Το όνομά της και η χαρακτηριστική χροιά της φωνής της έχουν συνδεθεί άρρηκτα με το παραδοσιακό νησιώτικο τραγούδι. Η Στέλλα Κονιτοπούλου μετρά δεκαετίες καριέρας με πολλές επιτυχίες.
Κι όμως, παραμένει απλή και προσιτή, μια καλλιτέχνιδα που έχει κρατήσει την ουσία του επαγγέλματός της. Η ίδια περιγράφει τον εαυτό της ως ειλικρινή, δίκαιο, αξιοπρεπή και ευαίσθητο, ενώ μοιράζεται με την «Espresso» και την Κλάρα Ασημακοπούλου την ιστορία της από τη γέννησή της ως σήμερα.
Πού γεννηθήκατε;
Γεννήθηκα στον Κινίδαρο της Νάξου, είναι ένα ορεινό χωριό. Εζησα εκεί μέχρι έξι χρονών, γιατί μετά μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα.
Από τα παιδικά σας χρόνια τι αναμνήσεις έχετε;
Έχει μείνει έντονα στη μνήμη μου μια χρονιά που φυτέψαμε τα δικά μας δέντρα, όλα τα παιδιά, στο βουναλάκι που είχε το σχολείο μας. Πεύκα ήταν. Εχουν μεγαλώσει τώρα κι όποτε ταξιδεύω στη Νάξο πηγαίνω και βλέπω το δέντρο μου! Θυμάμαι ακόμη ότι, επειδή ήμουν νευρικό κι ανήσυχο παιδί και ξυπνούσα νωρίς -και στα χωριά, όπως γνωρίζετε, βγάζουν παρατσούκλια στους ανθρώπους-, εμένα με είχαν ονομάσει «το ξυπνητήρι»! Γιατί, απ’ ό,τι μου έχει πει η μητέρα μου, σηκωνόμουν στις έξι το πρωί και χτυπούσα τις πόρτες των συγχωριανών μου και τους ξυπνούσα τραγουδώντας!
Με το τραγούδι σε τι ηλικία ασχοληθήκατε;
Όταν είσαι μέσα σε μια οικογένεια μουσικών κι από το πρωί μέχρι το βράδυ έχεις αυτά τα ακούσματα, δεν γίνεται να το προσπεράσεις. Αν το έχεις και λίγο μέσα σου, κάποια στιγμή θ’ ασχοληθείς. Εγώ λοιπόν θυμάμαι στα οκτώ μου χρόνια ότι είχε ο πατέρας μου κάτι δισκάκια κι ένα πικάπ και ακούγαμε στο σπίτι Καζαντζίδη, Περπινιάδη, Ζαγοραίο και Μαρίζα Κωχ. Ηχεί ακόμα και τώρα στ’ αυτιά μου η φωνή της, που είναι πολύ ξεχωριστή και -νομίζω- μοιάζει και λίγο στη χροιά με τη δική μου. Έκανα μάλιστα εξάσκηση πάνω στα τραγούδια της. Εβαζα το δισκάκι και μόνη μου τραγουδούσα. Λίγο μετά ζήτησα από τη μητέρα μου να με γράψει στο Ωδείο. Από τα οκτώ μου λοιπόν ξεκίνησα μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο, στην πλατεία Βάθη. Ορθοφωνία, σολφέζ και λαϊκό τραγούδι, γιατί δεν είχε παραδοσιακό. Η πρώτη μου δασκάλα ήταν η Μαίρη Κωνσταντάρα, η οποία θεωρείται κορυφαία. Μετά μου έκανε μαθήματα η Άννα Διαμαντοπούλου.
Πότε το πήρατε απόφαση ότι θα κάνετε επάγγελμα το τραγούδι;
Γύρω στα εννιά μου άρχισα να ζητάω από τη μητέρα μου, την Αγγελική Κονιτοπούλου, να με παίρνει μαζί της τα Σάββατα στο μαγαζί όπου δούλευε. Τραγουδούσε μαζί με τα αδέλφια της, όλους τους Κονιτοπουλαίους, τον Γιώργο, τον Βαγγέλη, την Ειρήνη και τον Κώστα, σε ένα μαγαζί στο Γαλάτσι. Πήγαινα λοιπόν γιατί με τραβούσαν τα φώτα και η μουσική. Στα 13 μου αποφασίζω να κάνω το ντεμπούτο μου εκεί, κρυφά από τη μητέρα μου. Γιατί, όταν της είπα πως ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, ήταν αντίθετη. Συνεννοήθηκα λοιπόν με τον θείο μου, τον Βαγγέλη, που ήταν και ο μαέστρος της ορχήστρας, το βράδυ που γινόταν ο ετήσιος χορός του χωριού μου, και βγήκα και τραγούδησα το «Καμπάνα του εσπερινού» της Αλεξίου. Θυμάμαι ότι όση ώρα τραγουδούσα δεν κουνήθηκα καθόλου. Από το στρες είχα πάθει αγκύλωση!
Και η μητέρα σας;
Ήταν στα καμαρίνια και ακούγοντας τη φωνή λέει «κάτι μου θυμίζει». Κατέβηκε λοιπόν κάτω «φορτωμένη» και ετοιμαζόταν να με… αρπάξει! Αλλά, όταν έφτασε κοντά μου και κοιταχτήκαμε στα μάτια, έμεινε κόκαλο. Ισως της μετέδωσα ότι το ήθελα πάρα πολύ, δεν ξέρω… Πάντως δεν μου έκανε τίποτα. Από τότε ξεκίνησα, με έβαλαν στο πρόγραμμα κι έλεγα ένα τραγούδι μαζί τους. Κάθε χρόνο μού πρόσθεταν τραγούδια μέχρι που έφτασα να είμαι βασικό μέλος του σχήματος.
Εφηβη ακόμα δηλαδή και δουλεύατε κανονικά; Με το σχολείο πώς το συνδυάζατε;
Πήγα μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου και σταμάτησα για να βγω στο τραγούδι. Βγάζαμε πολλά χρήματα τότε και θεωρούσα ότι με κάλυπτε αυτό και δεν χρειαζόταν να πάω περισσότερο στο σχολείο. Το μετάνιωσα στην πορεία…
Με την οικογενειακή μπάντα πώς προχωρήσατε;
Έμεινα μαζί τους εννέα χρόνια και κάναμε δισκογραφία. «Τα νησιώτικα του Γιάννη Πάριου», όπου συμμετείχα, και το «Θάλασσα και παράδοση με το Κονιτοπουλέικο». Σε αυτόν τον δίσκο τραγούδησα και το «Εκατό καρδιές να είχα», που έγινε μεγάλη επιτυχία, όταν ήμουν 16 χρονών, και ακούγεται ακόμα και σήμερα! Εχει γίνει ο ύμνος του νησιώτικου…
Έχετε κάνει γνωστό ότι περάσατε μια περίοδο μελαγχολίας…
Ένιωσα μια ανασφάλεια επαγγελματική, γιατί εκεί που ήμουν στα πάνω μου ήρθε μια φυσιολογική καμπή, που όλοι οι καλλιτέχνες περνάνε, και δεν μου ήταν εύκολο. Πέρασα μία περίοδο μελαγχολίας που στενοχωριόμουν γιατί έβαζα διάφορα πράγματα στο μυαλό μου, αλλά είχα δίπλα μου την οικογένειά μου, ανθρώπους που με αγαπούν και η στήριξή τους ήταν πολύτιμη. Επανήλθα και με τη βοήθεια ειδικού βέβαια και έπειτα απ’ αυτό βγήκα πολύ πιο δυνατή. Εγινα καλύτερος άνθρωπος και βλέπω διαφορετικά τη ζωή.
Στην προσωπική σας ζωή είστε παντρεμένη και μητέρα μίας κόρης. Είναι ο πρώτος σας γάμος;
Ναι, ο πρώτος κι ο τελευταίος (γέλια)! Είναι από το ίδιο χωριό ο σύζυγος και είμαστε μαζί πλατωνικά από παιδιά. Εγώ ήμουν 13 και ο Γιάννης 17 ετών. Σταθμός ζωής. Η οικογένειά μου είναι λαχείο.
Η κόρη σας ασχολείται κι εκείνη με τη μουσική;
Όχι, είναι ιστορικός τέχνης και μουσειολόγος.
Συνεργασίες που έχετε ξεχωρίσει;
Ο Γιάννης Πάριος. Στα 15 μου τραγούδησα δίπλα του κι όλοι με πρόσεξαν τότε. Γιατί, σου λέει, για να τη διάλεξε ο Πάριος, αξίζει! Μετά πήγα στη Sony Music και ξεκίνησα διάφορες δυνατές συνεργασίες. Είχα παραγωγό τον Γιάννη Δουλάμη, που με πίστεψε κι επένδυσε πάνω μου. Εκανα ντουέτο με την Αντζελα Δημητρίου στον δίσκο της, την εποχή που είχε βγάλει το «Ποια θυσία», κι αυτό επίσης με βοήθησε πολύ. Ακόμη δυνατή ήταν και η συνεργασία μου με τον Πασχάλη Τερζή στο «Οινοπνευματάκι».
Δουλέψατε με όλους σχεδόν…
Αντύπας, Χριστοδουλόπουλος, Κούκα, Βανδή, Αλκαίος, Μαντώ, Γαρμπή. Στο Τούνελ, όπου ήμασταν μία σεζόν με Αντύπα, Αλκαίο, Αγγελόπουλο και Σαρρή, ήταν επίσης ο Πάνος Κιάμος και ο Δημήτρης Κόκοτας, άγνωστοι τότε, παιδαρέλια, και μας έκαναν φωνητικά. Οπως και ο Αντώνης Ρέμος στο Διογένης Παλάς, που ήμασταν ο Χρήστος Δάντης, εγώ, η Κατερίνα Τοπάζη, η Ελίνα Κωνσταντοπούλου και τελευταίος στη σειρά ο Αντώνης. Σε αυτό το σημείο θέλω να κάνω μία διευκρίνιση, γιατί το είπα αυτό σε τηλεοπτική συνέντευξή μου και σχολίασαν: «Σιγά, πώς ο Ρέμος τραγούδησε νησιώτικα;» Δεν τραγουδούσε νησιώτικα. Εγώ τότε είχα το «Οπου και να πάω χάνομαι», που ήταν τεράστια επιτυχία, έβγαινα να τραγουδήσω και γινόταν… σκοτωμός από κάτω. Ο Ρέμος ήταν ένας τραγουδιστής που άνοιγε το πρόγραμμα εκείνη την εποχή. Γυρνούσε μέσα στα καμαρίνια μας κι έκανε δημόσιες σχέσεις. Μου είπε λοιπόν: «Να βγαίνω μαζί σου, να σου κάνω δεύτερη φωνή;» Και του απάντησα: «Και δεν βγαίνεις, ρε Αντώνη!». Κι έτσι έβγαινε. Οχι δηλαδή ότι ο Ρέμος ήθελε να ασχοληθεί με το νησιώτικο. Και σ’ έναν δίσκο μου, στα «Χρώματα ελληνικά», μου έκανε δεύτερες φωνές.
Παράπονα από τον χώρο έχετε;
Όχι, γιατί δεν υπήρξα ποτέ κωλόπαιδο. Πάντα ήξερα ποια είμαι. Τραγουδάω νησιώτικα. Ήμουν ξεκάθαρη πάντα σε όποιο σχήμα πήγαινα.
Φτάνοντας στο τώρα, είστε στη Real Music κι έχετε κυκλοφορήσει νέο τραγούδι;
Στη Real είμαι έναν χρόνο. Τον Οκτώβριο του 2019 βγήκε το «Θέλω να πάμε Μύκονο», το οποίο έσκισε. Μέσα στις επόμενες μέρες, θα κυκλοφορήσει το ντουέτο μου με τον Στέλιο Μπικάκη, που λέγεται «Μια λέξη πέντε γράμματα». Τη μουσική την έχει γράψει ο αδελφός μου, ο Βασίλης Κλουβάτος, και τους στίχους ο Στέλιος Μπικάκης. Τη σκηνοθεσία του βιντεοκλίπ την έχει κάνει ο Νίκος Βλάχος και συμμετέχει η χορευτική ομάδα Χοροαχλιστός της αδελφής μου Μαρίας Κλουβάτου.