Γιατί η δημοσιοποίηση από τις διωκτικές αρχές της σύλληψης και της ταυτότητας του τραγουδιστή ήταν παράνομη


Εκτενή αναφορά έγινε από τα Μ.Μ.Ε. στη σύλληψη για παράνομη οπλοκατοχή γνωστού τραγουδιστή κατά τη διεξαγωγή αστυνομικού ελέγχου.

Πέρα από το όπλο, οι αστυνομικοί εντόπισαν και μικροποσότητα ναρκωτικών. Συνδικαλιστής της ΕΛ.ΑΣ. σε τηλεοπτική εμφάνιση αναφέρθηκε στο γεγονός με «λεπτομέρειες», που παραβιάζουν και την αρχή της μυστικότητας της προανάκρισης.

Για «απαράδεκτη διαπόμπευση» μίλησε ο συνήγορός του. «Είναι απαράδεκτο», τόνισε, «να δημοσιοποιείται το ονοματεπώνυμο και οι κατηγορίες που τον βαρύνουν αμέσως μετά την σύλληψή του». Είναι βάσιμη η εν λόγω καταγγελία και γιατί; Τι ισχύει;;;

Η Χώρα μας κατοχύρωσε και συνταγματικά (στο άρθρο 9Α του Συντ.) το ατομικό δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή και χρήση των προσωπικών δεδομένων. Πρόκειται για τη συνταγματική επιβεβαίωση και επιστέγαση των βημάτων, που είχε κάνει ήδη η έννομη τάξη μας με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης του 1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης (κυρώθηκε με το ν.2068/1992), με την εναρμόνιση προς την Οδηγία 95/46 ΕΚ και ιδίως με τη ψήφιση του ν.2472/1997. Επιπλέον θεσμοθέτησε ανεξάρτητη Αρχή για τη διασφάλιση και προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλους τους τομείς (ΑΠΔΠΧ).

Όπως είναι γνωστό, η ανακοίνωση από τις διωκτικές αρχές στα ΜΜΕ του ονόματος ή φωτογραφίας ή άλλων στοιχείων προσώπου που ενέχεται στη διάπραξη εγκληματικής πράξης συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και μάλιστα ευαίσθητων (ποινική δίωξη), κατά την έννοια του ν.2472/1997. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων του ατόμου και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής αυτού αποτελούν ειδικότερη έκφανση της προστασίας της προσωπικότητας κάθε ατόμου, η οποία με τη σειρά της απορρέει από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, όπως αυτή προσδιορίζεται από το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.

Το δικαίωμα της ιδιωτικότητας αναγνωρίζεται ομοίως ως πρωταρχικός κανόνας τόσο στο διεθνές όσο και στο κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ (απόφαση της 10-2-95, Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας), το τεκμήριο αθωότητας, ως μια βασική εκδοχή του δικαιώματος σε «δίκαιη δίκη» (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), καταλαμβάνει και τις δηλώσεις των αστυνομικών αρχών στον τύπο κατά την προδικασία της ποινικής δίκης.

H προστασία των δεδομένων προβλέπεται γενικώς για κάθε πολίτη χωρίς εξαιρέσεις και επομένως από την εν λόγω προστασία δεν εξαιρούνται άνευ ετέρου και τα πρόσωπα που καθοιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Ωστόσο, όπως ισχύει για κάθε ατομικό δικαίωμα, η προστασία του ατόμου από την διάδοση των προσωπικών του δεδομένων δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, αλλά υποχωρεί όταν συγκρούεται με άλλο υπέρτερο αγαθό, το οποίο αναγορεύεται από την έννομη τάξη σε λόγο που δικαιολογεί την επέμβαση στα ανωτέρω δεδομένα, όπως είναι για παράδειγμα η ελευθερία του τύπου και το δικαίωμα πληροφόρησης που έχει ο πολίτης σε μια δημοκρατία καθώς επίσης η διασφάλιση της δημόσιας τάξης, στην οποία απολήγει η διαλεύκανση κάθε εγκληματικής πράξης και η σύλληψη δραστών εγκληματικών ενεργειών.
Ειδικότερα, όπως γίνεται δεκτό και στην 67/2002 Απόφαση της ΑΠΔΠΧ:

α. Επιτρέπεται η δημοσιοποίηση του ονόματος, της φωτογραφίας ή και άλλων στοιχείων του προσώπου που φέρεται αναμεμιγμένο σε εγκληματική δραστηριότητα, εφόσον το πρόσωπο αυτό καταζητείται νομίμως με σκοπό τη σύλληψη.

β. Η ανακοίνωση από την Αστυνομία του ονόματος του συλλαμβανομένου αντίκειται καταρχήν στην ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 7 ν.2472/97), αφού εκφεύγει από το σκοπό της επεξεργασίας που είναι η εξιχνίαση εγκληματικών πράξεων.

γ. Επιτρεπτή είναι η ανακοίνωση του ονόματος στον τύπο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου κρίνεται ότι η ανακοίνωση αυτή εξυπηρετεί την εγκληματολογική πολιτική, δηλαδή την εξιχνίαση του εγκλήματος (όταν π.χ. συλλαμβάνεται ο ύποπτος ανθρωποκτονίας και επιδιώκεται η ανεύρεση και σύλληψη του άμεσου συνεργού, του οποίου λοιπά στοιχεία δεν γνωρίζει η αστυνομία, ελπίζει όμως, ότι θα ανεύρει με τη συνδρομή τρίτων, που τυχόν θα προσδιορίσουν τον άγνωστο συνεργό, διότι γνωρίζουν τον συνεργάτη του συλληφθέντος). Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές, με δεδομένο το τεκμήριο της αθωότητας, η αναφορά της λέξης «ένοχος» πρέπει να αποφεύγεται επιμελώς στα δελτία τύπου, συνεντεύξεις κ.λ.π.

δ. Η έκδοση δελτίου τύπου ή γενικά η ανακοίνωση σύλληψης δράστη αξιόποινης πράξης χωρίς αναφορά του ονόματος αυτού είναι επιτρεπτή, καθόσον δεν αντίκειται σε διάταξη νόμου.

Συναφώς, επισημαίνεται, ότι δεν επιτρέπεται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που εξυπηρετείται η εγκληματολογική πολιτική, η ανακοίνωση της κοινωνικής ομάδας, φυλετικής καταγωγής, εθνοτικής προέλευσης ή υπηκοότητας συλληφθέντος προσώπου, ενώ με ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να αντιμετωπίζονται τα θέματα ανακοινώσεων για ανήλικους παραβάτες. Επίσης, δεν επιτρέπεται η ανακοίνωση των αρχικών του ονοματεπωνύμου συλλαμβανόμενου προσώπου, καθώς και άλλων στοιχείων (ιδιότητα, επάγγελμα) που συνδυαζόμενα μπορούν να οδηγήσουν σε ταυτοποίηση του συλληφθέντος, ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες.

Τέλος με το άρθρο 79 του ν.4139/2013, που αφορά την δημοσιοποίηση με Εισαγγελική Διάταξη στοιχείων σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες (άρα όχι δεδομένα πριν ή χωρίς να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη), πρέπει η απόφαση του Εισαγγελέα να είναι αιτιολογημένη, ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα του κατηγορούμενου να προσφύγει εντός δύο ημερών κατά της διάταξης, στην προϊσταμένη εισαγγελική αρχή, η οποία έχει άλλες δύο μέρες μέχρι να αποφανθεί.

Μέχρι να εκδοθεί η τελική απόφαση, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των στοιχείων (βλ. και 1/2018 Γνωμ.Εισ.Εφ.Θεσ/κης). Οι Υπηρεσίες της ΕΛ-ΑΣ, έχουν ενεργοποιήσει σε αρκετές περιπτώσεις τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 2472/1997, υποβάλλοντας αιτήματα δημοσίευσης. Μετά την έκδοση της Διάταξης, τα στοιχεία αναρτώνται στον ιστότοπό της με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών.

Ενόψει της ευρυζωνικότητας του διαδικτύου και του διασυνοριακού χαρακτήρα της σύγχρονης εγκληματικότητας, καθίσταται αδήριτη η ανάγκη αξιοποίησης από τις διωκτικές αρχές των δυνατοτήτων που παρέχει η τεχνολογία των πληροφοριών. Μπορεί λοιπόν η δημοσιοποίηση των εν λόγω στοιχείων, να επεκτείνεται και στις διεθνείς-ευρωπαϊκές διωκτικές αρχές, καθώς και στους αντίστοιχους διαδικτυακούς τόπους αυτών, στα πλαίσια της υφιστάμενης διακρατικής αστυνομικής συνεργασίας EUROPOL, INTERPOL κ.λ.π. (βλ.Εγκύκλιο 4/2016 Εισ. Α.Π.).

Το κείμενο εστάλη στο inbox του policenews.eu από τον Αντιστράτηγο ΕΛ.ΑΣ. ε.α. κ. Ν. Μπλάνη

Νικόλαος Αθ. Μπλάνης

Αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α., Επίτιμος Προϊστάμενος Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού Α.Ε.Α./Υ.Δ.Τ., Πτυχιούχος Νομικής Σχολής Αθηνών


Αφήστε ένα μήνυμα

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ