Η Σπάρτη (Σπάρτα στη Δωρική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην Αρχαία Ελλάδα, χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα στη Λακωνία, στο ΝΑ μέρος της Πελοποννήσου. Έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της, τον ηρωισμό της και το μεγάλο αριθμό των δούλων της. Επίσης, είναι γνωστή και στην Ελληνική Μυθολογία, κυρίως για τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο σύστημά της Αγωγής που είχε επιβάλει η νομοθεσία του Λυκούργου, κάτι που ήταν μοναδικό στην αρχαία Ελλάδα.
Η ιστορική περίοδος της Σπάρτης αρχίζει μετά την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στο 1100 π.Χ. και τελειώνει στη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αν και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Δωριέων, πράγμα που θεωρείται η προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης. Στη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη στην Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικό-στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα στην αρχή της Αρχαϊκής Εποχής, μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ και μετά τις ήττες της από τους Θηβαίους το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα και το 362 π.Χ. στη Μαντίνεια έχασε την παλιά της δύναμη και μαζί με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας άρχισε να παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της ακολουθώντας την μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Όμως και στη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας συνέχισε να αποτελεί πόλο έλξης, λόγω της πλούσιας ιστορίας της.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, τον 5ο αιώνα π.Χ., το σπαρτιατικό κράτος εκτεινόταν στα 2/5 της Πελοποννήσου («Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», I, 10, 2), περίπου δηλαδή 8.500 τ. χλμ., έκταση τριπλάσια από την Αθήνα. Περιελάμβανε δύο κύριες περιοχές, που τις διαχώριζαν οροσειρές.
Η Λακωνία, αν θέλουμε να την ορίσουμε αυστηρά, περιορίζεται δυτικά από το όρος Ταΰγετος, ενώ στο νότο και την ανατολή από το Μυρτώο Πέλαγος. Τα σύνορά της στο βορρά ήταν ευμετάβλητα: το 545 π.Χ. η Σπάρτη, με το βασιλιά της Εχέστρατο, κατέκτησε την εύφορη πεδιάδα της Κυνουρίας, που την είχε αποικήσει σύμφωνα με το μύθο ο Κύνουρος, γιος του Περσέα από το Άργος. Από τότε τα όρια της περιοχής περνούν από τα περίχωρα της Θυρέας (κοντά στο σύγχρονο Άστρος), η περιοχή της κόμης του Τυρού και των Πρασιών ήταν τα φυσικά σύνορα και ποτέ δεν χάθηκαν από την Σπάρτη, το νότιο τμήμα του Παρθενίου όρους, την κοιλάδα του Ευρώτα (περιλαμβάνοντας και τη Σκυρίτιδα) και έπειτα την περιοχή στα πόδια του Χελμού, που ταυτίζεται με τη Βελμινάτιδα.
Η Μεσσηνία, που κατακτήθηκε κατά τους Μεσσηνιακούς πολέμους, περικλείεται στα βόρεια από τον ποταμό Νέδα και τα Αρκαδικά Όρη, στα ανατολικά από το όρος Ταΰγετος, στα νότια από τον Μεσσηνιακό Κόλπο και στα δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος. Περιλαμβάνει μεγάλους ορεινούς όγκους, ανάμεσα στους οποίους τα όρη της Κυπαρισσίας και την Ιθώμη. Στο μέσον βρίσκεται η κοιλάδα της Μεσσηνίας, που την βρέχει ο ποταμός Πάμισος.
Τη Λακωνική Πολιτεία αποτελούσαν αρχικά 4 κωμοπόλεις με τα ονόματα Κυνόσουρα, Λίμναι, Μεσόα και Πιτάνα. Μια πέμπτη, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων, οι Αμύκλαι, προστέθηκαν σε μια άγνωστη εποχή.
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ
Ο Παυσανίας («Λακωνικά», Ι, 1-3) παραθέτει πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη μυθολογική προέλευση πολλών από τα παραπάνω χαρακτηριστικά τοπωνύμια. Σύμφωνα με τη διήγηση των Σπαρτιατών, πρώτος βασιλιάς της χώρας τους (που τότε δεν λεγόταν έτσι) ήταν ο Λέλεγας και από το όνομά του και οι κάτοικοι λέγονταν Λέλεγες. Ο βασιλιάς απέκτησε δύο παιδιά: το Μύλη και τον Πολυκάονα. Ο δεύτερος νυμφεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Άργους Τρίοπα, την όμορφη Μεσσήνη. Εκείνη, αντιλαμβανόμενη ότι ο άνδρας της ως δευτερότοκος δεν θα γινόταν ποτέ βασιλιάς, τον προέτρεψε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Περνώντας τα βουνά ανακάλυψαν μια μεγάλη και εύφορη πεδιάδα. Εκεί έχτισαν μια πόλη, τη Μεσσήνη. Ο Πολυκάονας έγινε βασιλιάς της χώρας εκείνης που την ονόμασε από τη σύζυγό του, Μεσσηνία.
Στη Σπάρτη, τον Λέλεγα διαδέχτηκε ο Μύλης και το Μύλη ο Ευρώτας. Ο ευφυής αυτός βασιλιάς εμπνεύστηκε ένα μεγαλεπήβολο έργο. Την κοιλάδα όπου βρισκόταν η χώρα του πλημμύριζε ένας ποταμός σχηματίζοντας μια μεγάλη λίμνη. Με την κατασκευή μιας διώρυγας ο ποταμός περιορίστηκε στην κοίτη του, αφήνοντας ελεύθερη την εύφορη κοιλάδα. Έτσι ο ποταμός πήρε το όνομα του βασιλιά, Ευρώτας. Ο Ευρώτας δεν άφησε αρσενικούς απογόνους, αλλά μια κόρη, τη Σπάρτη. Διάδοχος ορίστηκε ο αρραβωνιαστικός της, ο Λακεδαίμονας. Ο βασιλιάς αυτός έδωσε το όνομά του στη χώρα του. Για πρωτεύουσά του έχτισε μια πόλη, που την ονόμασε Σπάρτη, τιμώντας τη σύζυγό του. Έδωσε και στο μεγάλο βουνό, που χώριζε τη χώρα του από τη Μεσσηνία, το όνομα της μητέρας του, της Ταϋγέτης. Τέλος, ο γιος του, ο Αμύκλας, άφησε και ο ίδιος το όνομά του στην ιστορία, χτίζοντας μια πόλη, γνωστή ως Αμύκλαι. Σημειώνεται ότι απόγονοι αυτών των προσώπων ήταν, σύμφωνα πάντα με την προφορική παράδοση, οι ήρωες του τρωικού κύκλου: Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Διόσκουροι και Πηνελόπη.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Είναι δύσκολο για τους σύγχρονες μελετητές να ανασυνθέσουν την προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης, καθώς οι γραπτές πηγές είναι πολύ απομακρυσμένες χρονικά από τα γεγονότα, που είχαν ήδη αλλοιωθεί πολύ από την προφορική παράδοση. Όμως, η αρχαιότερη σίγουρη ένδειξη ανθρώπινης εγκατάστασης στην περιοχή της Σπάρτης είναι η εύρεση κεραμικών που χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο κοντά στο Κουφόβουνο, περίπου 2 χλμ. ΝΔ της πόλης. Αυτά είναι τα πιο αρχαία ίχνη του αυθεντικού Μυκηναϊκού Σπαρτιατικού πολιτισμού, στον οποίο γίνεται αναφορά στην Ιλιάδα του Ομήρου. Ο πολιτισμός αυτός φαίνεται πως έπεσε σε παρακμή προς το τέλος της Εποχής του Χαλκού, όταν ελληνικές πολεμικές φυλές Δωριέων από την Ήπειρο και τη Μακεδονία κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο. Οι Δωριείς κατά τα φαινόμενα άρχισαν να επεκτείνουν τα σύνορα της σπαρτιατικής επικράτειας πριν ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Πολέμησαν ενάντια στους Δωριείς του Άργους στα ανατολικά και ΝΑ, καθώς και τους Αρκάδες Αχαιούς στα ΒΔ. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις ότι η ίδια η Σπάρτη, εξαιρετικά δυσπρόσιτη εξαιτίας της τοπογραφίας της κοιλάδας του Ταΰγετου, κρίθηκε από την εποχή εκείνη αρκετά ασφαλής, γι’ αυτό και δεν οχυρώθηκε ποτέ. Ανάμεσα στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες γνώρισαν μια περίοδο αναρχίας και εσωτερικών συγκρούσεων, για την οποία παραθέτουν μαρτυρίες τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Θουκυδίδης. Ως αποτέλεσμα προχώρησαν σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες αργότερα απέδωσαν σ’ έναν ημι-μυθικό νομοθέτη, τον Λυκούργο. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν την ανατολή της Κλασικής Σπάρτης.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΠΑΡΤΗ
Κατά το Β’ Μεσσηνιακό Πόλεμο, η Σπάρτη αναδείχτηκε μεγάλη δύναμη τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλήνιο επίπεδο. Κατά τους επόμενους αιώνες, η φήμη της στρατιωτικής δύναμης των σπαρτιατών δεν είχε αντάξιά της. Το 480 π.Χ. μια μικρή δύναμη Σπαρτιατών, Θεσπιέων και Θηβαίων με επικεφαλής το βασιλιά Λεωνίδα διεξήγαγε μια θρυλική μάχη μέχρις έσχατων στις Θερμοπύλες απέναντι στον κολοσσιαίων διαστάσεων περσικό στρατό, προκαλώντας αναρίθμητες απώλειες προτού τελικά περικυκλωθεί. Η υπεροχή του εξοπλισμού και της στρατιωτικής τέχνης των οπλιτών της σπαρτιατικής φάλαγγας φάνηκε και πάλι ένα χρόνο αργότερα όταν ο σπαρτιατικός στρατός, αυτή τη φορά σε απαρτία, οδήγησε μια συνδυασμένη δύναμη ελληνικών πόλεων κατά των Περσών στις Πλαταιές.
Η αποφασιστική νίκη στη Μάχη των Πλαταιών έδωσε τέλος στους Περσικούς Πολέμους, καθώς και στη φιλοδοξία των Περσών να επεκταθούν σε ευρωπαϊκά εδάφη. Παρόλο που τη μάχη έφερε σε πέρας μια στρατιά από άνδρες από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου, τα εύσημα δόθηκαν στη Σπάρτη, η οποία πέραν του ότι πρωταγωνίστησε στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές, ήταν ο de facto αρχηγός της ελληνικής εκστρατείας.
Κατά την ύστερη κλασική περίοδο, η Σπάρτη μαζί με την Αθήνα, τη Θήβα και την Περσική Αυτοκρατορία αποτέλεσαν τις κυριότερες δυνάμεις που μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Σπάρτη, παραδοσιακά πολιτισμός της ξηράς, έγινε ισχυρή ναυτική δύναμη. Στον κολοφώνα της δύναμής της υποχρέωσε σε ήττα πολλές από τις πιο σημαντικές ελληνικές πόλεις-κράτη, καταφέρνοντας να επιβληθεί τελικά και του πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου. Προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., η Σπάρτη ξεχώριζε ως η δύναμη που είχε νικήσει την Αθήνα και που είχε εισβάλλει στην Περσία, μια περίοδος που είναι γνωστή και ως «Σπαρτιατική ηγεμονία».
Στα πλαίσια του Κορινθιακού Πολέμου η Σπάρτη αντιμετώπισε ένα συνασπισμό των πιο σημαντικών ελληνικών κρατών: της Θήβας, της Αθήνας, της Κορίνθου και του Άργους. Αρχικά τη συμμαχία αυτή υποστήριξε και η Περσία, της οποίας τα εδάφη στην Ανατολία είχαν γνωρίσει σπαρτιατική εισβολή και έτσι βρισκόταν σε επιφυλακή για περαιτέρω επέκταση της Σπάρτης στην Ασία. Η Σπάρτη πέτυχε μια σειρά από νίκες στη ξηρά, αρκετά όμως από τα πλοία της καταστράφηκαν στην Κνίδο από τον ελληνοφοινικικό στόλο μισθοφόρων που η Περσία παρείχε στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό τραυμάτισε σε μεγάλο βαθμό το σπαρτιατικό ναυτικό, αν και δεν τερμάτισε τις φιλοδοξίες της για επέκταση στα περσικά εδάφη, μέχρι που ο Κόνων από την Αθήνα λεηλάτησε τη σπαρτιατική ακτογραμμή και προκάλεσε τον αρχαίο φόβο των Σπαρτιατών για επανάσταση των ειλώτων.
Μετά από μερικά ακόμη χρόνια πολέμου, υπογράφηκε η «Ειρήνη του Βασιλέως», σύμφωνα με την οποία όλες οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας θα παρέμεναν ανεξάρτητες και τα ασιατικά σύνορα της Περσίας δεν θα απειλούνταν πλέον από τη Σπάρτη. Αποτελέσματα του πολέμου αυτού ήταν η δυνατότητα επέμβασης στα ελληνικά πράγματα που απέκτησαν οι Πέρσες, αλλά και η επιβεβαίωση της ηγεμονικής θέσης την οποία κατείχε η Σπάρτη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η Σπάρτη έπεσε σε παρακμή μετά από μια συντριπτική ήττα του στρατού της από τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα στη Μάχη των Λεύκτρων. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη στην ξηρά που έχασε ένας σπαρτιατικός στρατός σε πλήρη απαρτία.
Καθώς η ιδιότητα του πολίτη ήταν κληρονομική μέσω αίματος, η Σπάρτη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ύπαρξης στα εδάφη της ενός υπεράριθμου πλήθους ειλώτων σε σχέση με τους ελεύθερους πολίτες (τους Ομοίους). Η ανησυχητική μείωση των Ομοίων στη Σπάρτη, συχνά αποκαλούμενη στις πηγές «ολιγανθρωπία», επισημαίνεται από τον Αριστοτέλη.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΠΑΡΤΗ
Η Σπάρτη δεν κατάφερε ποτέ να αναπληρώσει τον αριθμό ενηλίκων ανδρών που έχασε στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. και στις επαναστάσεις των ειλώτων που ακολούθησαν. Συνέχισε όμως να παραμένει ισχυρή δύναμη στην περιοχή για δύο αιώνες ακόμη. Ούτε ο Φίλιππος Β’, ούτε ο γιος του Αλέξανδρος, προσπάθησαν καν να κατακτήσουν τη Σπάρτη. Ήταν αρκετά αδύναμη για να αποτελέσει σημαντική απειλή, αλλά οι ικανότητες του στρατού της παρέμεναν τόσο μεγάλες που οποιαδήποτε απόπειρα εισβολής θα σήμαινε υπερβολικές απώλειες. Ακόμη και στην περίοδο της παρακμής της η Σπάρτη ποτέ δεν έπαψε να ισχυρίζεται ότι αποτελούσε τον «υπερασπιστή του ελληνισμού», ούτε έχασε το λακωνικό της πνεύμα. Ένα ιστορικό ανέκδοτο θέλει το βασιλιά Φίλιππο Β’ να στέλνει ένα μήνυμα στη Σπάρτη λέγοντας: «Αν εισβάλλω στη Λακωνία, θα ισοπεδώσω την πόλη της Σπάρτης». Η απάντηση που έλαβε ήταν ένα απλό «Αν».
Ακόμη κι όταν ο Φίλιππος έφτιαξε έναν πανελλήνιο στρατό με την πρόφαση να ενώσει όλη την Ελλάδα ενάντια στην περσική απειλή, οι Σπαρτιάτες επέλεξαν να μη συμμετέχουν με τη θέλησή τους. Δεν ενδιαφέρονταν σε καμιά περίπτωση να ενώσουν τις δυνάμεις τους με μια πανελλήνια συμμαχία αν δεν επρόκειτο να ηγηθούν της προσπάθειας. Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι οι Μακεδόνες κατάγονταν επίσης από τους Δωριείς και ήταν κατά κάποιο τρόπο συγγενικό φύλο των Σπαρτιατών. Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία. Έτσι, μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Μ. Αλέξανδρος έστειλε στην Αθήνα 300 περσικές πανοπλίες με την ακόλουθη επιγραφή: «Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες (πλην των Σπαρτιατών), από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία».
Στη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων, η Σπάρτη συμμάχησε με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Στα τέλη του 3ου αιώνα, θα υπάρξει μία αναλαμπή στην πολιτική ηγεσία της Σπάρτης. Καθώς ο Άγης ο Δ’ και ο διάδοχός του Κλεομένης ο Γ’, θα προσπαθήσουν να επαναφέρουν τη Σπάρτη στο προσκήνιο. Ο πρώτος θα δοκιμάσει να επαναφέρει τη νομοθεσία του Λυκούργου, που στην εποχή του είχε νεκρωθεί, αλλά θα δολοφονηθεί. Ο δεύτερος, θα επαναφέρει προσωρινά το κύρος στην Σπάρτη και θα σημειώσει αρχικά σημαντικές επιτυχίες εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αλλά θα ηττηθεί στη μάχη της Σελλασίας, το 222 π.Χ. και θα υποχρεωθεί να φύγει στην εξορία. Αυτό θα σημάνει και το τέλος της ανεξάρτητης Σπάρτης. Ο Κλεομένης θα χαρακτηριστεί από πολλούς, ως «ο τελευταίος μεγάλος άνδρας της Σπάρτης».
Η πολιτική ανεξαρτησία της Σπάρτης τέλειωσε όταν εξαναγκάστηκε να προσχωρήσει στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το 146 π.Χ., η Ελλάδα κατακτήθηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο. Στη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής, οι Σπαρτιάτες συνέχισαν τον τρόπο ζωής τους, αν και η πόλη τους έγινε κάτι σαν τουριστική ατραξιόν για τους πλούσιους Ρωμαίους, που έρχονταν να δουν από κοντά τις «εξωτικές» τους συνήθειες. Υπάρχει η υπόθεση ότι μετά τη μεγάλη καταστροφή του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού στρατού, στη Μάχη της Αδριανούπολης (378), μια Σπαρτιατική φάλαγγα συνάντησε και νίκησε μια δύναμη Βησιγότθων εισβολέων.
ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Βασικό συστατικό της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους. Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη, ίσταται υπεράνω όλων, και οριοθετεί με σαφήνεια τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα των Λακεδαιμονίων. Απώτερος στόχος του είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας υποδειγματικών πολιτών και αφοσιωμένων στρατιωτών. Επίσης επιδίωκε να εξασφαλίσει την ύπαρξη αυτάρκειας στην πόλη, προστατεύοντάς την από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη είναι η πόλη-κράτος που επέδειξε το μακροβιότερο πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα. Μέχρι την είσοδο των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας δεν γνώρισε ποτέ ξένο κατακτητή, ούτε εσωτερικό τύραννο, ούτε πολιτειακές μεταβολές, ούτε κοινωνικές αναταραχές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, με εξαίρεση φυσικά τις συχνές επαναστάσεις των ειλώτων.
Ο ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης, αγγίζει τα όρια της μυθοπλασίας. Ως πρώτος νομοθέτης και θεμελιωτής του πολιτικού συστήματος, αναφέρεται ο Λυκούργος, τη ζωή και το νομοθετικό έργο του οποίου την καλύπτει η ομίχλη των μύθων και των θρύλων της αρχαιότητας και μερικοί ιστορικοί των νεότερων χρόνων υποστήριξαν ότι αυτός δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, αλλά συμβολική μορφή. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη («Απολογία», Fr 533, «Πολιτικά», 1270 b), ο Λυκούργος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης, έζησε την εποχή όπου τελέστηκε η πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.), ταξίδεψε σε πολλά μέρη της γης, επισκέφτηκε την Κρήτη και, πολύ πιθανό, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Ιβηρία. Επιστρέφοντας στη Σπάρτη φρόντισε να μεταρρυθμίσει το πολίτευμα. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ο Λυκούργος πήρε θεϊκή εντολή για να συγγράψει τους νόμους του, μετά από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών. Η Πυθία τον διαβεβαίωσε ότι οι νόμοι του ήταν άριστοι. Κυρίαρχο γνώρισμα του νομοθετικού έργου του, είναι ότι δεν εισήγαγε σειρά νόμων, αλλά θεσμών, με τη λογική ότι οι νόμοι μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου ανάλογα με τις συνθήκες. Αντίθετα οι θεσμοί, δηλαδή οι παραδόσεις, ενσωματώνονται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και έχουν αιώνια ισχύ.
Ο μύθος λέει ότι έφυγε από τη Σπάρτη για πάντα, για να μην αλλάζουν τη νομοθεσία του οι συμπολίτες του, τους οποίους, πριν αναχωρήσει για το ταξίδι του αυτό τους όρκισε να συνεχίσουν να τηρούν τους νόμους του, τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει. Όταν έλαβε την επιβεβαίωση που ήθελε, αποφάσισε να μην επιστρέψει ποτέ στην πόλη. Υπέβαλε τον εαυτό του σε ασιτία, και λίγο πριν πεθάνει όρκισε τους υπηρέτες του να σκορπίσουν την τέφρα του στον άνεμο. Έτσι δεν επέστρεψε ποτέ, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός στη Σπάρτη, και οι πολίτες, πιστοί στον όρκο τους δεν άλλαξαν ποτέ τους νόμους του (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος»).
Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου ήταν:
1) H σιδερένια πειθαρχία των πολιτών και η κοινή μόρφωση των αγοριών και των κοριτσιών, καθώς και η σκληραγώγησή τους από την παιδική ηλικία.
2) Η απαγόρευση της χρήσης ασημένιων και χρυσών νομισμάτων, αλλά μόνο σιδερένιων, για να είναι βαριά και να δυσκολεύουν τους Σπαρτιάτες στη μεταφορά τους.
3) Η υποχρέωση της υποταγής των νεότερων στους γεροντότερους, καθώς κι άλλες σχετικές με τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Αυτοί οι θεσμοί στάθηκαν ως οι θεμελιώδεις αρχές του σπαρτιατικού πολιτεύματος.
ΜΕΓΑΛΗ ΡΗΤΡΑ ΚΑΙ ΕΥΝΟΜΙΑ
Οι νόμοι του Λυκούργου, γνωστοί και ως Μεγάλη Ρήτρα (Πλούταρχος, «Βίος του Λυκούργου»), εισήγαγαν στην πόλη της Σπάρτης τη λεγόμενη Ευνομία, της οποίας συνέπεια ήταν ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής τους. Η τελευταία σχηματοποιεί μια μορφή δημοκρατίας, που βασίζεται στην απόλυτη ισότητα ανάμεσα στους Ομοίους: ισότητα κοινωνική, ισότητα στα συσσίτια (άρα ισότητα πλούτου), ισότητα στα πλαίσια της οπλιτικής φάλαγγας. Βέβαια η Σπάρτη δεν ήταν μια μορφή δημοκρατίας, με την έννοια της αντίστοιχης αθηναϊκής. Πιο σωστά, πρόκειται για ένα μεικτό πολίτευμα, στο οποίο κυβερνά μια αριστοκρατία. Η δημοκρατία – ισότητα περιορίζεται ανάμεσα σε όσους είχαν το δικαίωμα να ονομάζονται πολίτες – οπλίτες. Στο πλευρό αυτών συνυπάρχουν η βασιλεία (δύο βασιλείς), η ολιγαρχία (γερουσία) και η τυραννία (έφοροι).
Τα δικαιώματα του πολίτη δε δίνονταν απλά λόγω κληρονομικότητας: κάθε νεαρός άνδρας έπρεπε να αποδείξει έμπρακτα με το ήθος του ότι άξιζε να τα κατέχει, αφού ολοκλήρωνε με επιτυχία μια αυστηρή εκπαιδευτική διαδικασία, και εναρμονιζόταν παράλληλα με τον πατροπαράδοτο λιτό τρόπο ζωής των Λακώνων. Το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαιώματα δεν δίνονταν στον οποιοδήποτε τυχάρπαστο, είχε ως στόχο να οδηγήσει το Σπαρτιάτη στην επίγνωση της σημαντικότητας των προνομίων του, αλλά και στην κατανόηση ότι από αυτά πήγαζε και μια σειρά από υποχρεώσεις. Έτσι η νομοθεσία διαμόρφωνε και την ηθική των πολιτών, η οποία εκφραζόταν ως αποστροφή στα πλούτη και τις περιττές πολυτέλειες, ως φιλοπατρία και γενναιότητα στη μάχη, καθώς και ως στρατιωτικό ήθος. Η επίδειξη δειλίας στη μάχη, θεωρείτο η χείριστη ατιμωτική πράξη, με ποινή την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης αξιωμάτων, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή. Το ενδιαφέρον των πολιτών συνέκλινε αποκλειστικά σε μια αρετή, την πολεμική, ένας προσανατολισμός που ίσως μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε αν λάβουμε υπόψη μας τη δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών, καθώς και τον αρχαίο φόβο τους μπροστά στο ενδεχόμενο της επανάστασης των ειλώτων.
ΒΑΣΙΛΕΙΣ
Από τις μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου και μετά, η Σπάρτη διέθετε δύο βασιλείς. Ο ένας άνηκε στη δυναστεία των Αγιαδών, ο άλλος σε αυτή των Ευρυποντιδών, δύο οικογένειες που σύμφωνα με το θρύλο κατάγονταν από τους δίδυμους απογόνους του Ηρακλή, τον Ευρυσθένη και τον Πρόκληαντίστοιχα. Οι οικογένειες έπρεπε σε κάθε περίπτωση να διακρίνονται μεταξύ τους: απαγορευόταν αυστηρά τόσο η χρήση κοινών ονομάτων, όσο και οι γάμοι μεταξύ των μελών τους. Ακόμη και οι τάφοι τους βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες: η Πιτάνα, μια από τις κωμοπόλεις που συνιστούσαν την πόλη της Σπάρτης φιλοξενούσε τους τάφους των Αγιαδών, ενώ οι Ευρυποντίδες αντίθετα κηδεύονταν στις Λίμνες. Οι δύο βασιλείς ήταν ισότιμοι αν και, μιας και ο Ευρυσθένης ήταν ο μεγαλύτερος από τα δίδυμα, μας παρέχεται μια θεωρητική πρωτοκαθεδρία των Αγιαδών (Ηρόδοτος, «Ιστορίες», VI, 51-52).
Η πρόσβαση στο θρόνο ήταν κληρονομική, χωρίς να βασίζεται στην αξία του προσώπου. Στη σειρά διαδοχής, ο γιος προηγείτο του αδερφού (Ξενοφών, «Ελληνικά», III, 3, 2) γιατί, παρόλο που ο δεύτερος ήταν μεγαλύτερος, ο γιος που γεννήθηκε όσο ο πατέρας του ήταν στο θρόνο προηγείτο εκείνων που δεν είχαν αυτή την ιδιότητα (Ηρόδοτος, VII, 3). Δεν πρόκειται λοιπόν για αυστηρή εύνοια του πρωτότοκου, αλλά για εκείνο που οι βυζαντινοί αποκαλούσαν «πορφυρογένεση». Φαίνεται όμως ότι οι Σπαρτιάτες ερμήνευαν αρκετά ελεύθερα τον κανόνα αυτόν. Ο Πλούταρχος μάλιστα, σημειώνει ότι αυτοί που ανατρέφονταν για να γίνουν βασιλείς εξαιρούνταν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης («Βίοι Παράλληλοι: Αγησίλαος», 1). Επειδή η εκπαίδευση των νεαρών αγοριών ξεκινούσε στα επτά τους χρόνια, ο διάδοχος θα πρέπει να αναγνωριζόταν από τη νηπιακή του ηλικία.
Οι αρμοδιότητες των βασιλιάδων ήταν στρατιωτικές και θρησκευτικές. Ο Ξενοφών γράφει: «ο βασιλιάς δεν είχε άλλο καθήκον στην εκστρατεία από το να αποτελεί τον ιερέα των θεών και τον στρατηγό των ανδρών» («Λακεδαιμονίων Πολιτεία», XIII, 11). Τα πρώτα χρόνια του θεσμού, ο βασιλιάς μπορούσε να διεξάγει πόλεμο στη χώρα της επιλογής του (Ηρόδοτος, VI, 56). Ο ένας βασιλιάς περιόριζε την εξουσία του άλλου. Το 506 π.Χ. λαμβάνει χώρα ο «διαχωρισμός της Ελευσίνας»: ο βασιλιάς Δημάρατος εγκατέλειψε την εκστρατεία που διεξήγαγε με τον Κλεομένη Α’ ενάντια στην Αθήνα. Από τότε, γράφει ο Ηρόδοτος, πέρασε νόμος στη Σπάρτη με βάση τον οποίο δεν επιτρεπόταν και στους δύο βασιλείς να συνοδεύουν το στρατό σε εκστρατεία (Ιστορία, V, 75). Κατά τον 5ο αιώνα, είναι η Απέλλα εκείνη που ψηφίζει πόλεμο (Θουκυδίδης, «Ιστορία», I, 87), ενώ τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα, την κινητοποίηση αποφασίζουν οι έφοροι και οι γέροντες. Στη διάρκεια όμως της εκστρατείας, οι βασιλείς είχαν αυξημένη ελευθερία κινήσεων, τόσο που ο Αριστοτέλης αποκαλεί τη σπαρτιατική βασιλεία «κληρονομική αρχιστρατηγία» («Πολιτικά», 1285 a). Στον πόλεμο ο βασιλιάς είχε αρμοδιότητες αρχιστράτηγου (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1285 a5-8 και b26-28), προΐστατο των άλλων στρατηγών, μπορούσε να διαπραγματευτεί ανακωχή και πολεμούσε στην πρώτη σειρά της δεξιάς πτέρυγας περιστοιχισμένος από την τιμητική του φρουρά (Ηρόδοτος, VI, 56). Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους στρατιώτες του, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», III, 14, 1285a 8-10). Παρέμενε όμως υπό την εποπτεία των Εφόρων (Θουκυδίδης, «Ιστορία», II, 4, 36) και ίσως κρινόταν μετά την επιστροφή του στην πόλη. Ακόμη θεωρείτο ως ένα από τα μέλη της Γερουσίας. Τέλος, οι βασιλείς ήταν ιερείς του Λακεδαιμόνιου Διός ή του Ουράνιου Διός (Ηρόδοτος, VI, 56) και πρωτοστατούσαν στις δημόσιες θυσίες.
ΓΕΡΟΥΣΙΑ
Η Γερουσία ήταν ένα σώμα 28 ανδρών, ηλικίας από 60 ετών και πάνω (οπότε και ολοκληρωνόταν η στρατιωτική θητεία), που εκλέγονταν διά βίου από την Απέλλα. Μέλη της ήταν ακόμη οι δύο βασιλιάδες, οπότε συνολικά απαρτιζόταν από 30 άτομα (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1270 b40-1271 a1, 1271 a10-18, Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 26, 3-8). Κύριο κριτήριο επιλογής τους ήταν η στρατιωτική τους αρετή. Αν και πρακτικά οποιοσδήποτε από τους ελεύθερους πολίτες της Σπάρτης, ανεξάρτητα από περιουσία ή κοινωνική θέση, μπορούσε να εκλεγεί, κατά παράδοση στη Γερουσία άνηκαν άτομα από παλιές αριστοκρατικές οικογένειες. Η εκλογή στη Γερουσία θεωρείτο μεγάλη τιμή, που απολάμβαναν οι πιο αξιόλογοι άνδρες ( καλοί κἀγαθοί ). Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι ο Λυκούργος όρισε να γίνεται η εκλογή τους με την ίδια φροντίδα που κάποτε εξέλεγαν οι Αθηναίοι τα μέλη του Αρείου Πάγου.
Μετά το θάνατο ενός μέλους, οι υποψήφιοι διάδοχοί του εμφανίζονταν ο ένας μετά τον άλλον μπροστά στην Απέλλα, που συνεδρίαζε γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό και που εκδήλωνε την προτίμησή της διά βοής ανάλογης έντασης. Οι αιρετοί κριτές της διαδικασίας αυτής άκουγαν από κάποιο παρακείμενο οίκημα τις φωνές χωρίς να βλέπουν τον κρινόμενο υποψήφιο. Έτσι αναγόρευαν σε «γέροντα» εκείνον τον υποψήφιο που ήταν αποδέκτης της πιο έντονης βοής. Αν και κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο εκλογής αρκετά δίκαιο, ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς (όπως ο Αριστοτέλης), τον θεωρούν αβέβαιο στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Η Γερουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του κράτους, έχοντας την εξουσία να προετοιμάζει τους νόμους προς ψήφιση, καθώς και τη νομοθετική πρωτοβουλία. Ακόμη, τα μέλη της μπορούσαν να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της Απέλλας, ίσως σε μια εποχή όπου οι έφοροι είχαν επίσης νομοθετικές αρμοδιότητες. Σε γενικές γραμμές ήταν σώμα υπεύθυνο για την εσωτερική πολιτική και δεν ελεγχόταν από κανέναν για τις αποφάσεις του. Επίσης η Γερουσία αποτελούσε την ανώτατη δικαστική αρχή, που δίκαζε τις ποινικές υποθέσεις και είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θανατική ποινή ή την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του ατόμου. Σε συνδυασμό με τους εφόρους, τα μέλη της Γερουσίας μπορούσαν ακόμη και να ασκήσουν κριτική στους βασιλείς (Παυσανίας, II, 5, 2, Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Άγης», 19, 5-8).
ΕΦΟΡΟΙ
Οι Έφοροι ήταν από τους πιο ισχυρούς άνδρες στην Αρχαία Σπάρτη. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκε ο θεσμός αυτός και από ποιον. Οι Έφοροι εμφανίστηκαν είτε χάρη στη νομοθεσία του Λυκούργου είτε χάρη στον βασιλιά Θεόπομπο. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι εκλέγονταν από την Απέλλα για μονοετή θητεία, την πρώτη νέα σελήνη μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Τον 7ο και, κυρίως, τον 6ο αιώνα π.Χ., οι Έφοροι άρχισαν να κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της Σπάρτης (Αριστοτέλης, Πολιτικά Β, 1271a, σημ. 5). Σε σύγχρονες μελέτες αναφέρεται ότι οι Έφοροι οδήγησαν τη Σπάρτη, παρά την αντίθεση του βασιλιά Αρχιδάμου, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ενώ νωρίτερα οδήγησαν τον στρατηγό Παυσανία στο θάνατο. Το σώμα των Εφόρων φαίνεται να σταμάτησε να λειτουργεί μετά την κατάληψη της Σπάρτης από τους Ρωμαίους (2ος αιώνας π.Χ.).
Οι Έφοροι, που ανέρχονταν στους 5, αποτελούσαν μια ομάδα αξιωματούχων στην Αρχαία Σπάρτη, και ένας από τους 5, γνωστός ως «επώνυμος έφορος», έδινε το όνομά του στη χρονιά και στα επίσημα έγγραφα. Πρώτη αρμοδιότητά τους ήταν η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ήταν υπεύθυνοι για τα θέματα της εξωτερικής και της εσωτερικής πολιτικής, καθώς και για την εφαρμογή των αποφάσεων της Απέλλας (στην οποία ήταν πρόεδροι). Επόπτευαν στενά τους περίοικους και τους είλωτες, έχοντας το δικαίωμα να αποφασίζουν για θέματα ζωής και θανάτου που αφορούσαν τους δεύτερους. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές τους ήταν και η εποπτεία των ηθών, καθώς και η φυσική εμφάνιση των Σπαρτιατών, ενώ είχαν τη δύναμη να επιβάλλουν πρόστιμα, φυλάκιση ή τη θανατική ποινή. Οι νεαροί ήταν ακόμα μια κατηγορία πολιτών που παρακολουθείτο στενά: έλεγχαν κάθε 10 μέρες τη φυσική τους κατάσταση και καθημερινά το ντύσιμο και τα κλινοσκεπάσματά τους.
Ο έφορος Χείλων
Έλεγχαν ακόμη τη δραστηριότητα του ναύαρχου και άλλων κρατικών αξιωματούχων, ανάμεσα στους οποίους και τους βασιλιάδες, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την τήρηση των παραδόσεων. Κατά τον Ξενοφώντα, κάθε μήνα οι βασιλιάδες ορκίζονταν να τηρούν τους νόμους της πόλης, ενώ οι έφοροι ορκίζονταν να διατηρούν τη βασιλεία («Λακεδαιμονίων Πολιτεία», XV, 7). Είχαν τέλος τη δυνατότητα να παίρνουν αποφάσεις υπό συνθήκες κρίσης. Όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, οι Έφοροι εκλέγονταν από τους πολίτες (Απέλλα) και η εξουσία τους ήταν τόσο μεγάλη που την παρομοιάζει με αυτή των τυράννων (ισοτύραννος), που έχασαν την πόλη («Πολιτικά», II, 9, 1270b 6-36). Μάλιστα είχαν το δικαίωμα να παραμένουν καθιστοί μπροστά στους βασιλείς. Θεωρητικά όμως αντιπροσώπευαν το λαό. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων τους παρομοίασε με τους «Τριβούνους των Πληβείων» στη ρωμαϊκή κοινωνία («Περί της Δημοκρατίας», II, 33 και «Περί νόμων», III, 7). Ακόμη και η δύναμη των εφόρων δεν ήταν χωρίς περιορισμούς: δεν μπορούσαν να εκλεγούν δεύτερη φορά και η θητεία τους αξιολογείτο από τους διαδόχους τους, οι οποίοι μπορούσαν να τους επιβάλλουν ακόμη και τη θανατική ποινή, αν διέπρατταν κάποιο σοβαρό αδίκημα (Αριστοτέλης, «Ρητορική», 1419 a31-35).
ΑΠΕΛΛΑ
Ήταν η συνέλευση των Ομοίων, δηλαδή όλων των ελεύθερων αρρένων Σπαρτιατών που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Από αρχαίους ιστορικούς αναφέρεται και ως εκκλησία, όπως συνήθως στις αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη. Ο ρόλος της δεν είναι σαφής στους σύγχρονους μελετητές, ούτε η ελάχιστη ηλικία συμμετοχής σε αυτήν. Πιθανές εκδοχές είναι τόσο η ηλικία των 20 ετών (ένταξη στο στρατό και συμμετοχή στα συσσίτια), όσο κι εκείνη των 30 (δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας και λήψης δημόσιου αξιώματος). Συνεπώς, δικαίωμα συμμετοχής στην Απέλλα είχαν όσοι Σπαρτιάτες πολίτες ήταν 20 ετών ή μεγαλύτεροι και είχαν μια ελάχιστη έκταση γης ή είχαν τη δυνατότητα μέσω άλλης πηγή εσόδων να συνεισφέρουν ένα ελάχιστο ποσό στα κοινά συσσίτια ή να διατηρούνται σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα, χωρίς να εργάζονται οι ίδιοι, κυρίως λόγω του φόβου για πιθανή εξέγερση των ειλώτων. Στην Απέλλα δε συμμετείχαν οι τελείως φτωχοί ούτε οι είλωτες, που αποτελούσαν την πιο σημαντική παραγωγική τάξη της σπαρτιατικής κοινωνίας. Φαίνεται ότι ο ρόλος της ήταν αρκετά περιορισμένος, σε σημείο που ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, όταν απαριθμεί τα δημοκρατικά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Ακόμη δε γνωρίζουμε το πόσο συχνά γίνονταν οι συναντήσεις της. Η Μεγάλη Ρήτρα αναφέρεται απλά σε μια συνέλευση «από καιρό σε καιρό», στη συμβολή των ποταμών Ευρώτα και Οίνου. Ένα σχόλιο στο Θουκυδίδη υποστηρίζει ότι την Απέλλα συγκαλούσαν αρχικά οι βασιλείς και οι γέροντες της Σπάρτης και από τον 6ο αιώνα π.Χ. οι 5 Έφοροι κάθε πανσέληνο και τις συνεδριάσεις διεύθυναν οι Έφοροι.
Η Απέλλα ενέκρινε όλες τις σημαντικές αποφάσεις (κήρυξη πολέμου, συμμαχίες και συμφωνίες με άλλες πόλεις, απελευθέρωση ειλώτων), εξέλεγε τους παιδονόμους, τα μέλη της γερουσίας και πιθανότατα τους εφόρους, ενώ μπορούσε ακόμα να αποδεχθεί ή να απορρίψει τα ψηφίσματα που πρότειναν τα τελευταία δύο σώματα και οι βασιλείς, τους οποίους μπορούσε να ορίσει ή να παύσει, σε περίπτωση αμφισβητήσεων ή ερίδων. Η δημοκρατικότητα του σώματος περιοριζόταν όμως σημαντικά από τη διαδικασία, που δεν επέτρεπε σε απλούς πολίτες να έχουν συμμετοχή στη σύνταξη των ψηφισμάτων, να υποβάλουν πρόταση ή αντιπρόταση νόμου ή υποψηφίους σε εκλογές για κάποιο αξίωμα. Αυτά συνήθως αφορούσαν ζητήματα πολέμου και ειρήνης, σπονδών, εξωτερικής πολιτικής κι απελευθέρωσης ειλώτων. Επίσης η Απέλλα αποφάσιζε για το ποιος θα οριζόταν στρατηγός κάποιας εκστρατείας. Η αρμοδιότητά της ήταν μόνο να εγκρίνει ή να απορρίπτει προτάσεις της Γερουσίας, ενώ τα μέλη της έπαιρναν το λόγο μόνο μετά από έγκριση των Εφόρων. Η εκλογή για την αποδοχή ή απόρριψη προτάσεων γινόταν δια βοής (Αριστοτέλης, «Πολιτικά», ΙΙ, 9). Μόνον αν ο προεδρεύων είχε αμφιβολία ως προς την ένταση των φωνών χωρίζονταν οι υποστηρικτές της κάθε άποψης από τη μία πλευρά ή την άλλη και γινόταν καταμέτρηση (Θουκυδίδης, «Ιστορία», I, 87). Ένα τμήμα της Απέλλας, η μικρά εκκλησία αναφέρεται από τον Ξενοφώντα («Ελληνικά», iii 3, 8). Συγκαλείτο πιθανότατα με συνοπτικές διαδικασίες από τους Εφόρους όταν επιβαλλόταν η γρήγορη λήψη έκτακτων αποφάσεων. Στη μικρά εκκλησία φαίνεται ότι συμμετείχαν κυρίως γέροντες και προβεβλημένοι πολίτες, όμως περισσότερα στοιχεία γι’ αυτό το σώμα δεν είναι γνωστά.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΟΜΗ
Στη Δωρική Σπάρτη δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, με την έννοια εκείνων που υπήρχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, δηλαδή γεωργών, εμπόρων, τεχνιτών κτλ. Βασική διάκριση των κατοίκων ήταν σε Ομοίους, Περιοίκους και Είλωτες.
ΟΜΟΙΟΙ
Όμοιοι ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι πολίτες της Αρχαίας Σπάρτης, δηλαδή η κοινωνική εκείνη ομάδα που βρισκόταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και η οποία κατείχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Όμοιος σήμαινε ίσος ή ευπατρίδης. Αυτοί ήταν και οι νόμιμοι Σπαρτιάτες πολίτες που βασική υποχρέωσή τους ήταν να συμμετέχουν στα κοινά και να είναι καλοί πολεμιστές. Τον όρο δεν χρησιμοποιούν οι πρώτοι μεγάλοι ιστορικοί της Ελλάδος, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Απαντάται όμως στα κείμενα του Ξενοφώντα («Λακεδαιμονίων πολιτεία», «Ανάβασις» και «Ελληνικά») και του Αριστοτέλη («Πολιτικά»). Τα κριτήρια σχετικά με το ποιος είχε την ιδιότητα του πολίτη υπήρξαν ιδιαίτερα επιλεκτικά. Αρχικά θα έπρεπε να κατάγεται από πατέρα πολίτη και μητέρα κόρη πολίτη. Επίσης, θα έπρεπε να υποστεί και να ολοκληρώσει με επιτυχία την «αγωγή», δηλαδή την εκπαίδευση που έπαιρναν οι νεαροί Λακεδαιμόνιοι για να γίνουν ολοκληρωμένοι στρατιώτες και πολίτες της πατρίδας τους. Τέλος, είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν καθημερινά στα κρατικά συσσίτια, συνεισφέροντας ή πληρώνοντας τη διατροφή τους. Υποχρέωση των Ομοίων ήταν να ασχολούνται μόνο με τα στρατιωτικά και με τίποτα άλλο. Τις άλλες εργασίες, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιοτεχνία και το εμπόριο, τις έκαναν κυρίως οι Περίοικοι, ενώ τις βαριές εργασίες, τις έκαναν οι Είλωτες. Λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πολέμων που συμμετείχε η Σπάρτη, ο αριθμός των Ομοίων μειωνόταν εντυπωσιακά. Το 480 π.Χ., η Σπάρτη είχε 8.000 Όμοιους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Όμως, το σώμα των Ομοίων περιοριζόταν για τόσο λίγους άνδρες, ώστε να υπολογίζονται γύρω στους 1.200 στη βαριά ήττα της Σπάρτης από τη Θήβα στη Μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.): οι απώλειες, που πολύ πιθανόν έφτασαν τους 400 οπλίτες, κόστισαν στην πόλη το 1/3 του πολιτικού της σώματος. Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., ο αριθμός τους είχε μειωθεί σε λιγότερους από 1.000, λόγω των συνεχών συγκρούσεων. Ορισμένοι από τους αρχαίους ιστορικούς αποδίδουν την παρακμή της Σπάρτης στην άρνηση των πολιτών της να ενωθούν με τους Είλωτες και τους Περίοικους και η έλλειψη αυτή σε έμψυχο δυναμικό αποδίδεται με τον όρο «ολιγανθρωπία». Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η μείωση σε αριθμό των Σπαρτιατών πολιτών, είχε ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη παρακμή της Σπάρτης στην εποχή του.
ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ
Όπως ο όρος «μέτοικος» συνδέεται κυρίως με την Αθήνα, ο ανάλογος, αλλά όχι ταυτόσημος, όρος «περίοικος» συνδέεται με τη Σπάρτη. Εκεί αναπτύχθηκε ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο οι γνήσιοι πολίτες ή Όμοιοι ήταν θεωρητικά ίσοι. Το κοινωνικό σύστημα που διαμόρφωσε τη σχέση πολιτών και μη πολιτών στη Σπάρτη βασίζεται σε μια μοναδική παραδοχή. Στη Σπάρτη ο πολίτης είναι ταυτόχρονα και στρατιώτης, όμως ο κλήρος του ανήκει ουσιαστικά στο κράτος. Επίσης, οι Σπαρτιάτες δε σχετίζονται με παραγωγικά επαγγέλματα, αφού η κύρια ασχολία τους είναι η στρατιωτική. Η συμμετοχή των πολιτών στις μεγάλες αποφάσεις της πόλης ήταν μάλλον περιορισμένη, πολύ περισσότερο για τους περίοικους, που σχημάτιζαν την πληθυσμιακή ομάδα των μη πολιτών. Οι μη πολίτες ή Περίοικοι, στην περίπτωση της Σπάρτης, ήταν μια κοινωνική ομάδα που την αποτελούσαν οικογένειες που ζούσαν με σχετική αυτονομία στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τις τέσσερις κώμες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Σπαρτιάτες πολίτες, χωρίς να διαθέτουν λόγο στο χειρισμό των κρατικών υποθέσεων. Ήταν δηλαδή οι παλιοί κάτοικοι της ορεινής και παράλιας Λακωνίας, αυτοί όμως που δέχτηκαν τους Δωριείς χωρίς αντίσταση.
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η σπαρτιατική ισονομία δεν είναι άμοιρη της κατοχής γης. Η ύπαρξη πλουσίων Σπαρτιατών και μεγάλων γαιοκτημόνων θέτει αμφισβητήσεις στο θέμα της ισότητας, τουλάχιστον όσον αφορά στο θέμα της οικονομίας και των επιδράσεών της στη Σπάρτη. Είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους και να μην ακολουθούν τη σπαρτιατική νομοθεσία, η οποία όμως σε κάθε περίπτωση υπερίσχυε. Ήταν ελεύθεροι κάτοικοι που δεν είχαν όμως πολιτικά δικαιώματα και δεν συμμετείχαν στις συνελεύσεις (Ισοκράτης, «Παναθηναϊκός», XII, 178). Κατέβαλλαν όμως φόρους και είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις ως οπλίτες με βαρύ οπλισμό. Αποκαλούνται γενικώς Λακεδαιμόνιοι και δεν εκδηλώνουν εχθρικές διαθέσεις προς τη Σπάρτη. Ασχολούνταν με τις εργασίες με τις οποίες δεν καταπιάνονταν οι Όμοιοι, ασκώντας τα επαγγέλματα του τεχνίτη, του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου, του εμπόρου και του ψαρά, καλύπτοντας το παραγωγικό κενό των Ομοίων. Ήταν οι μόνοι που είχαν την άδεια να ταξιδεύουν σε άλλες πόλεις, αν και η οικονομική τους δραστηριότητα παρέμενε περιορισμένη λόγω της αυστηρής σπαρτιάτικης κηδεμονίας.
Ο αριθμός της πληθυσμιακής ομάδας των Περιοίκων είναι ουσιαστικά άγνωστος, λόγω έλλειψης συγκεκριμένων στοιχείων. Δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον κανόνα της αναλογίας 1/3, καθώς η Σπάρτη ήταν εξαιρετικά ολιγάριθμη ως προς τα μέλη της κοινωνίας της, καθώς οι 8-9.000 Σπαρτιάτες πολίτες ήταν σαφώς λιγότεροι αριθμητικά από τους Περίοικους. Άλλωστε, η αριθμητική έλλειψη και οι αυστηροί κανόνες αστυνόμευσης των μη πολιτών συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Παρατηρούμε λοιπόν και στην περίπτωση της Σπάρτης μια συμμετοχή της πληθυσμιακής ομάδας των μη πολιτών, σε παραγωγικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ο περιορισμός της στον παραγωγικό τομέα ήταν για την ωφέλεια της σπαρτιατικής κοινωνίας, η οποία διατηρούσε μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με το σύνολο των τεχνικών επαγγελμάτων.
ΕΙΛΩΤΕΣ
Οι είλωτες, (ενικός είλως ή ειλώτης, θηλυκό ειλωτίς), αποτελούσαν το τρίτο και κατώτερο κοινωνικό στρώμα της αρχαίας Σπάρτης (μετά τους Όμοιους και τους Περιοίκους). Οι είλωτες δεν ήταν οι τυπικοί δούλοι, που υπήρχαν στην υπόλοιπη Αρχαία Ελλάδα, όπως στην Αθήνα, αλλά δουλοπάροικοι, που δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα. Οι είλωτες αποτελούσαν τους δημόσιους εργάτες ή δούλους, αφού ιδιωτικοί δούλοι όχι μόνο δεν υπήρξαν ποτέ, αλλά και απαγορευόταν η εισαγωγή τους, σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους περί ξενηλασίας. Η Πολιτεία διέθετε στους πολίτες της είλωτες, χωρίς όμως και να τους δίνει δικαίωμα πώλησης ή απελευθέρωσής τους. Δικαίωμα απελευθέρωσης ειλώτων είχε μόνο η Απέλλα (η Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Σπάρτης) και αυτό μόνον όταν διακρίνονταν σε πολεμικές επιχειρήσεις, ή για κάποια εξαίρετη πράξη. Οι απελεύθεροι αυτοί είλωτες ονομάζονταν «νεοδαμώδεις» (νεοπολίτες), όπως οι νεοδαμώδεις του Βρασίδα που ονομάστηκαν «Βρασίδειοι». Η καταγωγή των ειλώτων δεν είναι διευκρινισμένη απόλυτα. Πιστεύεται ότι ήταν απόγονοι των Αχαιών, των παλαιότερων κατοίκων της Λακωνικής, πριν την κάθοδο των Δωριέων, που υποδουλώθηκαν με την άφιξή τους. Είναι επίσης γνωστό ότι και οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες, όταν οι Σπαρτιάτες τους υποδούλωσαν, μετά την ήττα τους στους Μεσσηνιακούς Πολέμους.
Κύριο έργο των ειλώτων ήταν περίπου το ίδιο με αυτό των δουλοπάροικων του Μεσαίωνα. Έκαναν κυρίως τις γεωργικές εργασίες στη γη των Ομοίων κι έπρεπε να αποδίδουν μέρος της σοδειάς τους στην πολιτεία, κρατώντας για τον εαυτό τους οποιοδήποτε τυχόν πλεόνασμα. Συνεπώς η ζωή τους ήταν πολύ σκληρή και επαναστατούσαν συχνά κατά της Σπάρτης, ειδικά σε περιόδους μειωμένης παραγωγής, ζητώντας την ελευθερία τους. Δεν υπήρξαν και λίγες οι φορές που οι Σπαρτιάτες δε δίσταζαν να σκοτώσουν τους πιο επικίνδυνους είλωτες, κατά τις λεγόμενες κρυπτείες. Ζούσαν με τις οικογένειές τους και μερικές φορές ακολουθούσαν στη μάχη το Σπαρτιατικό Στρατό ως ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες. Λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής (πιστεύεται ότι ήταν περίπου είκοσι φορές περισσότεροι από τους όμοιους), ήταν ικανοί να δημιουργούν εξεγέρσεις, πράγμα που ήταν ο παλαιός φόβος των Σπαρτιατών, που κρατούσαν πάντα μεγάλο αριθμό στρατιωτών στη Σπάρτη ώστε να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις. Παρόλο που ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους Μεσσήνιους είλωτες με την απόσπαση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ο θεσμός των ειλώτων στη Λακωνία διατηρήθηκε μέχρι το 2ο αιώνα π.Χ.
Αρχικά το όνομά τους ετυμολογείτο, σχεδόν από το σύνολο των αρχαίων συγγραφέων, από το αρχαίο Έλος, παραθαλάσσια πόλη της Λακωνικής της οποίας οι κάτοικοι υποτάχθηκαν στους Δωριείς (Σπαρτιάτες), επί βασιλέως Άγιδος, γιου του Ευρυσθένη, περίπου 150 χρόνια πριν τον Τρωικό Πόλεμο. Σύμφωνα όμως με νεότερες έρευνες το όνομα «είλωτες» αποτελεί παρετυμολογία των περισσότερο ανυπότακτων κατοίκων της Λακωνικής, που ήταν οι κάτοικοι τους Έλους («Ελείοι» ή «Ελεάτες»), η οποία (παρετυμολογία) διευκόλυνε το γεγονός των συχνών εξεγέρσεών των ειλώτων. Έτσι σύμφωνα με τη νεότερη και επικρατέστερη εκδοχή το όνομα είλωτες προέρχεται από τη ρίζα «ελ» και το ρήμα «ελαύνω» (αρπάζω) και σημαίνει έτσι τον αιχμάλωτο ή εκ του έλους (βάλτος), επειδή αυτοί έμεναν σε βαλτώδη αλλά καλλιεργήσιμα εδάφη της υπαίθρου της αρχαίας Λακωνικής. Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Στράβωνα (HC 36, 51, 5), που αναφέρει ότι από τους κατοίκους της Λακωνικής μόνον αυτοί του Έλους πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση στους Δωριείς, όπου μετά από πολλούς αγώνες τελικά τους κυρίεψαν και τους κατέστησαν δορυάλωτους.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ
Μόθαξ: το νόθο παιδί ενός Σπαρτιάτη με μια γυναίκα από την τάξη των ειλώτων. Ένα τέτοιο παιδί μπορούσε κατά περίπτωση να λάβει σπαρτιατική αγωγή, ακόμη και να αποτελέσει μέρος της σπαρτιατικής ελίτ (π.χ. Λύσανδρος).
Υπομείοντες ή μείωνες: ένας από τους Ομοίους που είχε πέσει σε δυσμένεια και έχανε το δικαίωμα να αποκαλείται πολίτης. Αυτό συνέβαινε σε όσους δείλιαζαν στη μάχη ή λιποτακτούσαν ή αιχμαλωτίζονταν ή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς το ταμείο της Σπάρτης ή το συσσίτιο.
Τρόφιμοι: παιδιά με καταγωγή από άλλες ελληνικές πόλεις που όμως κατοικούσαν στη Σπάρτη και λάμβαναν την ίδια αγωγή με τα τέκνα των Σπαρτιατών.
ΞΕΝΗΛΑΣΙΑ
Η Ξενηλασία ήταν δωρικός θεσμός, που δεν υπήρχε μόνο στη Σπάρτη, αλλά και στη δωρική Κρήτη και απαγόρευε τη φιλοξενία ξένων στην πόλη της Σπάρτης, χωρίς την ειδική άδεια της Σπαρτιατικής Πολιτείας. Ήταν μια πρακτική, με βάση την οποία δεν επιτρεπόταν σε κανέναν ξένο να μετοικίσει ή να μείνει στην πόλη αρκετό καιρό ώστε να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση και τη στρατιωτική της ισχύ. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι θα κρατούσαν το δωρικό χαρακτήρα της πόλης, αν κρατούσαν όλους τους ξένους μακριά από αυτήν και ότι δε θα υπήρχε ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί ο πραγματικός αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών. Όπως φαίνεται δεν εφαρμόστηκε ιδιαίτερα από άλλες πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Υπήρχαν βέβαια και οι εξαιρέσεις σε φίλους, συμμάχους ή λακωνόφιλους, όπως τον Αλκιβιάδη, όταν δραπέτευσε από το πλοίο που τον μετέφερε στην Αθήνα για να δικαστεί και βέβαια το λακωνόφιλο ιστορικό Ξενοφώντα.
Η λέξη είναι σύνθετη και προέρχεται από το «ξένος» και το ρήμα «ελαύνω», που σημαίνει οδηγώ, καθοδηγώ. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, «ο Ερατοσθένης ισχυριζόταν πως η ξενηλασία, δηλαδή η προγραφή των ξένων, ήταν κοινό έθιμο των βαρβαρικών φυλών» («Γεωγραφία», 17.1.19). Έτσι, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης ονομάζει την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ως «ξενηλασία», με την έννοια δηλαδή της αποπομπής («Ιστορική βιβλιοθήκη», 40.3.4). Ο σπαρτιατικός θεσμός περιγράφεται σε σχόλιο στον Θουκυδίδη ως: «η πράξη του να διώχνει κανείς τους ξένους». Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς, λεξικογράφος του 6ου αιώνα μ.Χ., δίνει δύο ορισμούς: «το φαινόμενο της απαγόρευσης στους ξένους να ενσωματώνονται» («Λεξικό», λήμμα ξενηλασία) και «το να χτυπά κανείς τους ξένους ενώ τους διώχνει» («Λεξικό», λήμμα ξενηλατούνται).
Ομοίως, ένα υπόμνημα στο έργο του Φωτίου αναφέρει: «οι Λακεδαιμόνιοι είχαν το συνήθειο να αποπέμπουν τους ξένους με χτυπήματα» (Φώτιος, ξ 208 Porson).
Ο Θουκυδίδης αποδίδει την πρακτική αυτή στην επιθυμία της Σπάρτης να διαφυλάξει τα κρατικά της μυστικά και την ασφάλειά της: η Αθήνα «είναι ανοικτή σε όλους, και δεν συμβαίνει ποτέ, με ξενηλασίες, να απαγορεύουμε στον οποιοδήποτε μια μελέτη ή ένα θέαμα, το οποίο εφόσον δεν είναι κρυφό, θα μπορούσε να παρατηρηθεί από κάποιον εχθρό και να του αποβεί χρήσιμο» («Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου», B.39.1). Για τον Ξενοφώντα, τα κίνητρα των Σπαρτιατών υπήρξαν ακόμη βαθύτερα: «άλλοτε έδιωχναν τους ξένους και απαγόρευαν στους πολίτες να φύγουν μακριά από την πατρίδα, από φόβο να μην δοκιμαστεί η αρετή τους από τις απρέπειες των ξένων» («Λακεδαιμονίων Πολιτεία», XIV, 4). Η πρακτική της ξενηλασίας αποδίδεται στη νομοθεσία του Λυκούργου, μαζί με την απαγόρευση των περιττών πολυτελειών και την καθιέρωση νομίσματος από σίδηρο.
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η γυναίκα απολάμβανε μεγάλα προνόμια στην αρχαία Σπάρτη, πράγμα που προκαλεί εντύπωση, εάν συγκρίνουμε τη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη με αυτήν στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας. Επειδή ο άνδρας έλειπε για πολύ καιρό από το σπίτι, η γυναίκα στη Σπάρτη ήταν χειραφετημένη σε βαθμό αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Είχε αυξημένα προνόμια και αρμοδιότητες στη σπαρτιατική κοινωνία. Γυμναζόταν όπως τα αγόρια και οι άνδρες και ήταν γνωστή για τις αθλητικές της ικανότητες. Συμμετείχε στην πάλη, γυμνή, όπως και οι άνδρες, ενώ εκπαιδευόταν στο δίσκο και στο ακόντιο. Μεγάλη σημασία έδινε και στους χορούς.
Ο ΓΑΜΟΣ
Στην αρχαία Σπάρτη, η επιλογή του συντρόφου ήταν καθαρά προσωπική υπόθεση και όχι υπόθεση των γονέων. Οι νεαρές Σπαρτιάτισσες έφταναν σε ηλικία γάμου στα 20 τους χρόνια και όχι στα 15, που ήταν το συνηθισμένο στην αρχαία Ελλάδα. Παρευρίσκονταν στο σκοτάδι με τον ερωμένο τους και έτσι τεκνοποιούσαν. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι με αυτόν τον τρόπο διατηρούσαν τη θέληση για το σύντροφό τους και δεν έχαναν ποτέ τη φρεσκάδα του έρωτα. Κάποιες φορές, η περίεργη αυτή σχέση κρατούσε τόσο πολύ, που πολλοί άνδρες δεν έτυχε να δουν τη μητέρα των παιδιών στο φως του ήλιου. Ακόμη, κάποιος άνδρας θα μπορούσε να ζητήσει από μία οικογένεια μία γυναίκα για να γίνει η μητέρα των παιδιών του και αυτό αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για την οικογένεια της γυναίκας. Ο βασικός στόχος του γάμου στη Σπάρτη ήταν η τεκνοποίηση, ώστε τα αρσενικά που θα γεννιόνταν να γίνουν οι πολεμιστές της Σπάρτης. Ένας άνδρας στη Σπάρτη θεωρείτο «αθάνατος», μόνο όταν είχε αρσενικά παιδιά, γιατί θεωρούσαν ότι μόνον έτσι συνεχίζεται η γενιά. Οι μητέρες που ζούσαν χωρίς τους άντρες τους, δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, καθώς ο νόμος τις αναγνώριζε ως ισάξιες με τις άλλες γυναίκες. Μπορούσαν και να κληρονομήσουν την περιουσία των γονέων τους, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να είναι ανεξάρτητες και ευκατάστατες.
ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Η Σπαρτιατική αγωγή ήταν το πιο βασικό χαρακτηριστικό της αρχαίας Σπάρτης, ένα χαρακτηριστικό που έκανε τη Σπάρτη εντελώς διαφορετική από τις άλλες ελληνικές πόλεις και έδειχνε απόλυτα τον καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα των Λακεδαιμονίων και τη φοβερή στρατιωτική μηχανή που είχε η πόλη της Σπάρτης. Όταν το παιδί γεννιόταν, το έκαναν μπάνιο σε κρασί για να διαπιστώσουν την αντοχή του και το έδιναν στους πρεσβύτερους Σπαρτιάτες, που εξέταζαν το σώμα του μωρού και διαπίστωναν, αν το παιδί ήταν αρτιμελές ή όχι. Τα παιδιά που γεννιόνταν ασθενικά ή ανάπηρα τα άφηναν στον Καιάδα. Νεώτερες έρευνες όμως έχουν υποβαθμίσει αυτήν την μέχρι πρότινος αποδεκτή ιστορική αλήθεια. Οι γονείς ανέτρεφαν το αρσενικό παιδί τους μόνο μέχρι τα 7 του έτη, όταν την ευθύνη για την ανατροφή την αναλάμβανε η Σπαρτιατική Πολιτεία.
Από τα 7 τους χρόνια τα αγόρια της Σπάρτης σκληραγωγούνταν. Από τα 13 τα μάθαιναν να παλεύουν, να επιζούν, να τρώνε λίγο, να φοράνε το ίδιο ιμάτιο σε όλες τις εποχές του χρόνου. Έτρωγαν Μέλανα Ζωμό, αλλά ενθαρρύνονταν να κλέβουν για το φαγητό τους και θα τιμωρούνταν μόνο αν είχαν πιαστεί, ακριβώς επειδή πιάστηκαν. Επίσης έπρεπε να κοιμούνται πάνω σε καλάμια που έκοβαν από τις όχθες του Ευρώτα, να μιλάνε λίγο και να είναι περιεκτικά (λακωνικά). Όλα αυτά ήταν υπό την επίβλεψη του παιδονόμου, που είχε ένα παιδί, συνήθως το πιο δυνατό και θαρραλέο, τον Ειρένα ως αρχηγό των παιδιών. Το βάπτισμα του πυρός το έπαιρναν στα Κρύπτεια, όπου έπαιρναν και την πρώτη αίσθηση του πολέμου μέσα στην ίδια τη Σπάρτη. Η αγωγή των Σπαρτιατών κρατούσε μέχρι τα 20 τους χρόνια, δηλαδή συνολικά 12 χρόνια.
ΤΑ ΚΡΥΠΤΕΙΑ
Τα Κρύπτεια ήταν ίσως ο πιο αιματηρός θεσμός της αρχαίας Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είχε καθιερωθεί από το Λυκούργο, Έτσι κάθε χρόνο οι Έφοροι κήρυσσαν πόλεμο στους είλωτες και νεαροί Σπαρτιάτες αφήνονταν ελεύθεροι από την Πολιτεία σε περιοχές όπου ζούσαν και εργάζονταν οι είλωτες, όπου έπρεπε να σκοτώσουν όσους περισσότερους είλωτες μπορούσαν. Ήταν συνήθως άοπλοι, ή μερικές φορές ελαφρά οπλισμένοι και έπρεπε να σκοτώσουν τους είλωτες, ώστε να πάρουν την πρώτη γεύση του πολέμου μέσα στην ίδια τη Σπάρτη. Με τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο μάθαιναν να σκοτώνουν, πράγμα αναπόφευκτο, αφού ήταν προκαθορισμένοι να γίνουν πολεμιστές, αλλά ταυτόχρονα μείωναν τον πληθυσμό των ειλώτων. Θεωρείτο καλύτερο, να δολοφονηθεί ένας δυνατός είλωτας, ενώ το να σκοτώσει κάποιος έναν αδύναμο είλωτα θεωρείτο σημάδι δειλίας.
Η ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΑ
Ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους θεσμούς, που υπήρχαν στην αρχαία Σπάρτη, ήταν αυτός της σπαρτιάτικης παιδεραστίας και όχι μόνον όσον αφορά στην αρχαία Σπάρτη και τη δωρική Κρήτη της Κλασικής Αρχαιότητας, αλλά και όσον αφορά ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα. Οι πληροφορίες που έχουμε για τη σπαρτιάτικη παιδεραστία είναι εξαιρετικά αντικρουόμενες. Το φαινόμενο αυτό στη Σπάρτη ήταν η παραδοσιακή σχέση ενός νεαρού έφηβου με έναν άνδρα μεγαλύτερης ηλικίας. Λέγεται ότι όταν ένας άνδρας θαύμαζε την ψυχική πλευρά και τον πνευματικό κόσμο ενός νεαρού έφηβου πάνω από την ηλικία των 12 ετών, μπορούσε να τον κάνει φίλο του. Όσον αφορά στη σεξουαλική επαφή, ο φιλολάκωνας Ξενοφών, αναφέρει ότι απαγορεύονταν οι σωματικές επαφές μεταξύ του άνδρα και του έφηβου, όσο απαγορεύονταν και αυτές μεταξύ γονέων και παιδιών. Ο Πλάτων όμως στους «Νόμους» του αναφέρει την ερωτική επαφή στη Σπάρτη ως «πάρα φύση». Ο Πλούταρχος κι ο Κικέρων ακολουθούν όμως τη γραμμή του Ξενοφώντα λέγοντας ότι οι επαφές δεν ήταν καθόλου σαρκικές. Ακριβώς, για τους παραπάνω λόγους, η πραγματική μορφή της παιδεραστίας στη Σπάρτη θεωρείται εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.
Ο ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Ο σπαρτιάτικος στρατός ήταν, ίσως, η πιο τρομερή πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. Αυτή η πολεμική μηχανή με την απίστευτη πειθαρχεία και εκπαίδευση κατάφερνε πολύ καλά για αιώνες να καλύπτει το μεγαλύτερο και βασικότερο ελάττωμά της, που βεβαίως δεν ήταν άλλο από την αριθμητική της σύσταση. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν πάντα κόκκινο μανδύα, γιατί κάλυπτε το αίμα εάν πληγώνονταν και επίσης, κατά το Λυκούργο, τρόμαζε κατά κάποιο τρόπο τον αντίπαλο. Στις μάχες οι Σπαρτιάτες οπλίτες δεν φορούσαν σανδάλια, αλλά πήγαιναν ξυπόλητοι, για να διατηρείται πιο σταθερή η φάλαγγα. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά αυτοί τότε περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία, όπως ο Αριστόδημος που έφυγε από τις Θερμοπύλες με διαταγή του Λεωνίδα να ειδοποιήσει ότι οι Έλληνες είχαν περικυκλωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πάνε στη μάχη, όταν η μητέρα έδινε την ασπίδα στο γιο της, έλεγε «ή ταν, ή επί τας», δηλαδή «ή με αυτήν θα γυρίσεις νικητής ή επάνω σε αυτήν νεκρός».
Η στρατιωτική δομή του σπαρτιάτικου στρατού ήταν η εξής: αρχηγός του στρατού ήταν ο ένας από τους δύο βασιλείς που, από το 506 π.Χ. και μετά, ηγείτο της εκστρατείας. Δεύτερος στην τάξη ήταν ο πολέμαρχος, που ήταν αρχηγός μίας από τις συνολικά 6 μόρες του σπαρτιάτικου στρατού. Τρίτος στην ιεραρχία ήταν ο λοχαγός, που ήταν διοικητής ενός λόχου (δηλαδή το 1/4 της μόρας). Τέταρτος στην ιεραρχία ήταν ο πεντηκόνταρχος, ο αρχηγός της πεντηκοστύα (το 1/8 της μόρας). Πέμπτος και τελευταίος στην ιεραρχία ήταν ο ενωμοτάρχης, που διοικούσε τη μικρότερη μονάδα του σπαρτιάτικου στρατού, την ενωμοτία (το 1/16 της μόρας). Εκτός από το πεζικό υπήρχε, από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., το ιππικό, που ήταν υπό την διοίκηση των 6 ιππαρμοστών, του αντίστοιχου αριθμού των ιππικών ταγμάτων. Ακόμη υπήρχε το σώμα των 300 ιππέων, που ήταν η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και στην πραγματικότητα ήταν πεζοί.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών δεν ήταν πολύ διαφορετικός από των άλλων Ελλήνων με τη μόνη διαφορά του χιτώνα και της ερυθρής χλαμύδας. Την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όλες οι ασπίδες των Σπαρτιατών είχαν γραμμένο το γράμμα Λ (λάμδα), που αντιπροσώπευε τη Λακεδαιμονία. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι άφηναν μακριά μαλλιά και χτενίζονταν πριν τις μάχες, που θεωρείτο την εποχή εκείνη κυρίως προ σπαρτιατικό χαρακτηριστικό. Την Αρχαϊκή Εποχή φορούσαν κορινθιακό κράνος, περικνημίδες και μπρούτζινο θώρακα, αν και μετά τους Περσικούς Πολέμους, όταν και οι πόλεμοι έγιναν πιο ανοιχτοί αντικατέστησαν τον μπρούτζινο θώρακα με το λινοθώρακα ή με τον πιο ελαφρύ εξώμη. Κύρια όπλα τους ήταν το δόρυ, η ασπίδα και το ξίφος. Την εποχή του Κλεομένη του Γ’, τον 3ο αιώνα π.Χ., ο σπαρτιάτικος στρατός εξοπλίστηκε με την μακεδονική σάρισα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Το οικονομικό μοντέλο της Σπάρτης βασιζόταν σε μια φιλοσοφία που απέτρεπε τη συγκέντρωση πλούτου. Θεωρητικά τουλάχιστον, απαγορευόταν στους Ομοίους να ασκούν κάποια παραγωγική δραστηριότητα, τομέα στον οποίο περιορίζονταν οι Περίοικοι και οι Είλωτες. Οι τελευταίοι είχαν το καθήκον να εκμεταλλεύονται τους «κλήρους», τα κτήματα δηλαδή των Ομοίων, στους οποίους απέδιδαν μερίδιο («αποφορά»). Οι Περίοικοι, όπως συνέβαινε σε αρκετές ελληνικές πόλεις, ήταν γεωργοί, τεχνίτες και έμποροι.
Πάλι θεωρητικά, η χρήση νομίσματος αποθαρρύνθηκε μέσω μιας σειράς μέτρων. Αρχικά, το νόμισμα έγινε άχρηστο: τα συσσίτια τα εξασφάλιζε το κράτος, οι πολυτέλειες και τα έργα τέχνης θεωρούνταν απαράδεκτα. Κατόπιν, το σπαρτιατικό νόμισμα ήταν επίτηδες δύσχρηστο: δεν υπήρχαν χρυσά και ασημένια νομίσματα, μονάχα ένα είδος κατασκευασμένο από σίδηρο, αξίας δυσανάλογης με το βάρος του, με αποτέλεσμα να απαιτείται καροτσάκι για να μεταφέρει κανείς ένα ποσό ίσο με 10 μνες (ή 1.000 δραχμές) και επιπλέον το νόμισμα αυτό δεν είχε ισχύ εκτός πόλεως. Τέλος, τα πλούτη περιφρονούνταν εκ πεποιθήσεως.
Στην πραγματικότητα, η περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι στη αρχαϊκή Σπάρτη δεν υπήρχε νόμος που απαγόρευε το νόμισμα. Πλήθος μαρτυριών καταθέτουν ότι οι Λακεδαιμόνιοι χρησιμοποιούσαν και στην κλασική εποχή νομίσματα. Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, η ίδια η πόλη βρέθηκε στο δίλημμα για το αν έπρεπε να εκδώσει αργυρό νόμισμα ή όχι. Τελικά αποφασίστηκε να διατηρηθεί το σιδερένιο νόμισμα για συγκεκριμένες συναλλαγές και να εισαχθεί η χρήση πολύτιμων νομισμάτων για κρατικές υποθέσεις και μόνο. Τελικά, η Σπάρτη ακολούθησε το παράδειγμα των άλλων πόλεων στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν ο βασιλιάς Αρεύς Α’, στο πρότυπο των βασιλέων της ελληνιστικής περιόδου, έκοψε νόμισμα με τη μορφή και το όνομά του.
Παρά το πνεύμα ισότητας που εκφράζει η μεταρρύθμιση του Λυκούργου, ο πλούτος είχε κατανεμηθεί με πολύ άνισο τρόπο ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πρόσωπα που είχαν διακεκριμένη καταγωγή και ανήκαν ανάμεσα στα πιο εύπορα της πόλης (VII, 134). Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Αριστοτέλης σημειώνει ότι ορισμένοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλα πλούτη, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι δεν είχαν σχεδόν τίποτε, καθώς και ότι η γη ήταν στα χέρια ορισμένων μόνο πολιτών («Πολιτικά», 1270a, 16-18). Ακόμη, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μοναχά μέρος των πολιτών είχαν γη τον 3ο αιώνα π.Χ. («Βίοι Παράλληλοι: Άγις», V, 4).
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η θρησκεία ήταν σημαντικό τμήμα του βίου των αρχαίων Σπαρτιατών, ίσως πιο πολύ σε σχέση με κατοίκους άλλων πόλεων. Το μαρτυρά το πλήθος των ναών και ιερών που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας: 43 ναοί αφιερωμένοι σε θεότητες (ιερό), 22 ναοί αφιερωμένοι σε ήρωες (ηρώο), περίπου 15 αγάλματα θεών και 4 βωμοί. Σε αυτά προστίθενται τα διάφορα ταφικά μνημεία, πολλά στον αριθμό μιας και οι Σπαρτιάτες ενταφίαζαν τους νεκρούς μέσα στην περίμετρο της πόλης (Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», §27), από τα οποία ορισμένα είχαν και λατρευτικό χαρακτήρα: για παράδειγμα εκείνα του Λυκούργου, του Λεωνίδα Α’ και του Παυσανία Α’.
ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΤΗΤΕΣ
Στην αρχαία Σπάρτη οι γυναικείες θεότητες κατείχαν εξέχουσα θέση: από τους 50 ναούς που κατονομάζει ο Παυσανίας, οι 34 είναι αφιερωμένοι σε θεές. Η Αθηνά, με μεγάλο πλήθος επικλήσεων, τιμάται πιο πολύ από όλες. Ο Απόλλων είχε ελάχιστα ιερά, η σημασία του όμως ήταν ιδιαίτερη: έπαιζε ρόλο σ’ όλες τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, ενώ το πιο σημαντικό θρησκευτικό μνημείο της Λακωνίας ήταν ο «Θρόνος του Απόλλωνα» στις Αμύκλες. Αξίζει να επισημανθεί και η ιδιαίτερη τιμή που αποδιδόταν στον Γέλωτα, δευτερεύουσα θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που προσωποποιούσε το γέλιο. Τιμές αποδίδονταν επίσης στους ήρωες του Τρωικού κύκλου. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα, ο Αχιλλέας δεχόταν θεϊκές τιμές κι υπήρχαν δύο ιερά αφιερωμένα στο όνομά του.
Επίσης θεοποιημένοι ήταν οι Αγαμέμνων, Κασσάνδρα (με το όνομα Αλεξάνδρα), Κλυταιμνήστρα, Μενέλαος και Ελένη. Η λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου γινόταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, στο λεγόμενο «Μενελάειο», στην αρχαία Θεράπνη. Η λατρεία της Ελένης μάλλον άρχισε την αρχαϊκή εποχή και αντικατέστησε μία προγενέστερη θεά. Σημαντική ήταν και η λατρεία προς τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη (Διόσκουρους), διδύμους γιους του Δία. Ο Πίνδαρος τους θεωρεί «επιστάτες της Σπάρτης» («Ωδαί» «Νεμεόνικοι», X, 52), καθώς η παράδοση κατονομάζει την πόλη ως γενέτειρά τους. Η δυαδικότητά τους θυμίζει εκείνη των δύο βασιλέων. Στους Διόσκουρους αποδίδονταν μια σειρά από θαύματα που σχετίζονταν κυρίως με τη σωτηρία σπαρτιατικών στρατευμάτων. Τέλος, ο Ηρακλής θεωρείτο στην αρχαία Σπάρτη κάτι σαν εθνικός ήρωας, αλλά και προστάτης – θεός των νέων. Ο θρύλος τον ήθελε να βοηθά τον Τυνδάρεω να ανακτήσει το θρόνο του. Επίσης πίστευαν πως εκείνος κατασκεύασε το ναό του Ασκληπιού στην πόλη. Οι 12 άθλοι του ήρωα εμφανίζονταν συχνά στη σπαρτιατική εικονογραφία.
ΟΙ ΘΥΣΙΕΣ
Οι Σπαρτιάτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, θυσίαζαν στους θεούς τους, για να τους εξευμενίσουν και να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Είναι γνωστό ότι πριν από κάθε μάχη, οι Σπαρτιάτες πρόσφεραν θυσίες στο θεό Έρωτα, κάτι που δεν ήταν μόνο συνήθεια των Σπαρτιατών, αλλά και των Δωριέων της Κρήτης. Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν τις συγκεκριμένες θυσίες με το θεσμό της παιδεραστίας.
ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ
Η αρχαία Σπάρτη είχε πολλές γιορτές, όπως και οι υπόλοιπες αρχαίες ελληνικές πόλεις, μερικές από τις οποίες είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η γιορτή της Ορθίας Αρτέμιδος, που ήταν μία από τις πιο περίεργες στην αρχαία Ελλάδα, λόγω της διαμαστίγωσης των έφηβων Σπαρτιατών στο βωμό της θεάς. Στο ιερό του Απόλλωνα στις Αμύκλες υπήρχε κοινή λατρεία του Απόλλωνα και του Υάκινθου, λόγω της σχέσης των δύο θεών. Σε αυτές τις γιορτές περιλαμβάνονταν θρήνοι για τον Υάκινθο και μουσικές και χοροί για τον Απόλλωνα. Τα Κάρνεια ή Κάρνεα ήταν ίσως η πιο σημαντική γιορτή των Δωριέων, που ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι γυμνοπαιδιές συνδέθηκαν με τη λατρεία του Απόλλωνα, αν και δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη γιορτή.
Γίνονταν πολλοί αθλητικοί αγώνες τις ημέρες των Κάρνεων. Άλλες γιορτές της Σπάρτης ήταν τα Αγητόρεια, προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα, τα Αγράνια, προς τιμήν των νεκρών (εορταζόταν και σε άλλες πόλεις του ελληνικού κόσμου), τα Αθάναια προς τιμήν της Αθηνάς, τα Αλκίδεια, τα Αμύκλαια, προς τιμήν του Απόλλωνα και των Διόσκουρων, τα Βρασίδεια, προς τιμήν του πεσόντα στρατηγού Βρασίδα, τα Γυμνοπαίδια, προς τιμήν του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, όπου γίνονταν ετήσιοι αθλητικοί αγώνες παίδων, τα Δάμια, προς τιμήν της θεάς της ευφορίας, Δάμιας, τα Διαβατήρια, προς τιμήν του Δία, που ήταν καθαρά Δωρική τελετή. Ακόμη υπήρχαν τα Ελένια, προς τιμήν της Ελένης και του Μενέλαου, όπου γινόταν μεγάλη πομπή παρθένων προς το Μενελάειο στη Θεράπνη. Οι Σπαρτιάτες είχαν πολλές γιορτές που τις μοιράζονταν με τους υπόλοιπους Έλληνες.