Το οξύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα του ελληνικού Χειμώνα, όπως ακριβώς το αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στα νοικοκυριά αλλά και στους επαγγελματικούς χώρους, είναι πλέον χωρίς αμφιβολία το θέμα της θέρμανσης και της ενέργειας γενικότερα. Ευτυχώς για την χώρα μας που διαθέτει ήπιες κλιματολογικές συνθήκες, εξαιρετικής σύστασης αγρούς και πολλές ιδιόκτητες εκτάσεις, η λύση στο πρόβλημα αυτό δεν είναι τελικά και τόσο ανέφικτη όσο αρχικά φαίνεται.
Ένα απλό παραδειγμα παράλληλης φύτευσης με δύο διαφορετικά είδη στον ίδιο χώρο, θα επιβεβαιώσει πολύ πειστικά αυτόν τον συλλογισμό. Σε ένα στρέμμα γης, δηλαδή σε 1000μ, μπορεί κάποιος να εφαρμόσει ένα πολύ εύκολο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο να φυτεύσει σε απόσταση 4 μέτρων από τον φράχτη και 8 από κάθε φυτό δεξιά και κάτω, σύνολο 25 τεμάχια καρυδιάς, δέντρο που καταρχήν επιδοτείται και κατά δεύτερον καρποφορεί με απόλυτα και άμεσα αξιοποιήσιμο αποτέλεσμα (εκτος από την εγχώρια αγορά εξάγεται με συνεχείς και σταθερούς ρυθμούς). Επειδή όμως οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι τεράστιες ακόμα και μηχάνημα φρέζας να τις διασχίσει, ανάμεσα στις καρυδιές, ή οποιοδήποτε άλλο δέντρο επιλεχθεί, μπορούν να τοποθετηθούν συγκεκριμένα είδη με τελικό σκοπό την παραγωγή καυσόξυλου για ερασιτεχνική ή επαγγελματική χρήση.
Τέτοια είδη είναι συνήθως εκείνα που παρουσιάζουν ταχυαυξή ρυθμό ανάπτυξης και εξελίσσονται μέσα σε μια πενταετία δραστικά και σε ύψος και σε όγκο. Προτεινόμενα για ανάλογες εργασίες είναι η κόκκινη βελανιδιά ( quercus rubra ) και ο φράξος (fraxinus excelsior), δέντρα με πλατιά σφαιρική κώμη, γρήγορη ανάπτυξη, τελικό ύψος 10-20μ, πολύ ανθεκτικά, μεγαλομεγεθή χωρίς καμία εδαφολογική απαίτηση. Η βελανιδιά από την μια πλευρά παράγει ένα πολύ εντυπωσιακό έντονο κόκκινο ή βαθυκόκκινο φύλλωμα με αργυρόχρωμους καρπούς και απορροφά πολύ αποτελεσματικά την ατμοσφαιρική ρύπανση, ενώ ο φράξος διαθέτει έντονα πράσινα, σύνθετα φύλλα, καρπούς και δυνατές ρίζες.
Η αναλογία φύτευσης για τις δύο ποικιλίες είναι 4 σε κάθε ελεύθερη πλευρά με συνολικό αριθμό τα 16 τεμάχια ανά 64τμ και τα 240 ανά στρέμμα αντίστοιχα. Μετά την πρώτη πενταετία και εφόσον οι οδηγίες περιποίησης είναι σωστά ακολουθούμενες όσον αφορά το πότισμα και τη λίπανση των δεντρών, κάθε μονάδα δύναται να παράγει μέχρι και 50 κιλά ετησίως. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε 12 τόνους ανά στρέμμα, δηλαδή την απαιτούμενη ξυλεία που χρειάζεται για να καλυφτούν οι ανάγκες ενός μεσαίου σπιτιού για το διάστημα αυτό ακριβώς.
Εαν η διαχείριση του υλικού είναι η σωστή, δηλαδή το κλάδεμα είναι συνεπές, τότε το αποτέλεσμα θα έχει σίγουρη επιτυχία. Η διαδικασία αυτή πραγματοποιείται σε τρείς φάσεις, πρώτο στάδιο, στα δύο χρόνια, όταν το δέντρο φτάνει 2,4μ ύψος στην κορυφή με σκοπό να αναπτυχθούν οι παραφυάδες στα πλάγια και να αυξηθεί ο όγκος του κορμού, δεύτερο στάδιο, μετά τον τρίτο χρόνο, ξανά με τον ίδιο τρόπο για να πυκνώσουν και να ενωθούν οι κώμες των δέντρων και τρίτο και καταληκτικό στάδιο, η διάθεση, όπου ένα παρά ένα φυτό αφαιρείται δραστικά από τη βάση του. Με αυτόν τον τρόπο από το σημείο εκείνο θα αναπτυχθούν με ταχύτερο τρόπο θαμνοειδώς πολλά κλαδιά, εκ των οποίων ένα θα είναι και εκείνο που θα επιλεγεί, τα υπόλοιπα θα κοπούν και η διαδικασία πάλι θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο.
Έτσι θα εξασφαλιστεί στον υπάρχοντα χώρο μια συνεχής ροή πρόσθεσης-αφαίρεσης κλαδιών, όχι δέντρων, χωρίς να χάνει το χωράφι ούτε σε πλυθυσμό, ούτε σε χρόνο παραγωγής, ούτε όμως και σε πρώτη ύλη. Διατηρείται δηλαδή ένας σταθερός αριθμός δέντρων για χρονικό διάστημα που ξεπερνά τα 30 χρόνια, παράγοντας από την μια πλευρά καρύδια και από την άλλη με σίγουρο ετήσιο ρυθμό συγκεκριμένη ποσότητα καυσόξυλου, είτε για οικιακή χρήση, είτε για επαγγελματική. Οι μάντρες και τα σημεία πώλησης σε όλη την Ελλάδα συνήθως δεν καλύπτονται από την εγχώρια αγορά και συμπληρώνουν τις παραγγελίες τους από το εξωτερικό, Βουλγαρία και άλλες βαλκανικές χώρες. Πρόκειται για ένα πολύ σταθερό ετήσιο εισόδημα με ελάχιστο κεφάλαιο, χρειάζεται μόνο έναν χώρο κατάλληλο και λίγη περισσότερη φροντίδα. Αλλωστε το κόστος των δέντρων δεν είναι απαγορευτικό.