Ο Βιττόριο ντε Σίκα (Vittorio de Sica / 7 Ιουλίου του 1901 – 13 Νοεμβρίου του 1974) υπήρξε ένας ιδιαίτερα χαρισματικός κινηματογραφικός σκηνοθέτης, αλλά και ηθοποιός. Παράλληλα μέσα από τα έργα του, ο Βιττόριο ντε Σίκα υπήρξε από τους κύριους εκπροσώπους του ιταλικού νεορεαλισμού. Στο μικρό μας αφιέρωμα, γυρνάμε τον χρόνο πίσω και ταξιδεύουμε στις δύο ίσως πιο γνωστές ταινίες του Ιταλού σκηνοθέτη. Ο λόγος για το κλασσικό φιλμ «Θαύμα στο Μιλάνο» (Miracolo a Milano) του 1951 και βέβαια το αριστουργηματικό «Κλέφτης Ποδηλάτων» (Bicycle Thieves / Ladri di Biciclette) του 1948.
Ο Βιττόριο ντε Σίκα, ο οποίος γεννήθηκε λίγο έξω από τη Ρώμη στις 7 Ιουλίου του 1901, εισχώρησε από μικρός στον χώρο του θεάματος και η άνοδός του ήλθε σύντομα. Κατ’ αρχήν ως ηθοποιός – τον θυμόμαστε χαρακτηριστικά στην «Άγνωστη Κυρία» (Madame De – 1953) του Μάξ Οφίλς – και μάλιστα σταρ της προπολεμικής περιόδου, άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία το 1940 συμμετέχοντας στη δημιουργία τεσσάρων κωμωδιών. Από την πρώτη κιόλας προσωπική ταινία του, «Τα Παιδιά μας Βλέπουν», ένα πικρό σχόλιο επάνω στον τρόπο ζωής μιας μικροαστικής οικογένειας, φάνηκε το ρεαλιστικό ύφος που αργότερα θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του δημιουργού.
Ο ιταλικός νεορεαλισμός γεννήθηκε μέσα στο χάος και στα απομεινάρια του πολέμου. Η ιταλική κοινωνία μετά τον πόλεμο ψυχορραγούσε αλλά δε λύγισε στην προσπάθειά της να σταθεί και πάλι όρθια. Σκηνοθέτες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Τζιουζέπε ντε Σάντις, αλλά και πριν από αυτούς ο Λουκίνο Βισκόντι, εισχώρησαν με τον φακό τους σε φυσικούς, φτωχικούς χώρους και με ερασιτέχνες ηθοποιούς, ως επί το πλείστον, έδωσαν νόημα και ουσία, στην «ασημαντότητα της καθημερινότητας».
Απλά γεγονότα, όπως η προσπάθεια ενός οικογενειάρχη να ξαναβρεί το κλεμμένο εργαλείο για τη δουλειά του, ένα ποδήλατο, απέκτησαν μέσω του νεορεαλισμού οικουμενικό χαρακτήρα, που αποτυπώθηκε μοναδικά στην κινηματογραφική οθόνη. Όταν επήλθε το τέλος του νεορεαλισμού, ο κινηματογράφος του Ντε Σίκα διαφοροποιήθηκε και έγινε ίσως περισσότερο προσιτός στο πλατύ κοινό.
Ο Ιταλός δημιουργός υπέγραψε μεταξύ άλλων, δράματα αλλά και κωμωδίες με δημοφιλείς σταρ, σαν την «Ατιμασμένη» που χάρισε στη Σοφία Λόρεν το Όσκαρ πρώτης γυναικείας ερμηνείας και το «Χθες, Σήμερα, Αύριο» («Oggi, ieri, domani») του 1963, το οποίο τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Παραγωγής. Ένα βραβείο το οποίο κέρδισαν τρεις ακόμη ταινίες του Ντε Σίκα: το «Sciuscia», ο «Κλέφτης των Ποδηλάτων» και βέβαια, ο «Κήπος των Φίντσι Κοντίνι».
Ο Βιττόριο ντε Σίκα έχει χαρακτηριστεί ως ο «πατέρας του νεορεαλισμού» ενώ παράλληλα «κατηγορήθηκε» για θεματική ρηχότητα και συναισθηματική «ευκολία» στην προβληματική και στην προσέγγιση των θεμάτων του. Όμως αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Ντε Σίκα σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων τέσσερα κινηματογραφικά αριστουργήματα στη σειρά – «Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων», «Sciuscia», «Θαύμα στο Μιλάνο», «Ουμπέρτο Ντ.» – μέσω των οποίων μάθαμε για τη μεταπολεμική Ιταλία περισσότερα από όσα μας έδωσε στο σύνολό του ολόκληρος ο υπόλοιπος ιταλικός κινηματογράφος της συγκεκριμένης περιόδου…
Αδιαφιλονίκητα, ο Ντε Σίκα υπήρξε ένας αφοσιωμένος μαχητής του κινηματογράφου, εκείνος που έδωσε στο ιταλικό σινεμά αίγλη και του χάρισε διεθνή αναγνώριση στην πιο δύσκολη εποχή του. Άνθρωπος των παθών όμως ο Ντε Σίκα, υπήρξε και ο ίδιος θύμα του τζόγου, που εν τέλει τον κατέστρεψε. Πέθανε καταχρεωμένος στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου του 1974, αφήνοντας ωστόσο σε όλους μας μία μοναδική και ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά.
«Κλέφτης Ποδηλάτων» (Bicycle Thieves / Ladri di Biciclette – 1948)
Μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών, που κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία, είναι το φιλμ «Κλέφτης Ποδηλάτων» (Bicycle Thieves / Ladri di Biciclette – 1948) του Βιττόριο ντε Σίκα.
Η ταινία μας, ξεκινάει σε μια αλάνα όπου ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από τον δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής.
Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, καθώς το έχει δώσει ως ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μία ωραία στολή. Μέχρι αύριο όμως θα πρέπει να βρει ένα ποδήλατο.
Η γυναίκα του φαίνεται να έχει τη λύση. Δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν ξημερώσει οι ποδηλάτες – αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο ευτυχισμένος ακόμα Ρίτσι.
Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από τον τοίχο τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη…
Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι, την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτηση. Ο θεατής σιγά σιγά αρχίζει να συμπάσχει με τον Ρίτσι και με τον μικρό του γιο, ακολουθώντας τους στις ατέρμονες περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης. Ταξιδεύουμε έτσι στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας και στις φτωχογειτονιές, με οδηγό την ελπίδα.
Το φιλμ «Κλέφτης Ποδηλάτων» (Bicycle Thieves / Ladri di Biciclette – 1948) του Βιττόριο ντε Σίκα, είναι ένα κλασσικό αριστούργημα, όχι μόνο του Ιταλικού, αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου, για το οποίο ο μεγάλος Όρσον Γουέλς, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο, εξαφάνισε την κάμερα!”.
Στον “Κλέφτη Ποδηλάτων” (Bicycle Thieves – Ladri di Biciclette), τα κάδρα γεμίζουν από ρόδες, τιμόνια και κάθε είδους εξαρτήματα ποδηλάτου, όλα εντείνοντας το δράμα του ήρωα μας. Παράλληλα το σχόλιο στη σκηνή με τη Ρίτα Χέιγουορθ για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα, είναι κάτι παραπάνω από σαφές.
Η εξαιρετική ταινία του Βιττόριο ντε Σίκα, θεωρείται και δικαίως, ως μία από τις κορυφαίες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Το φιλμ κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία… Η ιστορία, μας μιλά για τον αγώνα των απλών ανθρώπων. Την προσπάθεια για επιβίωση, την αδικία που βιώνουν, την αγωνία για την επόμενη ημέρα, αλλά και τη στοργή, την αγάπη και την ανθρωπιά, που περικλείει όλους τους καθημερινούς ανθρώπους, που προσπαθούν και ελπίζουν, για ένα καλύτερο αύριο.
Σε μία μνημειώδης σκηνή, πατέρας και γιος κάθονται να φάνε σ’ ένα εστιατόριο. Εκεί υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας και με το στομάχι γεμάτο η αισιοδοξία επιστρέφει. Ο μικρός Μπρούνο πίνει κρασί. Μοιάζει να έχει ενηλικιωθεί μέσα σε μία μόλις ημέρα. Ωστόσο, το όνειρο διακόπτεται, όταν ξαναρχίζει η περιπλάνηση.
Ξαφνικά έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη. Ο Ρίτσι τον πιάνει και τον πιέζει να του δώσει πίσω το ποδήλατό του. Οι φτωχοί γείτονές του, σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Ο αστυνομικός που φτάνει κάνει έρευνα στο σπίτι του κλέφτη ένα σπίτι πανομοιότυπο σχεδόν με εκείνο της οικογένειας Ρίτσι. Δεν βρίσκει το ποδήλατο, μάρτυρες δεν υπάρχουν, τα πάντα χάνονται. Πατέρας και γιος φεύγουν σχεδόν κυνηγημένοι από τη γειτονιά.
Βαθιά απελπισμένος πια ο ήρωας μας, αποφασίζει να κλέψει ένα από τα εκατοντάδες ποδήλατα που βρίσκονται γύρω του. Το δράμα κορυφώνεται. Αρπάζει πράγματι ένα, όμως καθώς είναι άπειρος, συλλαμβάνεται αμέσως από τους περαστικούς. Στη θέα του τρομοκρατημένου Μπρούνο ο ιδιοκτήτης θα δείξει οίκτο προς τον κλέφτη και θα τον αφήσει ελεύθερο. Τότε ο ήρωας θα ξεσπάσει σ’ ένα σπαρακτικό κλάμα και αγκαλιά με το γιο του θα γίνει και πάλι ανώνυμος μέσα στο πλήθος των περαστικών…
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο “Κλέφτης Ποδηλάτων” άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης και δεν έχουν άδικο. Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες ηθοποιοί της ταινίας – μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, που υποδυόταν ένα από τα παπαδοπαίδια στη σκηνή της καταιγίδας – δίδαξαν στους ακριβοπληρωμένους σταρ της εποχής έναν νέον τρόπο προσέγγισης της υποκριτικής τέχνης.
Παράλληλα η ταινία του Βιττόριο ντε Σίκα αποτελεί και μία υπέροχη απόδειξη για το πώς μπορεί κανείς να φτιάξει μία πραγματικά σπουδαία ταινία χωρίς την βοήθεια ψηφιακών εφέ ή μπάτζετ εκατομμυρίων. Το φιλμ βασίζεται σ’ ένα απλό σενάριο, από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι, που όμως δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον θεατή.
Οι ερμηνείες αν και προέρχονται από ερασιτέχνες ηθοποιούς είναι βγαλμένες από τη ζωή, σήμα κατατεθέν άλλωστε του νεορεαλισμού. Το σημαντικότερο είναι ότι ο σκηνοθέτης, με την κάμερα του καταγράφει την Ιταλία μετά τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια Ιταλία γεμάτη ανασφάλειες και σκοτεινούς ανθρώπους που είναι έτοιμοι με μια σπίθα να γίνουν φωτιά και να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον.
Βλέποντας την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της παρατηρούμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην μεταπολεμική Ιταλία και την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες ανασφάλειες, τα αγωνιώδη βλέμματα και οι ίδιοι καχύποπτοι άνθρωποι. Γι’ αυτό εξάλλου και πολλές ελληνικές μετεμφυλιακές ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό.
Ο Βιττόριο ντε Σίκα, με την συγκεκριμένη ταινία του, καταφέρνει να μας συναρπάσει με την απλότητά του και ταυτόχρονα με το συναίσθημα που βγάζει μέσα από την ιστορία που αφηγείται. Η μουσική υπόκρουση είναι χαρακτηριστική και έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις καλύτερες και πλέον συγκινητικές, στην ιστορία του σινεμά.
Βρισκόμαστε στο 1945. Ο καταστρεπτικός και ισοπεδωτικός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει και η κινηματογραφική σχολή εγκαταλείπει σταδιακά το φανταστικό, το εξωπραγματικό, το παραμορφωμένο και ατομικό, για να περάσει σε πιο ρεαλιστικά πλαίσια.
Η Νέα αυτή Κινηματογραφική Σχολή έχει τη ρίζα της γέννησής της στην Ιταλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε, μετά το 1945. Ο Κινηματογραφικός φακός πλέον εγκαταλείπει το στούντιο και τις παραμορφώσεις του και εγκαθίσταται μέσα στην πόλη και στο λεγόμενο αστικό περιβάλλον της.
Ο νεορεαλισμός έρχεται να εισαγάγει στον Κινηματογράφο την σκέψη για το κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι. Να βάλει τον θεατή στη θέση του πρωταγωνιστή και από εκεί, στην καρδιά της ιστορίας και του προβλήματος.
Η νέα αυτή τάση της εποχής, ήρθε να αντιπαρατεθεί στο κοσμικό μελό, την αισθηματική κωμωδία, την θεαματική υπερπαραγωγή και όλες αυτές τις ταινίες που χαρακτήριζαν την προηγούμενη περίοδο και που καμία νύξη δεν περιείχαν για τα διογκωμένα κοινωνικά προβλήματα και τις αγωνίες του απλού καθημερινού ανθρώπου.
Ο Βιττόριο ντε Σίκα, αλλά και ο Ρομπέρτο Ροσελλίνι υπήρξαν δύο κλασσικοί εκφραστές και μέντορες του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Τόσο ο “Κλέφτης Ποδηλάτων” του πρώτου, όσο και το “Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη” του δεύτερου, αποτελούν δύο αντιπροσωπευτικές ταινίες της σχολής αυτής.
Δεν είναι τυχαίο, ότι και στις δύο αυτές ταινίες, η πόλη παρουσιάζεται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Η Ιταλία έχει μόλις βγει από τον πόλεμο και τον φασισμό κατεστραμμένη, ενώ για ένα μικρό διάστημα γνωρίζει τη γερμανική και αργότερα την συμμαχική κατοχή. Η πόλη παρουσιάζεται στις ταινίες αυτές σε παρακμή, αποδομημένη, χωρίς τεχνητά φτιασίδια, όπως ακριβώς ήταν στην πραγματικότητα. Παρόλα αυτά υπάρχει και μια αισιόδοξη χροιά.
Ο ουρανός της πόλης είναι πιο ανοιχτός έστω και αν στον ορίζοντα παρεμβάλλονται τα μισογκρεμισμένα κτίρια. Οι δρόμοι της πόλης σφύζουν από ζωή τουλάχιστον όταν επιτρέπεται η κυκλοφορία κι έστω κι αν οι άνθρωποι που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι άνεργοι, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο καθρεφτίζεται μέσα από τα καθαρά βλέμματα τους…
«Θαύμα στο Μιλάνο» (Miracolo a Milano – 1951)
Η ηλικιωμένη Λολότα, μεγαλώνει ένα παιδί τον Τοτό, που το είχε βρει εγκαταλειμμένο ως νεογέννητο. Μετά όμως από τον θάνατο της, ο Τοτό οδηγείται σ’ ένα ορφανοτροφείο, απ’ όπου βγαίνει μετά από πολλά χρόνια, για να καταλήξει φιλοξενούμενος ενός περιπλανώμενου άστεγου σε μια παραγκούπολη, στην περιφέρεια του Μιλάνου.
Με τη μεγάλη του καλοσύνη και αθωότητα ο Τοτό κερδίζει τη συμπάθεια των φτωχών και τους πείθει να προσπαθήσουν να βελτιώσουν την κατάσταση τους. Η δραστηριότητα τους έχει σταδιακά αποτέλεσμα, καθώς αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και μετατρέπουν τη μίζερη παραγκούπολη σε μία αξιοπρεπή κοινότητα.
Μια μέρα όμως, κι ενώ σκάβουν, πετάγεται ξαφνικά από τα έγκατα της γης ένας πίδακας πετρελαίου. Ο πλούτος και η ευμάρεια που θα μπορούσε να προκύψει για όλους, απειλούνται από τον πλούσιο Μόμπι, που έχει ειδοποιηθεί από τους ανθρώπους του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους διώξει από τη γη τους.
Τα πράγματα εξελίσσονται δύσκολα και για να βοηθήσει τον Τοτό και τους φίλους του, η Λολότα χαρίζει στον νεαρό ένα θαυματουργό περιστέρι που έκλεψε από τους αγγέλους. Έτσι, η αστυνομία του Μόμπι κατατροπώνεται και ο Τοτό, με τη βοήθεια αγγέλων θα προσπαθήσει να διώξει και τον άπληστο κτηματομεσίτη…
Η ταινία «Θαύμα στο Μιλάνο» (Miracolo a Milano) είναι ένα σπουδαίο δείγμα γραφής του Ιταλικού Νεορεαλισμού, από τον συνήθη ύποπτο, Βιττόριο ντε Σίκα. Μία ποιητική αλληγορία, με διαχρονικά νοήματα και δυστυχώς, επίκαιρη όσο ποτέ.
Η ταινία, κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών του 1951, ενώ απέσπασε πολλά ακόμα ιταλικά αλλά και διεθνή κινηματογραφικά βραβεία. Πρόκειται για μία ακόμα εξαίρετη συνεργασία μεταξύ του Τσέζαρε Ζαβατίνι και του Ντε Σίκα, η οποία όμως δεν εξαντλείται στον ρεαλισμό αλλά πατώντας πάνω στα ισχυρά του θεμέλια ξεφεύγει προς έναν ποιητικό και ονειρικό κόσμο.
Η διαφορά βέβαια με τη διασημότερη ταινία του Ντε Σίκα, «Κλέφτης Ποδηλάτων», είναι θεμελιώδης, παρά το γεγονός ότι παραμένουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του κινήματος τουλάχιστον σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο. Αρκετοί από τους ηθοποιούς παραμένουν ερασιτέχνες ενώ η θεματική περιστρέφεται γύρω από τους περιθωριακούς καθώς αγωνίζονται ενάντια στον κυνικό πλούτο των λίγων.
Παράλληλα, είναι ενδιαφέρουσες οι αναφορές της ταινίας καθώς και η επίδρασή της μέσα σ’ ένα ευρύτερο φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για παράδειγμα ο χαρακτήρας του Τοτό (εξαιρετικός ο Φραντσέσκο Γκολιζάνο στον πρωταγωνιστικό ρόλο), είναι βασισμένος πάνω στο καλούπι της παράδοσης Τσάπλιν ενώ παραμένει το πρωτότυπο για αρκετούς όμοιους χαρακτήρες από τους Αδερφούς Μαρξ, μέχρι τον Ρομπέρτο Μπενίνι.
Η ιστορία της ταινίας μας, βασίστηκε στο βιβλίο του Τσέζαρε Ζαβατίνι, το «Θαύμα», ενώ αξίζει να σημειώσουμε ότι το φιλμ «Θαύμα στο Μιλάνο», παρόλο που κέρδισε το μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ των Καννών, δυσαρέστησε την πολιτική ηγεσία της χώρας που θεώρησε ότι έδινε άσχημη εικόνα της Ιταλίας στο εξωτερικό.
Είναι δε χαρακτηριστικό τι είχε δηλώσει ο ίδιος ο Βιττόριο ντε Σίκα για την ταινία του:
«Το Θαύμα στο Μιλάνο είναι η πιο συζητημένη μου ταινία: δεν άρεσε σε αγαπημένους μου φίλους, αλλά άρεσε σε συνάδελφους που εκτιμώ βαθύτατα, όπως ο Ζαν Ρενουάρ. Είναι, μια ταινία που δημιούργησε κάθε λογής αντιδράσεις· ο καθένας την είδε και την ένιωσε με τον τρόπο του. Από τη δική μου πλευρά, θα ήθελα απλώς να πω ότι μ’ αυτή την ταινία με συνδέει, ένας βαθύτατος συναισθηματικός δεσμός· όχι γιατί μου κόστισε περισσότερους κόπους, περισσότερους μπελάδες και περισσότερα χρήματα από τις άλλες (ήρθαν ειδικοί από την Αμερική για να κάνουν τα ειδικά εφέ, και δεν έλεγαν να τελειώσουν, και μου κόστισαν πολύ περισσότερο απ’ όσο όλη η υπόλοιπη ταινία), αλλά επειδή τη σκέφτηκα και την πραγματοποίησα σαν φόρο τιμής στον Cesare Zavattini. Από πολύ καιρό, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις μας, ήξερα πόσο αγαπούσε ένα όμορφο βιβλιαράκι του που το είχε αφιερώσει στα παιδιά: Ο Καλός Τοτό. Μα πάνω απ’ όλα, ήξερα την κρυφή επιθυμία του να το δει να γίνεται ταινία. Θεωρώ το “Θαύμα στο Μιλάνο”, μια ταινία απόλυτα δική του».