Το μόνο βέβαιο στη ζωή μας, από την άποψη της συμβατικής ονοματολογίας του χρόνου, είναι το «παρελθόν» μας, το παρόν είναι άχρονο, χωρίς διάρκεια, με την εμφάνιση του γίνεται άμεσα παρελθόν και το επικαλούμενο μέλλον έχει την ίδια τύχη, στιγμιαία περνά από το παρόν και εναποθηκεύεται στη μνήμη ως παρελθόν.
γράφει ο Γιάννης Παρασκευάς
Γιατί αυτή η εισαγωγή, την επέλεξα γιατί η κατανόηση της και οι αποδοχές των αληθειών που κουβαλά μαζί της, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το πώς και γιατί, το σωστό ή λαθεμένο των ενεργειών μας στην λεγόμενη «Ελληνο-τουρκική διένεξη» ή ορθότερα στην αντιμετώπιση «των μαξιμαλιστικών και ανιστόρητων Τουρκικών αξιώσεων».
Η από την μεριά της Τουρκίας και των Συμμάχων μας ασκούμενη πολιτική και συμπεριφορά δεν είναι σημερινό φαινόμενο, θα είναι και αυριανό, ανεξάρτητα του πως και με ποιο τρόπο επιτευχθεί κάποια αποκλιμάκωση της έντασης.
Οι δυό μεγάλες συνθήκες που καθόρισαν τα όρια του τότε νεοσύστατου κράτους «της Τουρκικής Δημοκρατίας», όπως και των υπολοίπων όμορων Κρατών, ήταν συνθήκες διαμορφωμένες υπό το βάρος των επί μέρους συμφερόντων και με την δεύτερη σκέψη των τότε και τώρα συμμάχων μας, του τι οφέλη έχουν οι ίδιοι από την παρουσία στην περιοχή μιας ισχυρής Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η άποψη αυτή και θέση ισχυροποιείται ακόμα πιο πολύ μετά τον Δεύτερο μεγάλο πόλεμο και την παγίωση του «ψυχροπολεμικού κλίματος».
Το παρελθόν διδάσκει, στην δεκαετία 20-30 εξαφανίζεται ο Ελληνικός πληθυσμός από την Ανατολή, στην δεκαετία 50-60 βιώνουμε το προγκρόμ της Πόλης και την διεκδίκηση από το Τουρκικό Κράτος των Ελληνικών περιουσιών, στην δεκαετία 70-80 την κατάκτηση και κατοχή της μισής Κύπρου, την κατάργηση της μερικής αυτονομίας Ίμβρου και Τενέδου, το κλείσιμο της Σχολής της Χάλκης, στην δεκαετία 80-90 την αμφισβήτηση των Ελληνικών Οικονομικών Ζωνών, στην δεκαετία 90-2000 την παγίωση της πολιτικής των γκρίζων ζωνών (Ίμια) και στα επόμενα χρόνια την αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων σε στεριά (νησιά) και θάλασσα.
Και τότε και τώρα είχαμε και έχουμε τους ίδιους συμμάχους (τους ίδιους είχαμε και στην Μικρασιατική καταστροφή, υπάρχει και ο αντίλογος των δικών μας λαθών, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα), η των τότε περιόδων αντίδραση τους, ίσως σχετικά αβίαστα μας οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ίδια θα είναι και η στάση τους σήμερα, πίεση και επιμονή να τα βρούμε με τους Τούρκους, εκόντες άκοντες να οδηγηθούμε σε ένα Τούρκικο παζάρι του τι θα τους παραχωρήσουμε σήμερα, μέχρι την επόμενη παραχώρηση.
Τα μεγέθη και τα Οικονομικά συμφέροντα είναι εις βάρος μας, ακόμα και αν δεχθεί κάποιος, ότι οι δυό χώρες έχουν για τους Συμμάχους και υπολοίπους την ίδια γεωστρατηγική σημασία.
Το Ηθικό και ίσως νομικό δίκαιο που έχουμε, δεν αξιοποιήθηκε στον βαθμό και με τον τρόπο που έπρεπε, ούτως ώστε σήμερα να αποτελεί πράγματι πλεονέκτημα.
Συρθήκαμε και συρόμεθα να παίζουμε στο γήπεδο που επέλεξαν οι αντίπαλοι, ένα γήπεδο που ταιριάζει και στους Συμμάχους μας, γιατί όποιο και αν είναι το αποτελεσμα του αγώνα, (των συζητήσεων) αυτοί θα είναι ωφελημένοι.
Δεν θα διαφωνήσει κανείς στη διεύρυνση των Συμμαχιών μας, οι όποιες όμως Συμμαχίες γίνονται ενεργές μόνο και επωφελείς αν θίγονται ή εξυπηρετούνται και δικά τους συμφέροντα, κάτι που σήμερα, ούτε διαφαίνεται ούτε ισχύει.
Εκτός από την λεγόμενη πολιτική Διπλωματία χάνουμε, χρόνο, δυνάμεις και κύρος προβάλλοντας ως θέσεις και απαιτήσεις με την μορφή προτάσεων στους διάφορους διπλωματικούς οργανισμούς, προτάσεις όμως που αντιστρατεύονται τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Τι οικονομικά ανταλλάγματα έχουμε εμείς να προσφέρουμε στην Γερμανία (αυτή είναι η μητέρα του Τουρκικού Κράτους), στην Ισπανία, στην Ιταλία ακόμα και στην όψιμη σύμμαχο Γαλλία;
Η στάση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας ίσως κάτι θα έπρεπε διπλωματικά να μας διδάξει (σίγουρα δεν συμφωνώ με αυτά που κάνουν στο εσωτερικό τους), η στάση τους όμως, μια στάση που θίγει ένα μεγάλο πλέγμα ευρωπαϊκών συμφερόντων, αναγκάζει τους φίλους μας Ευρωπαίους στην αναζήτηση συμβιβαστικών προτάσεων.
Η συμμετοχή μας στα όργανα της Κοινότητας, δεν είναι λογικό να εξαντλείται στην πίεση της οικονομικής τιμωρίας της Τουρκίας, μιας τιμωρίας που δήθεν θα την οδηγήσει εξ ανάγκης σε μια συμμόρφωση με τις διεθνείς πρακτικές.
Αυτό που θα ανάγκαζε τους Ευρωπαίους φίλους μας να δούνε το πρόβλημα της Τουρκικής συμπεριφοράς με άλλη οπτική γωνία, θα ήταν η απορρύθμιση των γραφειοκρατικών τους λειτουργιών και η αμφισβήτηση των δήθεν Προτεσταντικών τους αρχών.
Οι απαιτήσεις και οι παρεμβάσεις μας θα έπρεπε να έχουν πολιτικό χαρακτήρα που η μη αποδοχή τους εκ μέρους τους θα ακύρωνε τον πυρήνα των αρχών της ΕΕ και θα ύψωνε εμπόδια στην εύρυθμη λειτουργία της.
-Επιτακτική απαίτηση από το σύνολο των χωρών της ΕΕ, της αναγνώρισης από το Τουρκικό Κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
-Αναγνώριση και καταδίκη δια πράξεων και όχι ευχολογίων από την ΕΕ, ότι η κατοχή της μισής Κύπρου είναι «παράνομη εισβολή και κατοχή»
-Απόσυρση των Τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο.
-Σεβασμός από την Τουρκία των μειονοτήτων, εθνικών και θρησκευτικών και σεβασμός των χώρων λατρείας.-Σεβασμός των μνημείων
-Επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης.
-Αποδοχή της Οικουμενικότητας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.-Αποδοχή όλων των διεθνών συνθηκών που διέπουν τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Όλων αυτών η αποδοχή και τήρηση θα έπρεπε να είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις για την όποια πολιτική ή οικονομική σχέση της Τουρκίας με τα μέλη της ΕΕ και την ίδια την ΕΕ.
Τα οφέλη της Τελωνειακής Ένωσης έστω και με την μορφή που ισχύει σήμερα είναι αυτό που πονά την Τουρκία.