Τον προηγούμενο αιώνα ο Νίτσε έγραφε ότι «στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα». Ποια όμως μπορεί να είναι η σχέση των φύλων με την εγκληματογένεση και ποια η «αντίστιξη» τους στο «πατριαρχικό μοντέλο»;
άρθρο του Άγγελου Ποταμιά (Δικηγόρου Αθηνών)
Ενώ στους τομείς της τεχνολογίας, των μεταφορών ή των επικοινωνιών δεν μπορεί να ανευρεθεί τίποτα κοινό με το 349 π.Χ., ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια, αναφέρει πως η γυναίκα πρέπει «παντρεύεται σε νεαρή ηλικία και να παραμένει στο σπίτι» – μια άποψη η οποία ακόμα επιβιώνει και συναντάται ως «ζώσα» σε πολλές κουλτούρες του κόσμου.
Η Αττική τραγωδία προβάλλει συχνά τη γυναικεία ροπή προς έντονες συναισθηματικές κορυφώσεις και βίαια πάθη. Από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, η οποία αναζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα της, μέχρι την παιδοκτόνο «Μήδεια» του Ευριπίδη, και από την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη μέχρι την Άννα Καρένινα του Τολστοϊ, η «γυναίκα-δράστις» βρέθηκε να προσαποκτά το εγκληματολογικό ενδιαφέρον λυρικά, όχι όμως κι επιστημονικά.
Το ενδιαφέρον της «νεαρής» Εγκληματολογίας του 19ου αι., είτε υπό το πρίσμα της Κλασικής Παραδοσιακής Σχολής του Μπένθαμ και του Μπεκαρία, είτε υπό το πρίσμα της Θετικιστικής Σχολής, ήταν για τη γυναίκα σχεδόν ανύπαρκτο. Εκπρόσωποι των τάσεων αυτών (Lombroso, Ferrerò) στηρίζονταν κυρίως σε μια δαρβινική-αταβιστική, άρα και μια αμιγώς βιολογική εξήγηση του φαινομένου της γυναικείας εγκληματικότητας, και οι απόψεις τους θεωρούνται πλέον ξεπερασμένες. Πρώτη αξιόλογη αναφορά συναντάται στην Γαλλία από τον αστρονόμο Quetelet, ο οποίος αξιολόγησε το «φύλο» ως παράγοντα που σχετίζεται σημαντικά με την πιθανότητα να διαπράξει κάποιος έγκλημα.
Μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η γυναικεία εγκληματικότητα ήταν «αόρατη» ως πεδίο έρευνας. Στο προσκήνιο την έφερε αφενός η γυναικεία χειραφέτηση (κυρίως μετά τη βιομηχανική επανάσταση) με την επακόλουθη νομική εξίσωση των δύο φύλλων σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, και αφετέρου η συνεχή αυξητική της τάση.
Η τάση αυτή αποτυπώνεται σε πληθώρα ερευνών οι οποίες καταδεικνύουν ότι η γυναικεία εγκληματικότητα έχει υπερδιπλασιασθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Τα παραπάνω δεδομένα αφορούν ασφαλώς όχι μόνο την ελληνική αλλά και τη διεθνή πραγματικότητα. Παρότι ωστόσο παρουσιάζεται μεγαλύτερη συμμετοχή γυναικών σε εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, ωστόσο η συμμετοχή τους στα κοινά ποινικά αδικήματα του «δρόμου» εξακολουθεί να είναι περιορισμένη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την 1.5.2015 σε σύνολο 11.447 κρατουμένων στα καταστήματα κράτησης της χώρας, οι γυναίκες κρατούμενες ήταν 581 ή το 5,2% του συνόλου των κρατουμένων, ενώ οι άνδρες ήταν 10.856 άτομα ή το 94,8%. Η μικρή αντιπροσώπευση των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες στα καταστήματα κράτησης οφείλεται κυρίως στην τέλεση λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως λιγότερο σοβαρών εγκλημάτων βίας, αλλά και στη σχετικά σπάνια ύπαρξη προηγούμενων καταδικών τους, ιδίως σε στερητικές της ελευθερίας κυρώσεις.
Οι κοινωνιολογικές εξηγήσεις θεώρησαν τον εγκληματία σαν ένα προϊόν επίδρασης του κοινωνικού περιβάλλοντος και προσανατολίστηκαν σε κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες για την ερμηνεία της γυναικείας εγκληματικότητας. Κάποιες από τις σημαντικότερες προσεγγίσεις που παρατίθενται είναι: (α) σύμφωνα με τη «θεωρία της κοινωνικής αποδιοργάνωσης», κατά την παιδική ηλικία τα κορίτσια απορρίπτονται από τα αγόρια, διότι μειώνουν την αποτελεσματική δράσης της ομάδας και μόνο τα λίγα κορίτσια που υιοθετούν ανδρικούς ρόλους μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως ισότιμα μέλη της συμμορίας άρα και να αναπτύξουν εγκληματογένεση, (β) σύμφωνα με τη «θεωρία της κοινωνικής μάθησης», οι άνδρες, σε αντίθεση με τις γυναίκες, έχουν περισσότερες πρακτικές ευκαιρίες να συναναστραφούν με εγκληματίες, άρα και να μάθουν τις ειδικές τεχνικές, τουλάχιστον στην πρωτογενή παρέκκλιση, (γ) σύμφωνα με τη «θεωρία των κοινωνικών ρόλων» το σύστημα αξιών που ισχύει σε μία συγκεκριμένη κοινωνία επηρεάζει και την εγκληματογένεση των μελών της, (δ) κι ότι σύμφωνα με τη «θεωρία του κοινωνικού ελέγχου» η χαμηλή γυναικεία εγκληματικότητα οφείλεται στις διαφοροποιήσεις στην ανατροφή, στο γάμο, στο επάγγελμα και στην ανυπαρξία εξωτερικού ελέγχου σε κοινωνικές ομάδες και θεσμούς.
Κοινό στοιχείο πολλών ψυχαναλυτικών ερμηνευτικών μοντέλων της εγκληματικότητας είναι η πάλη του Εγώ με τον εαυτό του (Freud) κι ότι το έγκλημα δεν αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης (αιτιοκρατία). Η Epstein (1962) αποδίδει την παραβατική συμπεριφορά του κοριτσιού στην αδυναμία του να ταυτιστεί με έναν «κοινωνικό ρόλο» ενώ σύμφωνα με τον Lagache το παιδί περνά από δύο διαδικασίες ταυτοχρόνως: της ταύτισης και της κοινωνικοποίησης, οι οποίες αν αποτύχουν, το παιδί κινδυνεύει να μείνει εγωκεντρικό και ανώριμο, χαρακτηριστικά τα οποία συναντώνται συχνότερα σε αγόρια, και τα οποία ομοίως παρουσιάζονται σε εγκληματίες.
Προς συγκερασμό πολλών και διαφορετικών θεωρητικών προσεγγίσεων, κυρίαρχες απόψεις είναι: (α) «Η υποταγή, η νεύρωση και η κατάθλιψη των γυναικών αντί επίθεσης κατά τρίτων». Οι κοινωνικοί στερεοτυπικοί ρόλοι ορίζουν για τους άνδρες ότι όταν τους επιτίθενται ή τους καταπιέζουν αντιδρούν ενεργητικά και με επιθετικότητα, ενώ οι γυναίκες παθητικά και χωρίς επιθετικότητα – ενδ. παρατίθεται ότι όλες οι έρευνες κατατείνουν ότι οι ψυχοπαθολογικές και ιδίως οι νευρωτικές και καταθλιπτικές καταστάσεις είναι πολύ συχνότερες στις γυναίκες. (β) «Ο αυστηρότερος ανεπίσημος και επίσημος κοινωνικός έλεγχος». Ο ανεπίσημος κοινωνικός έλεγχος των γονέων, γειτόνων, φίλων, συναδέλφων είναι ιδιαιτέρως αυστηρός ιδίως απέναντι στις γυναίκες και ελέγχει το βαθμό συμμόρφωσης της γυναίκας στους γυναικείους στερεοτυπικούς ρόλους (αφοσιωμένη, σιωπηλή, περιποιημένη, ευχάριστη, καλή μητέρα και σύζυγος).
Οι βιολογικές προσεγγίσεις που αποπειράθηκαν να εξηγήσουν την χαμηλή γυναικεία εγκληματικότητα είναι επίσης πολυσχιδείς. Δέον να αναφερθούν: (α) η ανακάλυψη ενός χρωμοσωμικού τύπου ΧΥΥ στους βίαιους εγκληματίες θεωρήθηκε ως η ανακάλυψη του «χρωμοσώματος της εγκληματικότητας» το οποίο συναντάται κυρίως σε άνδρες, (β) ο βιολογικά προσδιορισμένος συντηρητισμός που παρεπόμενα εξηγεί τη χαμηλή επιθετικότητα, (γ) θεωρίες βιο-σωματικής τυπολογίας (υστέρηση γυναικών σε μυϊκή μάζα και σωματική ρώμη, στατιστικά χαμηλότερος αιματοκρίτης, σίδηρος, φεριτίνη, χαμηλή πίεση κλπ) οι οποίες κατατείνουν στο ότι η σωματική ανισχυρία λειτουργεί ανασταλτικά στην εγκληματογένεση, (δ) καθώς και μεταξύ άλλων βιολογικών ιδιαιτεροτήτων (εμμηνόρροια, εγκυμοσύνη, εμμηνόπαυση) ότι το μητρικό ένστικτο δύναται να επηρεάσει εσωτερικά κίνητρα, φόβους και συναισθηματικές παρορμήσεις καθώς και δημιουργεί ένα ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης.
Η Σουηδία είναι το κράτος το οποίο πετυχαίνει τον υψηλότερο «Δείκτη Ισότητας των Φύλων» («Gender Equality Index») και θεωρείται ως η κατ’ εξοχήν χώρα-πρότυπο της ισότητας. Ωστόσο την περυσινή χρονιά (2019), κατά τα στοιχεία του Σουηδικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, το ποσοστό των εκ προθέσεως τελεσθεισών ανθρωποκτονιών με δράστιδες γυναίκες, ήταν μόλις 16% του συνόλου. Μακρόχρονες και διακρατικές έρευνες σε 12 ομοίως ανεπτυγμένες χώρες (Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Αγγλία και Ουαλία, Γαλλία, Ιρλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Σκωτία, Ισπανία, Ελβετία και Ηνωμένες Πολιτείες) από 2000 έως το 2013, επίσης καταδεικνύουν ότι oi άντρες σε όλες τις κατηγορίες των βίαιων εγκλημάτων ή εγκλημάτων μίσους (violent crimes/hate crimes) εγκληματούν σε ποσοστό άνω του 80%, και ειδικώς στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (Βιασμός, Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, Κατάχρηση ανηλίκων/ανικάνου προς αντίσταση κ.ά.) το ίδιο ποσοστό φτάνει στο 97,8%.
Προσωπική εκτίμηση είναι ότι θα πρέπει να εξεταστεί χωριστά η γυναικεία εγκληματικότητα ποιοτικά και ποσοτικά, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν ο «σκοτεινός» αριθμός της γυναικείας εγκληματικότητας, η επιλεκτική δίωξη των οργάνων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, το γεγονός ότι οι πλείστες εγκληματολογικές θεωρίες είναι ανδροκεντρικές, ο κίνδυνος της έλλειψης αξιοπιστίας των στατιστικών στοιχείων, καθώς και το γεγονός ότι οι κατηγορίες των αδικημάτων που επιλέγονται συνήθως δεν είναι αντιπροσωπευτικές του συνόλου.
Η επίσημη «εικόνα» της γυναικείας εγκληματικότητας είναι κοινωνικά κατασκευασμένη.
Το χαμηλό της ποσοστό δεν μπορεί να αποδίδεται με ασφάλεια αποκλειστικά στο εν ισχύ «πατριαρχικό μοντέλο» καθώς ενδέχεται ισχυρά να είναι απότοκη συνέπεια βιολογικών, βιοκοινωνικών και βιοψυχολογικών παραγόντων.
Ενδεικτικά παρατίθεται ότι στο αρσενικό είδος παρατηρείται πιο συχνά συμπεριφορά επιθετική, κυριαρχική ή ακόμα και εχθρική, σε όλα τα θηλαστικά.
Ο συγγραφέας κάνει την αντίθετη ανάγνωση από τη συνήθη. Δεν πιθανολογεί τόσο ότι η πατριαρχία κάνει τις γυναίκες (αποφασιστικά) λιγότερο επιθετικές, όσο ότι ενδέχεται να κάνει τους άντρες (αποφασιστικά) περισσότερο επιθετικούς.
Ακόμα και σήμερα, βάσει των στοιχείων του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου (EIGE), στην ανεπτυγμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, 50 γυναίκες δολοφονούνται κάθε εβδομάδα από νυν ή πρώην σύντροφό τους. Οι δολοφονίες γυναικών από την ανδρική βία καταλαμβάνουν παγκόσμια την πρώτη θέση ως μη φυσική αιτία θανάτου για τις γυναίκες.
Ίσως τα ερωτήματα απαντηθούν από τον εγκληματολόγο, τον κοινωνιολόγο ή τον βιολόγο του μέλλοντος. Ίσως βρεθεί μια νέα «υπερ-θεωρία» που θα αγκαλιάσει διεπιστημονικά όλους τους κλάδους ως το «αντίδοτο στο χάος».
Οι γυναίκες δεν πρέπει να μελετηθούν ως ένα από τα δύο φύλα. Πρέπει να μελετηθούν ως το φύλο από το οποίο προερχόμαστε όλοι. Ίσως ο παράδεισος να είναι εκεί που βρίσκεται η Εύα.