Η Μαίρη Μαρκογιαννάκη, φιλόλογος, ειδική Παιδαγωγός και Σύμβουλος Εφηβικής Υγείας συμβουλεύει τους αναγνώστες του in.gr σχετικά με ένα φλέγον θέμα: «πώς εξηγούμε στα παιδιά μας τι συμβαίνει;»
Ο κανόνας, λέει η ειδικός, είναι ότι στα παιδιά λέμε πάντα την αλήθεια, ή μάλλον, αυτό που είναι πιο κοντά στην αλήθεια. «Μια αλήθεια προσαρμοσμένη στην ηλικία τους: σε κάθε απορία που εκφράζεται, η αλήθεια της απάντησής μας προσαρμόζεται αναλόγως του γνωστικού επιπέδου αλλά και της συναισθηματικής ωριμότητας του παιδιού. Αν, για παράδειγμα, ερωτηθούμε για ένα φυσικό φαινόμενο ή για τη διαδικασία του τοκετού, διαφορετικά θα απαντήσουμε στα 4, 8 ή 12 έτη του παιδιού.
Επιπλέον, θα έχουμε άλλη προσέγγιση και άλλο εν γένει τρόπο. Με το ίδιο σκεπτικό θα διαχειριστούμε και τις συζητήσεις σχετικά με τον κορωνοϊό. Σε ένα μικρό παιδί θα αποφύγουμε τις πολλές ιατρικές πληροφορίες και τις αρνητικές συσχετίσεις και θα επικεντρωθούμε στα πρακτικά ζητήματα, όπως τους τρόπους μετάδοσης (ώστε να τηρεί τους κανόνες υγιεινής), τη σοβαρότητα νόσησης της τρίτης ηλικίας (ώστε να κατανοήσει γιατί δεν βλέπει τη γιαγιά και τον παππού) κ.ο.κ»
Ωστόσο, σύμφωνα με την κυρία Μαρκογιαννάκη, «οι απαντήσεις μας διαφοροποιούνται και ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, τον χαρακτήρα και τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου παιδιού. Αν έχουμε, για παράδειγμα, ένα παιδί το οποίο είναι επίμονο και ρωτάει όλο και πιο πολλά, οφείλουμε να ανταποκριθούμε στην περιέργεια του, όσο κι αν αυτό μας δυσκολεύει. Αν δεν ικανοποιηθεί από τις δικές μας απαντήσεις, το πιθανότερο είναι να ψάξει για απαντήσεις σε πηγές, τις οποίες εμείς δεν ελέγχουμε. Από την άλλη μεριά, αν έχουμε ένα παιδί που φοβάται εύκολα, ή περνάει μια τέτοιου είδους φάση, είναι προτιμότερο να αποφύγουμε την αναφορά σε στρεσογόνες και επώδυνες λεπτομέρειες.»
Και όταν η κουβέντα έρχεται στον θάνατο;
Η Μαίρη Μαρκογιαννάκη είναι σαφής: «Απαντάμε στις απορίες που έχει, αλλά δεν σπεύδουμε να καλύψουμε τα πάντα σε σχέση με το θέμα. Αν δεν μας ρωτήσει για το ενδεχόμενο θανάτου δικών μας προσώπων από κορωνοϊό, δεν χρειάζεται να το ανακινήσουμε εμείς.
Αν ωστόσο ερωτηθούμε, οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς, να ομολογήσουμε πως κανείς δεν γνωρίζει τη στιγμή του θανάτου του και στη συνέχεια να το καθησυχάσουμε λέγοντάς του ότι είμαστε προσεκτικοί/υγιείς/ νέοι -ανάλογα με την περίπτωση- και συνεπώς μειώνονται κατά πολύ οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο.
Είναι σημαντικό επίσης να μη μεταδίδουμε άθελά μας διπλά μηνύματα στα παιδιά μας. Αυτό συμβαίνει όταν λεκτικά εκφράζουμε κάτι, αλλά η συμπεριφορά μας, η φωνή μας, το συναίσθημά μας αποκαλύπτει κάτι άλλο. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, μια μητέρα που λεκτικά μεταφέρει στο παιδί της το μήνυμα ότι αυτή η κατάσταση είναι παροδική, διαχειρίσιμη, καθολική, έχει ενδεχομένως και τα θετικά της και άλλα τέτοια, αλλά την ίδια στιγμή το παιδί της τη βλέπει να έχει ξεσπάσματα θυμού ή κλάματος, την ακούει να λέει στο τηλέφωνο ότι δεν αντέχει άλλο κλεισμένη ή την παρατηρεί να βάζει θερμόμετρο κάθε τρεις και λίγο.
Η μη συνεπής στάση του γονέα προκαλεί ανασφάλεια στα παιδιά γιατί στο μυαλό τους εισβάλλει η αβεβαιότητα, οι αρνητικές σκέψεις μεγεθύνονται και το πρόσωπο αναφοράς τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ας μην ξεχνάμε λοιπόν: έχουμε θεατές. Και αυτοί οι θεατές τις περισσότερες φορές επεξεργάζονται βουβά τις πληροφορίες μέσα από τα δικά μας μάτια, με τα δικά μας φίλτρα. Είναι προτιμότερο αν δυσφορούμε, να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας, αλλά με ψυχραιμία και ακεραιότητα.
Ως εκεί που μπορούν τα παιδιά μας να αντέξουν. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό για ένα παιδί από τον γονιό του που καταρρέει. Επίσης, ας μην ξεχνάμε πως για τα παιδιά η καθημερινότητα συνεχίζεται. Είτε με τη διά ζώσης είτε με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση τα μαθήματα και οι υποχρεώσεις εξακολουθούν, η επαφή με τους συνομιλήκους δεν χάνεται. Οπότε γιατί να επιβαρύνουμε συναισθηματικά ένα παιδί που από μόνο του δεν δυσανασχετεί;»
Παιδιά λυπημένα και θυμωμένα: πώς το χειριζόμαστε;
«Αν τα παιδιά μας βιώνουν άγχος, λύπη, θυμό είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε το συναίσθημά τους, να προσπαθούμε να το ερμηνεύσουμε και να το εκλογικεύσουμε μαζί τους, ώστε, όχι μόνο να ανακουφιστούν εκείνη τη στιγμή, αλλά μακροπρόθεσμα να μάθουν να το διαχειρίζονται. Συγκεκριμένα ως προς το άγχος, βοηθάει να υπενθυμίζουμε στα παιδιά μας ότι η ζωή μας βρίσκεται στο παρόν, ενώ το άγχος αναφέρεται σε κάτι που φοβόμαστε ότι θα συμβεί στο μέλλον, μία εικασία, κάτι μη πραγματικό.
Όταν μας κυριεύει άγχος είναι καλό να επικεντρωνόμαστε στο τώρα. Φυσικά όταν η αντιμετώπισή του ξεπερνάει το πλαίσιο των δυνατοτήτων μας, απευθυνόμαστε στους ειδικούς», εξηγεί η ειδικός και προσθέτει ότι, τις μέρες της καραντίνας, πρέπει να προσέξουμε ώστε τα παιδιά μας να μην ξεφύγουν σε χρόνο οθόνης και βάρος, όπως άλλωστε κι εμείς οι ενήλικες.