Ούτε ο πιο καχύποπτος Αμερικανός δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο Τσαρλς Βαν Ντόρεν θα τον εξαπατούσε στα μούτρα του με ένα χαμόγελο
Ο «πρωταθλητής» του τηλεοπτικού παιχνιδιού γνώσεων «Twenty One» είχε κάνει θραύση. Ανίκητος καθώς ήταν, είχε μείνει για έξι διαδοχικές εβδομάδες στο παιχνίδι, κερδίζοντας 70.000 δολάρια.
Αρχικά το κοινό είχε εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του και το τηλεπαιχνίδι του NBC έκανε πολύ καλά νούμερα τηλεθέασης. Με την πάροδο του χρόνου όμως Χερμπ Στέμπελ κούρασε. Ήταν πολύ υποτονικός, δεν «έγραφε» στον τηλεοπτικό φακό και η μεγάλη επιτυχία του είχε παγιωθεί ως ρουτίνα. Έπρεπε να υπάρξει διάδοχη κατάσταση στον θώκο του πρωταγωνιστή. Πώς όμως θα γινόταν αυτό αν δεν βρισκόταν κάποιος που θα μπορούσε να τον νικήσει;
Αυτό ήταν το πιο εύκολο… Σε πρώτη φάση έπρεπε να βρεθεί ο «εκλεκτός». Αυτός που θα γοήτευε τους τηλεοπτικούς χορηγούς και εν τέλει το κοινό, δίνοντας νέα πνοή στην εκπομπή.
Ο κλήρος έπεσε στον ακαδημαϊκό και συγγραφέα Τσαρλς Βαν Ντόρεν. Οξυδερκής, ετοιμόλογος και βαθιά καλλιεργημένος, ήταν διάσημος στους καλλιτεχνικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους των ΗΠΑ.
Και οι δυο γονείς του ήταν συγγραφείς – ο πατέρας του Μαρκ Βαν Ντόρεν μάλιστα είχε βραβευτεί με Πούλιτζερ – κι εκείνος βάδισε στα χνάρια τους. Έκανε διδακτορικό στη λογοτεχνία στο Κολούμπια, όπου και δίδαξε, ενώ είχε πάρει και μάστερ στην αστροφυσική.
Εκεί, κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Κολούμπια, ο Βαν Ντόρεν γνώρισε τον Άλμπερτ Φρίντμαν, συμπαραγωγό του «Twenty One». Ενθουσιασμένος από την προσωπικότητα του Βαν Ντόρεν, ο Φρίντμαν τον γνώρισε στον Νταν Ενράιτ και αμφότεροι είδαν στο μορφωτικό επίπεδο και το επικοινωνιακό χάρισμα του το νέο παίκτη που θα έκανε «γκελ» στο τηλεοπτικό κοινό, εκτοξεύοντας τα νούμερα τηλεθέασης.
«Οι χορηγοί θέλουν να ηττηθεί ο Στέμπελ. Θα φύγει με μια δεσμίδα χρημάτων, αλλά θέλουν κάποιον ποιο συμπαθητικό. Το σκέφτηκα Τσάρλι και αποφάσισα ότι θα είσαι εσύ αυτός που θα κερδίσει τον Στέμπελ», ήταν τα ακριβή λόγια του Φρίντμαν στον Βαν Ντόρεν.
Ο Τσαρλς απόρησε που ο παραγωγός ήταν βέβαιος για τη νίκη του επί του Στέμπελ. Θα έπρεπε να ξέρει ο ίδιος τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν γνώριζε ο «πρωταθλητής» για τον κάνει πέρα. Σύντομα όμως κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο. Στο παιχνίδι αυτό δεν υπήρχε ίχνος αυθορμητισμού…
Ήταν Νοέμβριος του 1956 όταν ο παρουσιαστής Τζακ Μπάρι σύστηνε τον Τσαρλς στο τηλεοπτικό κοινό ως έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, με χόμπι του το πιάνο και τα… παιχνίδια γνώσεων.
Ο Βαν Ντόρεν αποκαθήλωσε ασφαλώς τον Στέμπελ και «κατέγραψε» ένα σερί νικών πολύ πιο εντυπωσιακό από τον προκάτοχό του. Οι παραγωγοί είχαν επιλέξει διάνα – η απήχηση του στους τηλεθεατές είχε ξεπεράσει ακόμα και τις μεγάλες προσδοκίες τους.
Ο νέος τηλεοπτικός ήρωας των Αμερικανών, σε ένα μέσο που μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνει τέτοιους, έμεινε στο θρόνο για 14 ολόκληρες εβδομάδες. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1957 είχε κερδίσει 129.000 δολάρια, εκτινάσσοντας παράλληλα τη φήμη και το κύρος του. Έγινε πρωτοσέλιδο ακόμα και στο περιοδικό «Time», ως ένα από τα κυρίαρχα πρόσωπα της επικαιρότητας.
Ο άνθρωπος που έριξε τον Βαν Ντόρεν από το θρόνο ήταν μια γυναίκα. Το Μάρτιο του ’57 η δικηγόρος Βίβιαν Νίρινγκ τον έστειλε στη «σύνταξη» στο «Twenty One». Δεν τον έστειλε ωστόσο και το NBC. Η συμφωνία προέβλεπε να αναλάβει ανταποκριτής της εκπομπής «The Today Show», με τριετές συμβόλαιο συνεργασίας.
Η αποχώρηση δεν έφερε ωστόσο και το επιθυμητό «καμουφλάρισμα». Στην περίπτωση του ίσχυσε το «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται», καθώς οι αποκαλύψεις περί απάτης άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη.
Η αρχή έγινε από τις μαρτυρίες για χειραγώγηση ενός άλλου παιχνιδιού γνώσεων, το «The Question», στην προσπάθεια των παραγωγών να μην αφήσουν την υποψήφια υπερνικήτρια Τζόις Μπράδερς να διεκδικήσει το μεγάλο έπαθλο.
Ακολούθησε ο Χερμπ Στέμπελ, ο οποίος άρχισε να διαρρέει στον Τύπο ότι είχε έτοιμες στο πιάτο του τις ερωτήσεις και τις σωστές απαντήσεις του «Twenty One». Λίγοι τον πίστεψαν σε πρώτη φάση, ενώ ένας από αυτούς που έσπευσαν να υπερασπιστούν δημόσια το παιχνίδι ήταν ο Βαν Ντόρεν.
Οι αρμόδιες Αρχές των ΗΠΑ όμως είχαν ήδη σπουδαιολογήσει τις καταγγελίες, ξεκινώντας να διευρευνούν την υπόθεση. Ένας από τους κατά καιρούς παίκτες του «Twenty One», ονόματι Τζέιμς Σνόντγκρας, έβαλε βούτυρο στο ψωμί τους. Είχε τις αποδείξεις ότι όσοι έπαιζαν στο «Twenty One» γνώριζαν τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Πολύ απλά διότι τις ταχυδρομούσε στον εαυτό του!
Το θέμα προκάλεσε σάλο, φτάνοντας έως το Κογκρέσο. Εκεί κλήθηκε να καταθέσει, ως μέλος της κρατικής πανεπιστημιακής κοινότητας, ο Βαν Ντόρεν το Νοέμβριο του 1959. Δεν γινόταν να δηλώσει «αθώος», ήταν ανώφελη οποιαδήποτε προσπάθεια αποποίησης ευθυνών.
«Ήμουν μπλεγμένος, βαθιά μπλεγμένος σε μια απάτη. Ήμουν το κυρίως σύμβολο αυτής της απάτης. Από τη στιγμή που κατάλαβα πλήρως τι είχα κάνει και τι έπρεπε να κάνω, προσπαθώ να επανορθώσω. Έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου. Εξαπάτησα τους φίλους μου. Ό,τι και αν νιώθουν για μένα τώρα, η αγάπη μου γι’ αυτούς είναι ισχυρότερη από ποτέ. Κάνω αυτή τη δήλωση γι’ αυτούς. Ελπίζω η παρουσία μου εδώ να ωφελήσει», είπε ενώπιον του Κογκρέσου.
Η κοινή γνώμη των ΗΠΑ είχε σοκαριστεί από τον ευυπόληπτο διανοούμενο, που έγινε απατεώνας για μια «αρπαχτή». Έστω και αν η Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων προσπάθησαν να ρίξουν τους τόνους του σκανδάλου. Τα μέλη του Κογκρέσου ξέσπασαν σε χειροκροτήματα μετά την ομολογία, εξαίροντας την ειλικρίνεια του Ακαδημαϊκού.
Αυτό όμως δεν ήταν ικανό να του δώσει άφεση αμαρτιών. Το NBC αναγκάστηκε να τον απολύσει, ενώ έχασε και τη θέση του ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Σύντομα προσελήφθη όμως στην Μπριτάνικα και ως αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ.
Το 1993 ο Βαν Ντόρεν έγινε δέκτης της πρότασης του Ρόμπερτ Ρέντφορντ να αναλάβει συμβουλετικό ρόλο στην ταινία που είχε ο τελευταίος στα σκαριά. Η άρνηση του δεν ματαίωσε τα σχέδια για την παραγωγή του διάσημου «Quiz Show», το οποίο προβλήθηκε το 1994, με θέμα την απάτη των στημένων παιχνιδιών. Το ρόλο του Τσαρλς Βαν Ντόρεν ερμήνευσε ο Ρέιφ Φάινς και η ταινία προτάθηκε για 4 Όσκαρ: Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ανδρικού Ρόλου, σκηνοθεσίας και σεναρίου.
Με την αφοσίωση στο ακαδημαϊκό και συγγραφικό έργο του, ο 92χρονος σήμερα Βαν Ντόρεν αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την υστεροφημία του. Σε αυτά τα 60 και πλέον χρόνια έχει αναφερθεί μόνο δύο φορές στο σκάνδαλο του οποίου υπήρξε πρωταγωνιστής. Η μία το 1999, όταν επικαλέστηκε μια φράση του Αριστοτέλη για να τονίσει ότι μέσα του έχει εξιλεωθεί.
«Η ευτυχία δεν είναι ένα αίσθημα ή μία αίσθηση, αλλά η ποιότητα μιας ολόκληρης ζωής. Η έμφαση δίνεται στο “ολόκληρη», μια ζωή από την αρχή μέχρι το τέλος. Ειδικά η αίσθηση που μένει στο τέλος…».