αποφάσισε να τους αποστείλει μια επιστολή. Ουσιαστικά προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας την αποστολή ενισχύσεων, οι οποίες αναμενόταν στις αρχές της άνοιξης του 535 μ.Χ.
Οι Μαυριτανοί απάντησαν με θράσος στην επιστολή του Σολόμωνα και του ανακοίνωσαν πως είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν. Στο μεταξύ οι αναμενόμενες ενισχύσεις έφτασαν και ο Σολόμων είχε στη διάθεσή του περί τους 18.000 άνδρες. Η δύναμη αυτή ήταν πολύ μικρή για να αντιμετωπίσει τις πολλές χιλιάδες των Μαυριτανών. Παρόλα αυτά ο Σολόμων βάδισε με τον στρατό του εναντίον των αντιπάλων. Η μικρή βυζαντινή στρατιά κινήθηκε νοτιοδυτικά της Καρχηδόνας και συνάντησε τους εχθρούς στη θέση Μάμμες, στα όρια των επαρχιών Βυζακίου – Νουμιδίας.
Αντίπαλες δυνάμεις
Οι Μαυριτανοί ηγέτες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους και διέθεταν συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των Βυζαντινών. Παρόλα αυτά, μη διαθέτοντες βαρύ ιππικό, οι Μαυριτανοί αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα στρατήγημα με τον οποίο, παλαιότερα, είχαν συντρίψει τους Βανδάλους. Οι Μαυριτανοί έταξαν το πεζικό τους στην πεδιάδα των Μαμμών, στα όρια μιας σειράς λόφων. Στους λόφους έταξαν το ιππικό τους, με σκοπό, όταν οι Βυζαντινοί εμπλακούν με το πεζικό, το μαυριτανικό ιππικό να τους επιτεθεί στα πλευρά, επιχειρώντας να τους κυκλώσει.
Όσον αφορά το πεζικό τους, αυτό τάχθηκε κυκλικά, ανάμεσα σε μια σειρά 12 ζυγών καμηλών, τις οποίες είχαν υποχρεώσει να γονατίσουν. Τα μη συνηθισμένα στη θέα, στις φωνές και στη μυρωδιά των καμηλών άλογα των Βυζαντινών, θα πανικοβάλλονταν, όπως είχαν πάθει και τα άλογα των Βανδάλων. Οι Μαυριτανοί πεζοί τάχθηκαν ανάμεσα και πίσω από τις καμήλες, έτοιμοι να πλήξουν με μια βροχή ακοντίων τους προελαύνοντες Βυζαντινούς. Οι Μαυριτανοί πεζοί ήταν εξοπλισμένοι με ακόντια, σπαθί και ασπίδα.
Ορισμένοι έφεραν τόξο και σφενδόνη. Πολεμούσαν «πελταστικώς», δηλαδή σε χαλαρή τάξη, πλήττοντας τον αντίπαλο με τα ακόντιά τους και υποχωρώντας όταν δέχονταν πίεση. Μόνο όταν ο αντίπαλος, καταπονημένος από τη βροχή των ακοντίων και των λοιπόν βλημάτων, άρχιζε να δείχνει σημάδια αταξίας και διάλυσης εφορμούσαν εναντίον του.
Το ιππικό τους επίσης ήταν ελαφρύ. Η προτιμώμενη τακτική των Μαυριτανών ιππέων ήταν να πλησιάζουν τον εχθρό, να τον πλήττουν με ακόντια και να υποχωρούν, χωρίς να εμπλέκονται σε μάχη μαζί του. Κάθε ιππέας ριχνόταν στη μάχη με μερικά ακόντια, σπάθη και μικρή ασπίδα. Κράνη και θώρακες φορούσαν μόνο οι ευγενείς και οι σωματοφύλακές τους και αυτοί όχι πάντα.
Για τη σύνθεση της στρατιάς του Σολόμωνα δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι ο πυρήνας της στρατιάς ήταν μια ομάδα επίλεκτων Βουκελάριων ιππέων της φρουράς του Βελισάριου. Σίγουρα θα διέθετε και αρκετούς Καβαλάριους, τον κλασικό τύπο ιππέα του Βυζαντινού Στρατού της εποχής, δηλαδή, και προφανώς έναν αριθμό Σκουτάτων βαρέων πεζών και αριθμό ελαφρών πεζών, τοξοτών, ακοντιστών και σφενδονητών και ίσως ορισμένα τμήματα Ούννων και Γερμανών μισθοφόρων.
Οι Βουκελάριοι έφεραν μακριά λόγχη, μακριά σπάθη, αλλά και τόξο. Άρχιζαν τη μάχη τοξεύοντας τον αντίπαλο και μόλις αυτός άρχιζε να χάνει την συνοχή του εφορμούσαν εναντίον του με τη λόγχη και την σπάθη. Οι Καβαλάριοι έφεραν τόξο και σπάθη, αλλά όχι – ακόμα – λόγχη. Η τακτική τους ήταν παρόμοια με αυτή των Βουκελάριων, αλλά μπορούσαν να πολεμήσουν ακόμα και σε διάταξη ακροβολισμού.
Οι Σκουτάτοι ήταν το βαρύ πεζικό του Βυζαντινού Στρατού. Την ονομασία τους την όφειλαν στο «σκούτουμ», την οβάλ σχήματος ασπίδα που έφεραν, απόγονο της αρχαίας ασπίδας τύπου θυρεού. Ήταν οπλισμένοι με ένα ελαφρύ δόρυ, το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ακόντιο και με μια μακριά σπάθη.
Πολεμούσαν σε πυκνή τάξη. Εναντίον του αντιπάλου πεζικού εκτόξευαν τα ελαφρά τους δόρατα, πριν την επαφή και στη συνέχεια εφορμούσαν εναντίον τους με τις σπάθες, όπως οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Εναντίον αντιπάλου ιππικού πύκνωναν τις τάξεις τους και πρότασσαν τα δόρατά τους, σχηματίζοντας ένα φράγμα δοράτων και ασπίδων, όπως οι αρχαίοι Έλληνες οπλίτες.
Οι Σκουτάτοι διέθεταν και άλλα μικρότερα ακοντίδια, τα λεγόμενα «ριπτάρια». Σε περίπτωση ανάγκης το πεζικό σχημάτιζε το λεγόμενο «Φούλκον», έναν εξαιρετικά πυκνό σχηματισμό, που επέτρεπε ολόπλευρη άμυνα, όπως τα κλειστά ναπολεόντεια τετράγωνα. Το βυζαντινό ελαφρύ πεζικό πολεμούσε αποκλειστικά σε διάταξη ακροβολισμού. Σε πολλές περιπτώσεις όμως τμήματα ελαφρών πεζών διατίθεντο ως οργανικές υπομονάδες στα τάγματα των Σκουτάτων, για να τους παράσχουν υποστήριξη «πυρός».
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό πως ο Βυζαντινός Στρατός υπερείχε συντριπτικά σε «βάρος», οργάνωση και οπλισμό των αντιπάλων του, αλλά όχι σε αριθμό.
Κρίση στην πεδιάδα
Φτάνοντας στην πεδιάδα της Μάμμης, ο Σολόμων διέταξε την κατασκευή οχυρού στρατοπέδου για να αποφευχθεί εχθρική αιφνιδιαστική επίθεση. Παρόλα αυτά έβλεπε πως το ηθικό των ανδρών του δεν ήταν όσο υψηλό θα έπρεπε, καθώς υπήρχε το πρόσφατο προηγούμενο του αφανισμού των δυνάμεων του Ρουφίνου.
Ο Σολόμων, ως έμπειρος στρατηγός που ήταν αποφάσισε, πριν πολεμήσει , να εμψυχώσει τους άνδρες του. Για τον λόγο αυτό τους συγκέντρωσε και τους μίλησε. «Βλέπετε πως ο εξοπλισμός σας είναι καλύτερος αυτού των αντιπάλων και πέραν αυτού έχετε ανδρεία ψυχής και πείρα πολέμου και σωματική δύναμη ανώτερη.
Οι Μαυριτανοί τίποτα από αυτά δεν διαθέτουν, παρά μόνο μεγάλο αριθμό. Όμως είναι εύκολο σε λίγους, μα καλά οπλισμένους άνδρες να νικήσουν ένα συρφετό χωρίς συνοχή. Ο γενναίος στρατιώτης εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, ο δειλός το πλήθος…», είπε, μεταξύ άλλων, ο Σολόμων. Οι άνδρες του ξέσπασαν σε επευφημίες και αμέσως σχημάτισαν τις γραμμές τους.
Ο Σολόμων, αν και υστερούσε αριθμητικά τουλάχιστον 3:1, είχε αποφασίσει να επιτεθεί, αντί να περιμένει τον αντίπαλο να κινηθεί. Η στρατιά του με υποδειγματική τάξη εξήλθε του οχυρού στρατοπέδου, στο οποίο όμως αφέθηκε η αναγκαία, φρουρά, για την περίπτωση ατυχήματος, και αναπτύχθηκε για μάχη, έναντι των Μαυριτανών.
Ο Σολόμων εκμεταλλεύτηκε την παθητική διάταξη των αντιπάλων και κίνησε την στρατιά του λοξώς δεξιά, ώστε το δεξιό του πλευρό να υπερκερά τον εχθρικό κύκλο, αλλά και να καλύπτεται από το ανεπτυγμένο στους κοντινούς λόφους εχθρικό ιππικό.
Ήταν ένας παρακινδυνευμένος ελιγμός, καθώς το βυζαντινό αριστερό πλευρό αφήνονταν ακάλυπτο και υποκείμενο σε υπερκερωτική κίνηση. Όμως ο ελιγμός βασιζόταν στην ψυχρή λογική και πάνω από όλα στη γνώση του αντιπάλου.
Το μαυριτανικό ιππικό, το μόνο ικανό να εκτελέσει τον υπερκερωτικό ελιγμό, ήταν ταγμένο απέναντι από το βυζαντινό δεξιό και λόγω των υπαρχόντων ορέων, δεν μπορούσε να ελιχθεί επί εσωτερικών γραμμών και να μετακινηθεί τασσόμενο έναντι του βυζαντινού αριστερού.
Οι Μαυριτανοί θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να χρησιμοποιήσουν το πολυάριθμο πεζικό τους. Τότε όμως ο αμυντικός κύκλος που είχαν δημιουργήσει θα έσπαζε και αν το βυζαντινό ιππικό, που αποτελούσε την πλαγιοφυλακή στο βυζαντινό αριστερό εφορμούσε, θα τους σάρωνε, στην πεδιάδα.
Η καλύτερη λύση για τους Μαυριτανούς θα ήταν η προσπάθεια υπερκέρασης του βυζαντινού αριστερού πλευρού με τμήματα πεζικού μεταφερόμενα επί καμηλών. Με τον τρόπο αυτό και πιο γρήγορα θα κινούντο, αλλά και τον κίνδυνο από το βυζαντινό ιππικό θα εξουδετέρωναν.
Παρόλα αυτά φαίνεται πως η προηγούμενη νίκη τους έναντι του μικρού τμήματος του Ρουφίνου είχε σε τέτοιο βαθμό εξυψώσει το ηθικό των ηγετών των Μαυριτανών, που επηρέασε τις αποφάσεις τους. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τον λόγο που εκφώνησαν προς τους άνδρες τους, πριν τη μάχη.
Στο μεταξύ η βυζαντινή στρατιά άρχισε να βαδίζει εναντίον τους με απόλυτη ησυχία και τάξη. Το μόνο που ακούγονταν ήταν τα παραγγέλματα των αξιωματικών. Όταν όμως το βυζαντινό ιππικό του αριστερού πλευρού πλησίασε τον κύκλο των καμηλών τα άλογα τρομοκρατήθηκαν από τις καμήλες και αρνήθηκαν να προχωρήσουν.
Έτσι προκλήθηκε σύγχυση την οποία οι Μαυριτανοί έσπευσαν να εκμεταλλευτούν, εξαπολύοντας αντεπίθεση. Ο Σολόμων είδε τα συμβαίνοντα και αμέσως βρήκε τη λύση. Διέταξε τους ιππείς του να κατέβουν από τα άλογα και να πεζομαχήσουν.
Τα άλογα, προφανώς, αποσύρθηκαν πίσω από τους άνδρες, υπό τον έλεγχο των ιπποκόμων. Ο Σολόμων αφίππευσε και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής 500 Βουκελαρίων που είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του. Με τη δύναμη αυτή κινήθηκε πεζός εναντίον του εχθρικού αριστερού πλευρού, με τους Βουκελάριους να μάχονται καλυμμένοι από τις μικρές τους ασπίδες, χρησιμοποιώντας τις λόγχες τους ως δόρατα.
Σε λίγο η μικρή αυτή δύναμη πλησίασε τον κύκλο των καμηλών. Τότε ο Σολόμων διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν σφάζοντας τις καμήλες. Οι Βουκελάριοι έσφαξαν 200 περίπου καμήλες, ανοίγοντας διάδρομο ανάμεσα στην εχθρική παράταξη και φτάνοντας στο κέντρο του κύκλου, όπου οι Μαυριτανοί είχαν συγκεντρωμένες τις οικογένειές τους.
Οι άμαχοι τρομοκρατήθηκαν και επιχείρησαν να ξεφύγουν αποδιοργανώνοντας πλήρως το μαυριτανικό πεζικό, δίνοντας την ευκαιρία στους υπόλοιπους Βυζαντινούς ιππείς να ανέβουν και πάλι στα άλογά τους και να ορμήσουν κατά του ατάκτως φεύγοντα εχθρού.
Τα γυναικόπαιδα των Μαυριτανών αιχμαλωτίστηκαν, ενώ από το πεζικό τους 10.000 άνδρες σκοτώθηκαν, στη φάση της καταδίωξης, χωρίς το ιππικό τους να επιχειρήσει να τους καλύψει. Η συντριβή των Μαυριτανών ήταν απόλυτη, όσο και ο θρίαμβος του Σολόμωνα.
Ψάλλοντας ύμνους, η στρατιά του νικητή στρατηγού επέστρεψε στην Καρχηδόνα με τους αιχμαλώτους, τα λάφυρα και όλες τις υπόλοιπες, πλην των 200, καμήλες, καθώς δεν μπορούσε να παραμείνει στην εχθρική ενδοχώρα, με εκτεθειμένες τις γραμμές ανεφοδιασμού της.