Το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού βρίσκεται προ των πυλών της κατάθεσης στη Βουλή και ελέω του δεύτερου lockdown οι ιθύνοντες του ΥΠΟΙΚ έχουν επιδοθεί στην «κοπτοραπτική», ανασυντάσσοντας εκτιμήσεις και αναθεωρώντας στόχους για το 2021.
Οι αρχικές προβλέψεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού μήνες αναθεωρούνται επί τα χείρω, κυρίως σ’ ό,τι αφορά το ποσοστό ύφεσης για το 2020, που αναμένεται να ξεπεράσει το 10%.
Γράφει ο Νώντας Βλάχος
Τα μακροοικονομικά στοιχεία, όπως η ύφεση ή για παράδειγμα το πρωτογενές έλλειμμα, είναι εξόχως αποθαρρυντικά, διότι υπερτονίζουν τις σημαντικές ζημιές με τις οποίες θα κλείσει η ελληνική οικονομία το 2020 και τις οποίες θα κουβαλήσει ως δυσβάσταχτο φορτίο, που ναρκοθετεί εκ προοιμίου τις προσπάθειες ανάκαμψης, εντός του 2021.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και προοιωνίζουν «μαύρο» μέλλον για την πραγματική οικονομία, τις επιχειρήσεις και συνολικά το επιχειρείν στη χώρα. Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει με ακρίβεια, αν θα εκπληρωθούν οι «προφητείες» όσων-ειδικών και μη – προεξοφλούσαν την πλήρη κατάρρευση κλάδων επιχειρήσεων στη χώρα, στο ενδεχόμενο επιβολής ενός δεύτερου lockdown.
Από την άλλη πλευρά όμως, ακόμα κι αν κάποιος επιδιώξει να προσεγγίσει με άκρατη αισιοδοξία την πραγματικότητα που καταγράφεται για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδίως αυτές μικρής και μικρομεσαίας κλίμακας, δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στο εξής: το ενδεχόμενο αποφυγής οριστικής καταβαράθρωσης – καταστροφής των επιχειρήσεων, δεν συνεπάγεται και τη διατήρηση, εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Εξαιρετικά αμφίβολο και εντασσόμενο σε πλαίσιο αστερίσκων και προϋποθέσεων, είναι η επανεκκίνησή τους. Ίσως όμως αυτό να μοιάζει πολύ μακρινό. Είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης, κάτι που προκύπτει ως συμπέρασμα από τους απόλυτους αριθμούς και τις προβλέψεις που βασίζονται εξ’ ολοκλήρου σ’ αυτούς.
Δεν «βγαίνει» το σχέδιο για το άνοιγμα των αγορών τα Χριστούγεννα
Ένας από τους «πυλώνες» στήριξης της πραγματικής οικονομίας, όχι μόνο στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, αλλά και στις καλές περιόδου, ήταν και είναι ο χριστουγεννιάτικος τζίρος. Στον στρατηγικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, το άνοιγμα των καταστημάτων κατά την εορταστική περίοδο, είχε περίοπτη θέση, καθ’ όσον θα αποτελούσε τη «μηχανή» που θα ζέστανε και πάλι σημαντικούς κλάδους του επιχειρείν, όπως το λιανεμπόριο, η εστίαση, η διασκέδαση, προσφέροντας την αναγκαία ρευστότητα στην πολύπαθη πραγματική οικονομία.
Τα υγειονομικά στοιχεία και η μη τιθάσευση της πανδημίας, δεν αφήνουν περιθώρια για αισιοδοξία, κυρίως ανατρέπουν πλήρως το κυβερνητικό πλάνο. Το άνοιγμα της αγοράς, σύμφωνα πάντα με τα τωρινά υγειονομικά δεδομένα, μοιάζει περισσότερο με ουτοπία παρά με πιθανό ενδεχόμενο, κάτι που αν επαληθευθεί, αφαιρεί από τη φαρέτρα των επιχειρήσεων ένα σημαντικό «όπλο» που σχετίζεται με τη βιωσιμότητά τους.
Τεράστιες οι πληγές στον κλάδο της εστίασης
Μια και ο λόγος για τη βιωσιμότητα, ο κλάδος της εστίασης είναι αυτός που μετράει τα περισσότερα «θύματα» από το δεύτερο lockdown. Για την ακρίβεια, η καταμέτρηση θα γίνει μετά το πέρας της καραντίνας, ωστόσο, οι προβλέψεις είναι καθόλα εφιαλτικές. Μια στις τρεις επιχειρήσεις εστίασης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΓΣΕΒΕΕ, δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ανοίξουν, και μετά το lockdown, θα κατεβάσουν ρολά άπαξ δια παντός.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με βάση τα εξόχως αρνητικά δεδομένα που υπάρχουν, τα μέτρα στήριξης των εν λόγω επιχειρήσεων είναι επιβεβλημένα και η άμεση εφαρμογή τους αποτελεί αναγκαιότητα.
H επέμβαση του κράτους θα πρέπει να θεωρείται εκ των ουκ άνευ, προκειμένου να αποφευχθούν «μόνιμες» και ανεπανόρθωτες βλάβες στην πραγματική οικονομία της χώρας, που ενδεχομένως ούτε τα ευρωπαϊκά κεφάλαια θα είναι σε θέση να «θεραπεύσουν».
Όταν αυτά τελικώς έρθουν στη χώρα, διότι και στο ζήτημα απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων που αφορούν την αντιμετώπιση της πανδημίας, έχει παρατηρηθεί σημαντική κωλυσιεργία. Και αυτό το «φαινόμενο» δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά συνολικά τις χώρες της Ε.Ε. που είναι να λάβουν χρήματα, είτε αυτά αφορούν την ενίσχυση των επιχειρήσεων, είτε σχετίζονται με την απασχόληση.
Επ’ αυτού να θυμίσουμε τα εξής: το πρόγραμμα Sure που αφορά τη στήριξη της απασχόλησης δεν έχει εκκινήσει ακόμα. Επίσης, «ανενεργά» είναι τα δάνεια του Μόνιμου Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕSM), ενώ και η ενίσχυση των επιχειρήσεων (μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων), έχει μείνει στα χαρτιά…