Πολλές έγκυες ανησυχούν αν τα αντικαταθλιπτικά ή άλλα φάρμακα που επιδρούν στους νευροδιαβιβαστές του εγκεφάλου, μπορούν να επηρεάσουν τις πιθανότητες το παιδί να αναπτύξει αυτισμό.
Σύμφωνα με ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Icahn του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, η υγεία της μητέρας πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη διαταραχών του φάσματος του αυτισμού.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές αξιολόγησαν τους κινδύνους που σχετίζονται με 180 φάρμακα που στοχεύουν τους νευροδιαβιβαστές, συμπεριλαμβανομένων των αντικαταθλιπτικών και των αντιψυχωσικών.
«Τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των φαρμάκων που είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τους νευροδιαβιβαστές και που λαμβάνονται από τις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να μην επηρεάζουν τις εκτιμήσεις κινδύνου αυτισμού των απογόνων», ανέφερε η βασική συγγραφέας της μελέτης Magdalena Janecka.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ωστόσο ότι τα ποσοστά αυτισμού ήταν υψηλότερα μεταξύ των παιδιών οι μητέρες των οποίων είχαν χειρότερη γενική υγεία πριν την εγκυμοσύνη.
Το εύρημα υποδεικνύει ότι η υγεία της μητέρας είναι σημαντικότερος παράγοντας για την ανάπτυξη αυτισμού στο παιδί από ότι τα φάρμακα που παίρνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ανέφεραν οι συντάκτες της μελέτης.
Η μελέτη περιλάμβανε στοιχεία για σχεδόν 100.000 παιδιά που γεννήθηκαν στο Ισραήλ μεταξύ 1997 και 2007. Οι ερευνητές προσάρμοσαν τα ευρήματα με βάση το έτος γέννησης του παιδιού και παράγοντες που αφορούσαν τη μητέρα, όπως η ηλικία της κατά τη γέννηση του παιδιού, το ιστορικό ψυχιατρικών και νευρολογικών διαταραχών και ο αριθμός των ιατρικών διαγνώσεων σχετικά με την εγκυμοσύνη.
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών των ΗΠΑ, περίπου ένα στα 59 παιδιά πάσχει από κάποια διαταραχή του φάσματος του αυτισμού. Τα άτομα με αυτισμό έχουν κοινωνικές και επικοινωνιακές δυσκολίες που κυμαίνονται από ήπιες έως πολύ σοβαρές. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο JAMA Psychiatry.